Η μεσαία τάξη, η οποία λύγισε στα χρόνια των Μνημονίων και κυρίως την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ από το βάρος της υπερφορολόγησης, περίμενε ότι θα άρχιζε να παίρνει ανάσες με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης και ειδικά με τη νέα φορο-κλίμακα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Οι διατάξεις του νομοσχεδίου το οποίο βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση δεν τους επιφυλάσσει κάποια ευχάριστη έκπληξη. Αν δεν υπάρξουν αλλαγές στο νομοσχέδιο μέχρι να φθάσει αυτό στη Βουλή,  τότε οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που κατατάσσονται στη μεσαία τάξη λόγω εισοδήματος θα χρειαστεί να περιμένουν για πολύ ακόμα μέχρι να δουν τα εκκαθαριστικά του φόρου εισοδήματος να ξεφουσκώνουν.

Οι αδικίες για τη μεσαία τάξη

Τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ είναι οι μεγάλοι αδικημένοι του νέου φορολογικού νομοσχεδίου καθώς οι ελαφρύνσεις που προκύπτουν με την εφαρμογή της νέας κλίμακας είναι από ελάχιστες έως και μηδενικές, ενώ την ίδια ώρα απειλούνται με την επιβολή έξτρα φόρου με το νέο καθεστώς των e-αποδείξεων.

Εκτός από τους φορολογουμένους της μεσαίας τάξης, στη ζώνη υψηλού κινδύνου των ηλεκτρονικών αποδείξεων βρίσκονται οι διαζευγμένοι, οι φιλοξενούμενοι και οι εργένηδες.

Ακόμη και για τους μισθωτούς με παιδιά που ανήκουν στη λεγόμενη μεσαία τάξη, οι μειώσεις φόρου είναι συμβολικές της τάξης των 17 έως 40 ευρώ τον χρόνο, παρά την αύξηση του αφορολόγητου ορίου που προβλέπει το φορολογικό νομοσχέδιο. Ειδικά οι μισθωτοί με ένα παιδί και εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ δεν έχουν να περιμένουν καμία φοροελάφρυνση για τα εισοδήματα που θα αποκτήσουν το 2020.

Πού κρύβονται οι αδικίες

Θα κληθούν να πληρώσουν ακριβώς το ίδιο ποσό φόρου με αυτό που θα καταβάλουν και για τα εισοδήματα του 2019. Δηλαδή μηδέν όφελος, ενώ εκτός φορολογικών ελαφρύνσεων μένουν και οι φορολογούμενοι οι οποίοι αποκτούν αποκλειστικά εισοδήματα από ενοίκια. Δεν προβλέπεται καμία αλλαγή στην κλίμακα και τους φορολογικούς συντελεστές, με αποτέλεσμα ακόμη και όσοι αποκτούν ένα εισόδημα από την ενοικίαση ενός σπιτιού να φορολογούνται από το πρώτο ευρώ με συντελεστές από 15% έως 45%.

Και ενώ τα νοικοκυριά μισθωτών-συνταξιούχων με μεσαία εισοδήματα θα συνεχίσουν να σηκώνουν τα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη, οι έχοντες εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ θα δουν τη φορολογική τους επιβάρυνση να μειώνεται και πάνω από 1.000 ευρώ ετησίως, ενώ περισσότερο κερδισμένοι είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες για τους οποίους η μείωση φόρου υπερβαίνει ακόμη και τις 2.000 ευρώ.

Οι φορολογούμενοι αντιδρούν και το δείχνουν στη δημόσια διαβούλευση σχολιάζοντας και επικρίνοντας τις διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου. Τα περισσότερα πυρά έχει δεχθεί το άρθρο 7 το οποίο αφορά το νέο καθεστώς των ηλεκτρονικών αποδείξεων και ακολουθεί το άρθρο 9 για την έκπτωση φόρου που προβλέπεται για τους μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες.

Πίσω από τις διατάξεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου κρύβονται αδικίες για τη μεσαία τάξη και ειδικά για:

Μισθωτούς – συνταξιούχους με εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ. Με την εφαρμογή της νέας φορολογικής κλίμακας προκύπτει συμβολική ελάφρυνση της τάξεως των 17 ευρώ τον χρόνο για όσους δεν έχουν παιδιά. Για όσους έχουν ένα παιδί η ελάφρυνση είναι ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό. Οι φορολογούμενοι με δύο παιδιά θα διαπιστώσουν μείωση της φορολογικής τους επιβάρυνσης κατά 40 ευρώ ετησίως. Δηλαδή 3,33 ευρώ τον μήνα. Για παράδειγμα, μισθωτός  χωρίς παιδιά με ετήσιες αποδοχές 25.000 ευρώ πληρώνει σήμερα φόρο εισοδήματος 4.000 ευρώ. Το ποσό αυτό θα μειωθεί στις 3.983  ευρώ. Η έκπτωση των 17 ευρώ ισοδυναμεί με 1,7 ευρώ στον μισθό ή στη σύνταξη. Εισοδήματα από 17.000 ευρώ έως και 50.000 ευρώ εμφανίζουν στην Ελλάδα περίπου 1,34 εκατ. φορολογούμενοι, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μισθωτοί και συνταξιούχοι και πληρώνουν πάνω από τον μισό φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Επομένως η νέα φορολογική κλίμακα αφήνει εκτός ελαφρύνσεων τους καλύτερους πελάτες της Εφορίας.

Διαζευγμένους, φιλοξενουμένους και εργένηδες καθώς και ζευγάρια με μεσαία εισοδήματα: Οι συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων απειλούνται με την πληρωμή πρόσθετου φόρου από το νέο καθεστώς των e-αποδείξεων, οι οποίες θα πρέπει να αντιστοιχούν στο 30% του εισοδήματός τους. Στην περίπτωση που το υπουργείο Οικονομικών δεν προχωρήσει άμεσα σε νέες διορθώσεις του μέτρου τότε εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν έξτρα φόρο 22% επί του ποσού των αποδείξεων που θα λείπουν.

Τα σχόλια των φορολογουμένων

Στη διαφορά μεταξύ των απαιτούμενων ηλεκτρονικών δαπανών και αυτών που έχουν πραγματοποιηθεί. Τα σχόλια των φορολογουμένων στη δημόσια διαβούλευση είναι χαρακτηριστικά:

«Αν το εισόδημα του πρώην συζύγου είναι 30.000 ευρώ και δίνει διατροφή 8.000, οι αποδείξεις θα πρέπει να λογίζονται στο 30% των 22.000, γιατί στη πραγματικότητα το υπόλοιπο εισόδημα δεν είναι διαθέσιμο».

«Για το 2018 δήλωσα εισόδημα 48.000 ευρώ από μισθούς και ενοίκια για τα οποία πλήρωσα σε φόρους περίπου 12.500 ευρώ (26%). Είμαι εργένης, ζω σε δικό μου σπίτι, υγιής, δεν χρωστάω πουθενά και τα προσωπικά μου έξοδα είναι 400-500 ευρώ τον μήνα. Με το 30% θα πρέπει να εμφανίσω ηλεκτρονικά έξοδα 14.400 ευρώ (για κάθε χρόνο από εδώ και πέρα) ή θα πληρώνω επιπλέον φόρο περίπου 2.000 ευρώ. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Θα κάνω ανακαίνιση κάθε χρόνο; Θα τρώω κάθε μέρα σε ταβέρνα; Πρόκειται πολύ απλά για έναν ακόμη τρόπο φορολόγησης για τη μεσαία τάξη».

«Τα έξοδα διαβίωσης των φιλοξενουμένων (π.χ. τέκνα και ηλικιωμένοι γονείς) καλύπτονται συνήθως από τους φιλοξενούντες και το εισόδημά τους το αποταμιεύουν. Δεν θα έπρεπε το ποσοστό του 30% να είναι μικρότερο για αυτούς;».