«Το βιβλίο αυτό το είχα υποσχεθεί στον ίδιο τον Ρούντυ περισσότερα από τριάντα χρόνια πριν» γράφει ο Δημήτρης Τσίτουρας στο εισαγωγικό σημείωμα που συνοδεύει τη δίγλωσση έκδοση με τίτλο «Nureyev – Χορεύοντας στη σκιά της Ακρόπολης» του Αρχείου Θηραϊκών Μελετών – Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα.

Η έκδοσή του συνέπεσε με τη συμπλήρωση, το 2023, των τριάντα χρόνων από τον θάνατο του κορυφαίου χορευτή αλλά και των εξήντα ετών από την πρώτη εμφάνισή του στην Ελλάδα, το 1963. Πρόκειται για μια έκδοση πλούσια σε αρχειακό υλικό, εν πολλοίς σπάνια τεκμήρια (προγράμματα, διανομές, φωτογραφίες, δημοσιεύματα κ.ά.), η οποία φωτίζει τη σχέση του σταρ με τη χώρα μας.

Το εκτενές κείμενο του ακαδημαϊκού Μανώλη Κορρέ, με θέμα το Ηρώδειο και τη συμβολή του στον νεοελληνικό πολιτισμό, έρχεται συμπληρωματικά για να αποτίσει φόρο τιμής και στον ιστορικό χώρο όπου ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ μεγαλούργησε.

Οι εμφανίσεις στο Ηρώδειο

Αθήνα, Αύγουστος 1963: Το Φεστιβάλ Αθηνών ζει μεγάλες δόξες με την εμφάνιση στο Ηρώδειο μιας από τις σημαντικότερες prima ballerinas του 20oύ αιώνα, της Μάργκο Φοντέιν. Δίπλα της η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς, ο μόλις 25 ετών παρτενέρ της, ένας όμορφος Τάταρος που ονομαζόταν Ρούντολφ Νουρέγιεφ.

Ο καλλιτέχνης δύο χρόνια πριν είχε αυτοµολήσει από την ΕΣΣΔ εγκαταλείποντας στο Παρίσι τα Μπαλέτα Κίροφ, ζητώντας πολιτικό άσυλο και προκαλώντας μεγάλο σκάνδαλο. Η συνάντησή του στη σκηνή με τη Φοντέιν σχημάτισε ένα χορευτικό ζευγάρι που θα έγραφε ιστορία στον χώρο του κλασικού χορού.

Ετσι και εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ το αθηναϊκό κοινό αποθέωσε τη 44χρονη Φοντέιν για την ιστορία της, για την προσφορά της, για την επιμονή και την αφοσίωση στην τέχνη της που της επέτρεπε να χορεύει σε μια ηλικία που άλλες συνάδελφοί της είχαν αφοσιωθεί στη διδασκαλία. Αποθέωσε και τον νεαρό παρτενέρ της, που είχε σχεδόν τα μισά της χρόνια, έκπληκτο μπροστά στο ηφαιστειώδες ταλέντο του, ανακαλύπτοντας τον απόλυτο σταρ της νέας εποχής!

Το 1966 ο Νουρέγιεφ και η Φοντέιν επανήλθαν στο Ηρώδειο μαζί με το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου για να ερμηνεύσουν «Ρωµαίο και Ιουλιέτα» στη χορογραφία του Κένεθ Μακ Μίλαν. Το 1979 ο Νουρέγιεφ επέστρεψε ως χορογράφος, παρουσιάζοντας με το Μπαλέτο της Αυστραλίας τον «Δον Κιχώτη» (πάνω στη χορογραφία του Πετιπά).

Και το 1981 μάς επισκέφθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά και ως χορογράφος και ως χορευτής, µε το Μπαλέτο της Κρατικής Οπερας της Βιέννης, με την «Ωραία Κοιμωμένη» και τη «Λίμνη των κύκνων».

Το επόµενο καλοκαίρι ήταν η σειρά του Μπαλέτου της Οπερας της Ζυρίχης με τα έργα «Μάνφρεντ» σε χορογραφία του ίδιου και «Αγών» σε μουσική Στραβίνσκι και χορογραφία Μπαλανσίν. Το 1984 συνόδευσε το Μπαλέτο της Οπερας του Παρισιού ως καλλιτεχνικός διευθυντής του για να χορέψει τη «Ραϊµόντα» σε δική του χορογραφία, πάλι στο Ηρώδειο.

Ηταν η τελευταία φορά που το αθηναϊκό κοινό τον είδε να χορεύει, καθώς το 1989, όταν το Μπαλέτο της Οπερας των Παρισίων ήρθε ξανά, αυτή τη φορά με τη «Λίµνη των κύκνων», αν και είχε αρχικά αναγγελθεί πως θα ερμήνευε τον Ζίγκφριντ, τελικά αντικαταστάθηκε από άλλον χορευτή.

Η τελευταία φορά που ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ εμφανίστηκε στο Ηρώδειο ήταν το καλοκαίρι του 1991, όταν διηύθυνε τη Wiener Residenz Orchester. Εκείνη την εποχή, καταπονημένος από το AIDS, χωρίς πλέον να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κλασικού μπαλέτου, προσπαθούσε να διοχετεύσει την ενέργειά του και να εκτονώσει την ψυχική του ανάγκη για δημιουργία δοκιμάζοντας άλλα ήδη τέχνης.

Το Μπαλέτο της Οπερας των Παρισίων ήρθε ξανά στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 1993 για να παρουσιάσει την τελευταία χορογραφία του, την «Μπαγιαντέρα».
Ο Νουρέγιεφ είχε φύγει από τη ζωή μερικούς μήνες πριν, στις 6 Ιανουαρίου 1993, στα 54 του χρόνια.

Η καθοριστική του επίδραση

«Σαν αιλουροειδές ο Νουρέγιεφ έτρωγε με τα νύχια του τη γη, γάντζωνε τον αέρα και πετούσε, πετούσε μακριά σε μια συνεχή αναζήτηση, φυγή μακριά από τη γενέτειρά του στο Κίροφ, όπου έχτισε την τεχνική του και γαλούχησε την ευαισθησία του, και μετά στο Παρίσι, στη Δύση», διαβάζουμε σε κείμενο του Αλέξη Κωστάλα που είχε πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό «Οδός Πανός» το 1993 και αναδημοσιεύεται τώρα στο βιβλίο.

Εχουν γράψει πολλά για τον Νουρέγιεφ τον χορευτή, ελάχιστα όμως για την καθοριστική επίδραση που είχε στον χορό του 20ού αιώνα. Ολοι μιλούν για μια »χορευτική έκρηξη» και σε αυτή συνέβαλε σίγουρα και η τηλεόραση, δημιουργώντας ένα κοινό περισσότερο ευαίσθητο στην εικόνα παρά στον γραπτό ή προφορικό λόγο.

Πέρα όμως από την πλατιά δημοτικότητα ακόμη και της Πάβλοβα, οι πρώτοι «σούπερ-σταρ» που είχαν πίσω τους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και όλους τους μηχανισμούς προβολής και διαφήμισης ήταν η Φοντέιν και ο Νουρέγιεφ. Το γεγονός ότι κατάφερε να επιζήσει ως άτομο και ως καλλιτέχνης είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του και του τρόπου που αντιμετώπιζε την τέχνη του.

Οποια επίδραση είχε ο Νουρέγιεφ επάνω στον χορό, την είχε μέσα από τον χορό του. Σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το πιστεύω του Μπαλανσίν «ο χορός είναι η γυναίκα», αυτός επανατοποθέτησε τον άνδρα στο κέντρο της σκηνής, έστρεψε επάνω του το ενδιαφέρον του κοινού. Πέρα από τη χαρισματική προσωπικότητά του, την εκπληκτική, ιδιαίτερα για την εποχή εκείνη, τεχνική του, πρόβαλε μια εικόνα του άνδρα χορευτή που επηρέασε και μια νέα γενιά χορευτών (Ντάουελ, Ουόλ κ.ά.).

Θα μπορούσε να είχε γίνει το χαϊδεμένο είδωλο ενός αδηφάγου μηχανισμού προβολής και κατασκευής ειδώλων, θα μπορούσε να είχε γίνει ο «Μάριο Λάντσα του χορού», όπως είπε ο Κλάιβ Μπαρνς.

Αυτός όμως προτίμησε να συνεχίσει το μοναχικό ταξίδι που ξεκίνησε με τη γέννησή του σε ένα τρένο, έτοιμος πάντα για καινούργιες προκλήσεις. Ανικανοποίητος με τον εαυτό του, ήταν συχνά ανυπόμονος με τους άλλους, ξεσπώντας σε βίαιες κάποτε εκδηλώσεις θυμού που όμως τις έσβηνε γρήγορα με ένα πλατύ χαμόγελο».

Ο κ. Κωστάλας προσπαθώντας να εξηγήσει το φαινόμενο Νουρέγιεφ καταλήγει σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα: «Ο αληθινά μεγάλος καλλιτέχνης πάει πέρα από την όμορφη επιφανειακή τεχνική, αναζητώντας αυτό που κρύβεται πέρα από τα βήματα ή τις νότες μέσα από έναν συνεχή αγώνα αναζήτησης, δουλειάς, ανανέωσης, μετουσιώνοντας τελικά μέσα από αυτή την αγωνία του τη μηχανική επανάληψη σε αισθητικό φαινόμενο που χαρίζει στο κοινωνικό σύνολο».