Τα αποτελέσματα της έρευνας PISA που ανακοινώθηκαν πριν από λίγες ημέρες θορύβησαν πολλές χώρες, κυρίως αυτές που πάτωσαν στη λίστα επιτυχίας. Τα συμπεράσματα δεν είναι εύκολα, ούτε μονοδιάστατη η ερμηνεία της ταξινόμησης (για παράδειγμα, η Σουηδία κατατάσσεται έβδομη ανάμεσα στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρά την υψηλότατη οικονομική επένδυση στον χώρο της παιδείας). Είναι όμως η παιδεία ζήτημα – μόνο – επενδύσεων;

Η σημαντική αυτή έρευνα, που οργανώνεται κάθε τρία χρόνια από τον ΟΟΣΑ, αφορά την κριτική ικανότητα των τελειοφοίτων γυμνασιακής υποχρεωτικής εκπαίδευσης (δηλαδή των 15χρονων) όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη συνδυαστική επεξεργασία των παρεχόμενων γνώσεων, αλλά και τη σύνδεσή τους με την καθημερινότητα και την πραγματική ζωή. Η «αδυναμία κατανόησης ενός κειμένου» στο πλαίσιο της έρευνας έχει να κάνει και με την ικανότητα αξιολόγησης της αξιοπιστίας μιας είδησης ή διάκρισης μιας είδηση από μια άποψη, ειδικά σε σχέση με το νέο εργαλείο του Διαδικτύου. Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι τα παραπάνω, συσχετισμένα με την ελληνική πραγματικότητα (την εκπαιδευτική αλλά και ευρύτερα την κοινωνική) αποτελούν εγγενή αντίφαση. Ζούμε σε μια χώρα με ιδιαίτερο ταλέντο στις δογματικές βεβαιότητες, στη μία και μοναδική αλήθεια που συχνά είναι «fake», παραποίηση της αλήθειας. Η αδυναμία κατανόησης ενός κειμένου, ή πολύ συχνά η παρανόησή του, δεν έχει να κάνει μόνο με τους μαθητές, έχει να κάνει και με εμάς τους ίδιους. Επιθυμούμε ενδεχομένως μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα βελτιώσει τις επιδόσεις PISA, αλλά αυτοί που θα την υλοποιήσουν, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, προέρχονται και αυτοί από το ίδιο σύστημα που καλούνται να μεταμορφώσουν.

Η Ελλάδα βρέθηκε στην 24η θέση της κατάταξης PISA ανάμεσα στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πάνω μόνο από τη Μάλτα, την Κύπρο, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Πέρα από ζητήματα δημόσιων επενδύσεων στην παιδεία, κοινωνικής προέλευσης των μαθητών ή υψηλού αριθμού παιδιών μεταναστών στις τάξεις, το πρόβλημα που ξεκινά από τη στοιχειώδη εκπαίδευση είναι άλλο: η πρόσληψη γνώσεων με τρόπο μηχανιστικό, χωρίς κριτική σύνδεση μεταξύ τους και μέσω του μηχανισμού της αποστήθισης, απαραίτητη στη συνέχεια σε ένα σύστημα «εξετασιοκρατικό» και χρησιμοθηρικό ως προς την ήδη αποκτημένη γνώση. Το γεγονός, επίσης, ότι ειδικά στη χώρα μας δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή η φοίτηση των παιδιών στον παιδικό σταθμό από την ηλικία των τριών ετών ή και νωρίτερα (όπως αλλού, π.χ. από την ηλικία των πέντε/έξι μηνών) είναι ενδεικτικό μιας αντίληψης που περιχαρακώνει τον αντιληπτικό ορίζοντα του παιδιού, το οποίο στο στενό οικογενειακό περιβάλλον δεν βρίσκεται σε συνθήκες κοινωνικοποίησης και ερεθισμάτων που να το προετοιμάζουν για τη δημιουργική ένταξη στο δημοτικό σχολείο. Σημασία έχουν ακόμη οι ίδιες οι οικογενειακές φιλοδοξίες για την εκπαίδευση των παιδιών και η εμπιστοσύνη που οι οικογένειες δείχνουν στη λειτουργία και στον ρόλο του σχολείου. Ενας ακόμη θεσμός, του σχολείου, βρίσκεται στη χώρα μας σε προφανή κρίση εμπιστοσύνης. Η κοινωνική αναγνώριση της σημασίας του είναι σημαντικός παράγοντας επιτυχίας του.

Εκπλήσσομαι ακόμα όταν φοιτητές, στο πανεπιστήμιο, ζητούν ενίοτε όχι ποια βιβλία θα διαβάσουν αλλά ποιες σελίδες του βιβλίου θα διαβάσουν. Ούτε ξεχνώ την οδυνηρή εμπειρία, αρκετά χρόνια πριν, όταν επιχείρησα να υιοθετήσω και στην Ελλάδα το σύστημα εξετάσεων που εφαρμόζεται αλλού, δηλαδή την προφορική εξέταση και αναπόφευκτα την κριτική διαχείριση των ζητημάτων. Οι φοιτητές μας εδώ καταλαμβάνονται από πανικό, αδυνατώντας να διατυπώσουν, απέναντι από τον «καθηγητή», την άποψή τους για ένα ζήτημα της «διδαχθείσας ύλης». Είναι συνηθισμένοι στη γραπτή διατύπωση και μόνο, που συνδυάζεται φυσικά με τον μηχανισμό της απομνημόνευσης. Πιστεύω λοιπόν ότι η απελευθέρωση από τον καταναγκασμό του μοναδικού βιβλίου και η εισαγωγή πολλαπλής βιβλιογραφίας, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, θα ήταν μια πραγματική επανάσταση για το ελληνικό σχολείο, καταλύτης νέων εκπαιδευτικών εξελίξεων. Τούτο θα μπορούσε να ευνοήσει και τη διαμόρφωση μιας ξεχωριστής πολιτισμικής ταυτότητας κάθε σχολείου, έτσι ώστε να αναπτυχθεί και ένας καλώς εννοούμενος ανταγωνισμός μεταξύ σχολικών κοινοτήτων.

Ισως δεν συνειδητοποιούμε ότι η Ελλάδα διαθέτει «εθνικό εκδότη» που είναι ο «Εύδοξος», το σύστημα δηλαδή στο οποίο εντάσσονται υποχρεωτικά όλα τα βιβλία που διατίθενται δωρεάν στους φοιτητές μας ως «συγγράμματα». Κάτι αντίστοιχο πιθανώς να συμβαίνει στη Βόρεια Κορέα. Τούτο αφενός παραμορφώνει την εκδοτική αγορά, γιατί την οδηγεί στην παραγωγή βιβλίων με βάση κριτήρια και «τεχνικές» ικανές να τα πριμοδοτήσουν και να διευκολύνουν την ένταξή τους στο σύστημα· αφετέρου αναστέλλει τη διαδικασία ανάπτυξης κριτικής σκέψης και οδηγεί στη διαμόρφωση μιας τυποποιημένης, ομοιόμορφης και ενιαίας γνώσης κεντρικά προσδιορισμένης. Η αποδέσμευση από αυτό το σύστημα, από την υποχρεωτική μέχρι την ανώτατη βαθμίδα, θα ευνοούσε την εκπαιδευτική ελευθερία του δασκάλου και του καθηγητή, οι οποίοι, με δική τους ευθύνη, θα επέλεγαν τα βιβλία στην ελεύθερη αγορά που λειτουργούν καλύτερα για την εκπαιδευτική τους στρατηγική. Την ελευθερία αυτή θα πρέπει να συνοδεύει και μια διαδικασία μέτρησης των αποτελεσμάτων, τόσο στο εκπαιδευτικό επίπεδο όσο και σε εκείνο της απόδοσης των οικονομικών πόρων που επενδύονται για αυτόν τον σκοπό. Χωρίς αξιολόγηση των επιδόσεων διδασκόντων και διδασκομένων και απομάκρυνση από τη γνησίως ιθαγενή «κουλτούρα της επιείκειας», οι βελτιώσεις δεν θα είναι ορατές. Ας πούμε ότι έτσι τουλάχιστον θα μορφωθούν εκείνοι που στο προσεχές ή απώτερο μέλλον θα αναλάβουν πιο αποτελεσματικά, ως διδάσκοντες πλέον, τη μεταρρύθμιση της παιδείας μας.

Η κατάργηση του μοναδικού βιβλίου σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αποτελεί τη μία επανάσταση και έχει τεράστια λειτουργική και συμβολική αξία. Η δεύτερη επανάσταση στην παιδεία μας θα ήταν η κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων, με αντίστοιχη συμβολική αξία. Μια νέα αντίληψη της εκπαίδευσης θα συνέβαλλε έτσι και στη συνειδητή και κριτική πρόσληψη της ιδέας του πατριωτισμού. Οποιος επιχειρήσει αυτές τις δύο επαναστάσεις θα περάσει στην Ιστορία.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών της Φλωρεντίας.