Είχε μέσα της κάτι από την ελπίδα κάθε μεγάλου σχεδίου εκείνη η επανερχόμενη συζήτηση. Κινητήρια σαν μεγάλος σκοπός. Στην παρέα της Πρωτοχρονιάς κατέληγε σε αντιδικία. Η ευχή «να βρούμε φέτος τη χαμένη πηγή» δεν είχε πολλούς οπαδούς. Είχαν περάσει πολλές δεκαετίες και το επιχείρημα ήταν ισχυρό. Δεν μπορεί να υπάρχει πια εκείνη η χαμένη πηγή.

Ιδιοι τόποι, άλλες εποχές.

Ο θαλασσινός ορίζοντας κέρδιζε το καθημερινό βλέμμα. Η θάλασσα ήταν η αναπόδραστη φαντασία τους. Το χωριό κυλούσε στην πλάτη του βουνού, που όριζε δύο κόσμους. Μπροστά η θάλασσα, πίσω ο τόπος του καθημερινού τους μόχθου. Εκεί στα φροντισμένα κτήματά τους, ελαιώνες, μπαξέδες, αμπέλια και περιβόλια, περνούσαν σχεδόν όλο τους τον βίο. Δύσκολη και δυσπρόσιτη γη, που έπαιρνε ζωή από την ανάγκη και την επιμονή των ανθρώπων.

Τα χρόνια πέρασαν. Και δεν ξεχάστηκαν μόνο εκείνες οι εποχές, ξεχάστηκαν μαζί τους και οι τόποι. Κτήματα που άνθιζαν και καρποφορούσαν, πεζούλες καταπράσινες από περιβόλια και αμπέλια εγκαταλείφθηκαν. Η φύση κέρδισε τον χώρο. Μόνο οι διηγήσεις έφερναν στον νου τις παλαιές εικόνες.

Η ιδέα να ανακαλύψουμε τη χαμένη πηγή, που κατοικούσε στη σκέψη μας, συχνά μας προκαλούσε. Ολα τα σχέδια κάθε Πρωτοχρονιάς είχαν αναβληθεί. Και οι παλαιότεροι πάντα μας απέτρεπαν: «Δεν υπάρχει πια πηγή, δεν υπάρχει πια στέρνα». Η περιέργεια είναι, όμως, πάντα ένα κίνητρο και η επιμονή ανοίγει πάντα έναν δρόμο. Βρεθήκαμε τέσσερις άνδρες στο σημείο που κανονικά θα βρισκόταν η πηγή, η στέρνα και η καρποφόρα πεζούλα, εκεί που η Χρυσώ και ο Κυριάκος πολλαπλασίαζαν με την εργασία τα αγαθά της.

Η ζουγκλώδης βλάστηση πολλών δεκαετιών μάς έκοβε ακόμη και το βλέμμα. Πώς θα τη βρούμε, πώς θα φτάσουμε στην πηγή; Η προσπάθεια ξεκίνησε. Ο Νεκτάριος, χειριστής των σύγχρονων μέσων, ψηλαφίζει τη γη, σημείο προς σημείο, με μεγάλη τέχνη. Και ανοίγει σιγά-σιγά τον δρόμο. Ο Γιάννης ανακαλούσε διαρκώς τις αναμνήσεις του. Ηταν, θα λέγαμε σήμερα, το GPS της παρέας. Και ο Μάριος, μας θύμιζε διαρκώς και ενοχλητικά τους κινδύνους. Προχωρούσαμε. Ανοίγουμε δρόμο στην κατάφυτη πλαγιά. Γεμάτοι αμφιβολία για την κατεύθυνσή μας και ανταλλάσσοντας αθεμελίωτα επιχειρήματα και υποθέσεις, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι θα βρούμε, τελικά, τη χαμένη πηγή.

Ξαφνικά, μια κραυγή παιδικού ενθουσιασμού μας ενώνει. Φάνηκε πίσω από την πυκνή συστάδα των κορμών μια μικρή λευκή πέτρινη επιφάνεια. Ηταν η χαμηλή μάντρα που συγκρατούσε το νερό της χαμένης πηγής. Σε λίγο, ο πηλός που πάτησαν τα πόδια μας και οι ψάθες μέσα στο αδιαπέραστο φύλλωμα ήταν τα πρώτα μηνύματα ότι η πηγή ήταν κοντά μας.

Ασίγαστος πια ο ενθουσιασμός μας επιβεβαιώνεται με έναν αυθόρμητο εναγκαλισμό, εκεί στην άκρη του Θεού, δίπλα στην πηγή των θρύλων. Ούτε νύμφες ούτε νεράιδες στα νερά του βουνού, όπως μας έλεγαν μικροί. Μόνο η ανείπωτη χαρά να βλέπεις τη χαμένη πηγή, προσιτή πια, να κυλάει αργά, μέσα στην παλαιά στέρνα. Καμιά αμφιβολία δεν πρέπει, τελικά, να σε σταματά και κανένας φόβος αποτυχίας δεν έχει θέση στην προσπάθεια. Παντού μπορεί να υπάρχει μια χαμένη πηγή.

Σταθήκαμε για λίγο και παρατηρούσαμε το νερό να τρέχει. Και είχε ο καθένας μια μικρή ιστορία να πει. Την επόμενη Πρωτοχρονιά κανείς δεν έφερε αντιρρήσεις για τις ευχές. Ολα μπορεί να συμβούν.

ΥΓ.: Σε παραλλαγή του περιλαμβάνεται στο μικρό βιβλίο μου «10 + 10 κείμενα για την πολιτική και την ύπαρξη».

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.