Αφορμή για αυτό το κείμενο, τα τριάντα χρόνια από τον σχηματισμό της «οικουμενικής» υπό τον καθηγητή Ζολώτα, στα τέλη Νοεμβρίου του 1989. Στις αρχές του ίδιου μήνα είχαν γίνει οι δεύτερες εκλογές εκείνου του χρόνου, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Μητσοτάκη είχε συγκεντρώσει το θηριώδες ποσοστό 46,19%, χωρίς ωστόσο οι έδρες που είχε κερδίσει (148) να της επιτρέπουν να σχηματίσει κυβέρνηση. Πώς ήταν αυτό δυνατόν; Μα, χάρις στον εκτρωματικό εκλογικό νόμο που είχε ψηφίσει το ΠαΣοΚ των Κουτσογιωργαίων και των Τσοχατζοπουλαίων υπό την υψηλή καθοδήγηση, βέβαια, του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτός, λοιπόν, ο νόμος ήταν ο μόνος παγκοσμίως, απ’ όσο γνωρίζω, που ευνοούσε σκανδαλωδώς το… δεύτερο κόμμα εις βάρος του πρώτου. Με άλλα λόγια, ευνοούσε το ΠαΣοΚ, που ήξερε ότι θα έρθει δεύτερο, εις βάρος της Νέας Δημοκρατίας. Στις εκλογές του Ιουνίου 1989 ήδη η Νέα Δημοκρατία είχε συγκεντρώσει 44,28% (έναντι 39,13% του ΠαΣοΚ), αλλά το μόνο που είχε καταφέρει, ελέω εκλογικού νόμου, ήταν να σχηματιστεί η κυβέρνηση Τζαννετάκη, με τη σύμπραξη της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς αριστεράς, η οποία για μια ακόμα φορά στη μακρόχρονη ιστορία της έδειχνε να μην ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει, προσδοκώντας απλώς να ξαναπάρει πίσω την «πελατεία» που θεωρούσε πως της είχε «αποσπάσει» το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Η κυβέρνηση Ζολώτα θα ολοκληρώσει τον βίο της τον Απρίλιο του 1990. Σε αυτό το διάστημα των σχεδόν πέντε μηνών, η χώρα ήταν ουσιαστικά ακυβέρνητη, αφού καθένας από τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους κοίταζε απλώς πώς να αποφύγει δυσάρεστες αποφάσεις, ώστε να πλασαριστεί καλύτερα ενόψει των αναπόφευκτα επερχόμενων (τρίτων σε διάστημα ενός χρόνου) εκλογών. «Αλλοι πάλι λέγουν» ότι το μόνο ζήτημα το οποίο φρόντισε να ρυθμίσει η οικουμενική κυβέρνηση ήταν αυτό της προμήθειας των ψηφιακών συνδέσεων από τον ΟΤΕ, με την αυτοαπακαλούμενη αριστερά να δείχνει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ζήτημα, και ειδικότερα για συγκεκριμένο όμιλο επιχειρήσεων.

Η ουσία πάντως είναι ότι, με την οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα να λειτουργεί έτσι όπως λειτουργούσε, η χώρα βρέθηκε στη δίνη μιας κατ’ ουσίαν ακυβερνησίας, με όλους τους οικονομικούς δέκτες να δέχονται επί των ημερών της καίριο πλήγμα. Ιδού, λοιπόν, ήδη μία από τις ενδεχόμενες απειλές για το πολιτικό σύστημα και την κυβερνησιμότητα της χώρας: οι ευκαιριακές και χωρίς να υπάρχει πράγματι κατάσταση έκτακτης ανάγκης (λ.χ., πόλεμος) οικουμενικές κυβερνήσεις.

Ας πάμε, όμως, και στις άλλες δύο «απειλές»: την απλή αναλογική και τα δημοψηφίσματα. Η επιχειρηματολογία κατά της απλής αναλογικής (για τα ελληνικά δεδομένα, τουλάχιστον) είναι λίγο-πολύ γνωστή, γι’ αυτό και δεν θα επιμείνω ιδιαίτερα. Να υπενθυμίσω απλώς ότι κατά την περίοδο 2012-19, γνωστή και ως «εποχή των τεράτων» για το πολιτικό μας σύστημα, είδαμε να κάνουν το πέρασμά τους από τη Βουλή, και μάλιστα με όχι αμελητέα δύναμη, από την Ενωση Κεντρώων του γραφικού Λεβέντη και τους ανερμάτιστους ΑΝΕΛ του Καμμένου μέχρι τα «λεβεντόπαιδα» του Μιχαλολιάκου. Μάλιστα, θα έλεγα πως, σε ό,τι αφορά την εποχή των τεράτων, έχουμε φάει ίσως τον γάιδαρο (camel, κατά Τσίπρα) αλλά όχι και την ουρά (κατά Τσίπρα, queue), αφού ακόμα και σήμερα, οπότε η κατάσταση τείνει λίγο-πολύ να ομαλοποιηθεί, υπάρχουν στο κοινοβούλιο κόμματα όπως η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου ή το ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι τι άλλα «τέρατα» θα μπορούσε να είχαμε δει στη Βουλή, πιθανόν και με καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις κατά την τόσο κρίσιμη αυτή περίοδο, αν ίσχυε η απλή αναλογική.

Οσο για τα δημοψηφίσματα, μια ματιά στην πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος πόσο επικίνδυνα μπορεί να αποδειχθούν. Κατά τη γνώμη μου, εκεί όπου λειτουργούν εύρυθμα οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δημοψηφίσματα είναι χρήσιμα μόνο για πολύ γενικού χαρακτήρα ζητήματα (όπως το 1946 στην Ιταλία ή το 1974 στην Ελλάδα, όπου το ερώτημα ήταν απλό: αβασίλευτη ή βασιλευομένη δημοκρατία), ή για ζητήματα απολύτως τοπικού ενδιαφέροντος (να επιτρέπεται η διέλευση αυτοκινήτων από μια μικρή πόλη, να γίνει ή όχι επέκταση μιας οικιστικής ζώνης, κ.ο.κ.), όπως σε ορισμένα καντόνια της Ελβετίας. Οσο για το πόσο επικίνδυνο εργαλείο μπορεί να γίνουν τα δημοψηφίσματα στα χέρια ανεύθυνων δημαγωγών και αδίστακτων λαϊκιστών, δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Αρκεί να θυμίσω την πρόσφατη δική μας τραγική εμπειρία του 2015, με το αμφίβολης συνταγματικότητας δημοψήφισμα, τον αρπακολλατζίδικο τρόπο προκήρυξής του, το ψευδεπίγραφο και δόλιο (αν όχι και φαιδρό) ερώτημά του.

Κλείνοντας, δυο απαραίτητες διευκρινίσεις, ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις και να προλαβαίνονται εξυπνακισμοί περί «φόβου απέναντι στην κρίση του λαού» ή περί «κατά βάθος αντιδημοκρατικών απόψεων».

Πρώτον, όσα αναφέρθηκαν ήδη αφορούν πρωτίστως τη χώρα Ελλάδα και το πολιτικό της σύστημα. Με άλλα λόγια, υπάρχουν χώρες και περιπτώσεις όπου τα δημοψηφίσματα μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα, όπου η απλή αναλογική μπορεί να οδηγεί στον σχηματισμό βιώσιμων και αποτελεσματικών κυβερνήσεων συνεργασίας, όπου ακόμα και μια κυβέρνηση όλων των κομμάτων (τουλάχιστον του λεγόμενου συνταγματικού τόξου) μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελεί λύση.

Δεύτερον, κάνω λόγο για τρεις ύπουλες απειλές επειδή η απλή αναλογική, οι οικουμενικές κυβερνήσεις και τα δημοψηφίσματα έχουν ένα κοινό γνώρισμα: είναι δημοκρατικοφανή, αφού (υποτίθεται πως) «όλες οι φωνές μπορούν έτσι να εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο», «τα κόμματα βάζουν όλα πλάτη για το καλό της χώρας», ή «δίνεται η δυνατότητα στον λαό να εκφραστεί άμεσα, απευθείας». Ελα, όμως, που το δημοκρατικοφανές απέχει από το πράγματι δημοκρατικό περίπου όσο και το αληθοφανές από το αληθινό.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.