Οι βασικές έννοιες της μεταπολίτευσης ήταν «εξάρτηση»,«(υπο)ανάπτυξη» και «εκσυγχρονισμός» (modernization), με τη θεωρία της «εξάρτησης» να κυριαρχεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980 και αυτή του εκσυγχρονισμού από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά. Οι νεο-μαρξιστές κοινωνιολόγοι, που υιοθέτησαν τη θεωρία της εξάρτησης, εστίασαν στον ρόλο του κράτους  (Τσουκαλάς) ενώ ο εκσυγχρονισμός προϋπέθετε τη σύγκριση με τον «ανεπτυγμένο» κόσμο, με αποτέλεσμα η πορεία της ελληνικής κοινωνίας να παρουσιάζεται ως μια σειρά παρεκκλίσεων ή απουσιών όπως της «κοινωνίας πολιτών» (Μουζέλης), της «καχεξίας του αστικού στοιχείου» (Κονδύλης), της «άπρακτης εξατομίκευσης» (Ράμφος) ή εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν (Αλέξης Δημαράς). Η χώρα αντιπαρατίθεται σε ένα δυτικό μοντέλο και εμφανίζεται να υστερεί ή απλώς να αποκλίνει. Οπως παρατηρεί η ανθρωπολόγος Renée Hirschon σε ένα πρόσφατο άρθρο της: «Ο,τι αποκαλώ «προ-νεωτερική» προσέγγιση (ή μη δυτική) σε ζητήματα διαχείρισης χρόνου διαιωνίζεται στην Ελλάδα, γιατί δεν ακολουθεί την πορεία της εκβιομηχάνισης των ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ». Υιοθετώντας ένα συγκριτικό ή δυαδικό μοντέλο (Ανατολή-Δύση, νεωτερικότητα-παράδοση, εκσυγχρονισμός-λαϊκισμός) η θεωρία του εκσυγχρονισμού αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως μια υπόθεση ανεπάρκειας, αργοπορίας ή νεωτερικού ελλείμματος.

Το πιο δημοφιλές ερμηνευτικό σχήμα της μεταπολίτευσης υπήρξε η θεωρία του Νικηφόρου Διαμαντούρου περί πολιτισμικού δυϊσμού, εξετάζοντας την αμφίδρομη σχέση πολιτικής και πολιτισμού με βάση δύο πολιτισμικές παραδόσεις-κουλτούρες: τη «μεταρρυθμιστική» (modernizing) και την «παρωχημένη» (underdog). Η μεταρρυθμιστική κουλτούρα, κατά τον Διαμαντούρο, είναι η νεότερη από τις δύο και αντλεί τις πνευματικές της ρίζες από τον Διαφωτισμό και την παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού, ενώ η παρωχημένη κουλτούρα χαρακτηρίζεται από έκδηλη εσωστρέφεια, έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό και οι ρίζες της εντοπίζονται στο Βυζάντιο, την Ορθοδοξία και την Τουρκοκρατία.

Αν η θεωρία του εκσυγχρονισμού και το νεωτερικό έλλειμμα που επισημαίνει αποτελεί τον βασικό άξονα στις αναλύσεις της μεταπολιτευτικής κοινωνίας, που τώρα φαίνεται να αναθεωρείται, αν κρίνουμε από το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, στον χώρο της λογοτεχνίας και της κριτικής παρατηρούμε τη μετάβαση από την «πραγματικότητα» ή την «πολιτικοποίηση» στη νεωτερικότητα.

Η κρίση αναπαράστασης στην ελληνική πεζογραφία μετά το 1974 έστρεψε την προσοχή από την κοινωνική πραγματικότητα στη διαμεσολάβηση. Οι συγγραφείς δεν προβάλλουν πια την αυθεντική απόδοση των βιωμάτων τους αλλά τείνουν να τονίζουν το πώς αυτά τα βιώματα διαμεσολαβούνται και σχετικοποιούνται μέσω δευτερευουσών πηγών (γραπτών ή προφορικών) ή τεκμηρίων. Η αυξητική στροφή σε κειμενικά τεκμήρια ή αρχειακές μαρτυρίες δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ρεαλισμού που στη συνέχεια υπονομεύεται μέσω μιας μεταμυθοπλαστικής στρατηγικής. Αυτή η αρχειακή ποιητική προϋποθέτει την αναψηλάφιση του παρελθόντος μέσω σπαραγμάτων προφορικού ή γραπτού υλικού και τη διαμεσολάβησή του μέσω της μνήμης ή ενός αφηγητή-ερευνητή. Η λεγόμενη «πεζογραφία των τεκμηρίων», προϊόν αυτής της αρχειακής ποιητικής, υπήρξε αρκετά δημοφιλής στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, γιατί ακριβώς συνδυάζει τη νεωτερική υπέρβαση του ρεαλιστικού τρόπου, δίχως να χάνει την επαφή με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα. Από την έμφαση στην «πραγματικότητα» των αρχών της δεκαετίας του 1970 περάσαμε στη σχετικοποίησή της και στη (μετα)νεωτερική της διαπραγμάτευση στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Ας σημειωθεί ότι και η έννοια του «μοντερνισμού», με την αγγλοσαξονική της σημασία, θα εισαχθεί καθυστερημένα και σταδιακά στο ελληνικό κριτικό λεξιλόγιο. Από την απουσία ως τη δεκαετία του 1990 του μοντερνισμού από το κριτικό λεξιλόγιο της Μεταπολίτευσης περάσαμε στη μοντερνιστική ανανέωση του πεζογραφικού κανόνα με την ανάδειξη και την ανατύπωση του έργου συγγραφέων που θεωρήθηκαν εκφραστές ενός ιδιότυπου ελληνικού μοντερνισμού, όπως η Μέλπω Αξιώτη, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Νίκος Καχτίτσης, ακόμη και ο Δημοσθένης Βουτυράς. Από τους πεζογράφους του Μεσοπολέμου διασώθηκαν ο Κοσμάς Πολίτης ως κοσμοπολίτης μοντερνιστής ή μεμονωμένα κείμενα όπως Ο Κίτρινος Φάκελλος (1956) του Μ. Καραγάτση ενώ η δημοτικότητα των υπολοίπων υποχώρησε μπροστά στο νεωτερικό

κύμα και παρά το γεγονός ότι πολλά μυθιστορήματά τους μεταφέρθηκαν στη μικρή οθόνη, ένα άλλο χαρακτηριστικό της πρώιμης μεταπολίτευσης. Η νεωτερική παλίρροια έφερε επίσης στο προσκήνιο τον Νικόλα Κάλα ως διασπορικό συγγραφέα και αντισυμβατικό κριτικό ενώ οι μοντερνιστικές αναθεωρήσεις άφησαν την ποίηση σχεδόν άθικτη. Αντίθετα στον χώρο της πεζογραφίας παρατηρούμε τη μετάβαση από τον ρεαλισμό στη μεταμυθοπλασία, από την αμεσότητα της εμπειρίας στη διαμεσολάβησή της και από την «απουσία» του μοντερνισμού στη (μετα)νεωτερική ανάγνωση της παλαιότερης και πιο πρόσφατης πεζογραφίας.
Παρά την επίμονη (μετα)μοντερνιστική ανάγνωση της ελληνικής πεζογραφίας, η θεωρία του «νεωτερικού ελλείμματος», που είδαμε στον χώρο των ιδεών, επανέρχεται στο επιχείρημα ότι η εκδήλωση του μεταμοντερνισμού στην Ελλάδα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μοντερνιστικής παράδοσης προς στην οποία αναμένεται να αντιδράσει. Οπως και στη συζήτηση περί εκσυγχρονισμού στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, η προσέγγιση και εδώ είναι ευρωκεντρική και απέβλεπε στο να καταδείξει απουσίες και καθυστερήσεις.
Με το να αντιμετωπίζεται ως ένα εθνοκεντρικό φαινόμενο ο ελληνικός μοντερνισμός ενεπλάκη στις συζητήσεις περί ελληνικότητας μέσω της ταύτισής του με τη Γενιά του ‘30, που άλλοι την αντιμετώπιζαν ως μοντερνιστική και ευρωπαϊκά προσανατολισμένη και άλλοι ως ελληνοκεντρική. Ετσι ο ελληνικός μοντερνισμός αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης συζήτησης περί πολιτισμικής ταυτότητας στη μεταπολίτευση και λιγότερο μέρος μιας ευρύτερης δυτικής αισθητικής κίνησης. Τελικά η πολιτισμική ιστορία της μεταπολίτευσης μπορεί να θεωρηθεί ως ταλάντωση από το «νεωτερικό έλλειμμα» της κοινωνικής θεωρίας στη δεκαετία του 1970 στον «νεωτερικό πληθωρισμό» στον χώρο της λογοτεχνίας από τη δεκαετία του 1990 και μετά.

O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.