Η μακρόχρονη κρίση και το πλήθος των μέτρων, μνημονιακών και άλλων, που τη συνόδευσαν, άφησαν πίσω τους πάμπολλες στρεβλώσεις και απίθανα βάρη σε πολίτες και επιχειρήσεις. Το φορολογικό βάρος και εκείνο των ασφαλιστικών εισφορών είναι υπέρμετρο, αφαιρώντας την όποια ικμάδα από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Συνδυαζόμενο μάλιστα με την ανεπαρκή τραπεζική χρηματοδότηση και την πίεση για τα «κόκκινα» δάνεια λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία, όπως βεβαιώνει και η διατηρούμενη, παρά τις αντίθετες προσδοκίες, καχεξία της καταναλωτικής αγοράς.

Κατά την προεκλογική περίοδο αρχικώς αλλά πιο συστηματικά μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, επιχειρήθηκε και επιχειρείται η άμβλυνση αυτού του βάρους. Και πάλι όμως οι κινήσεις είναι περιορισμένες και εν πολλοίς μονομερείς. Περιορίστηκαν στη φορολογία των ακινήτων και των επιχειρήσεων. Το βάρος του ΕΝΦΙΑ μειώθηκε κατά 30% και οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων τείνουν να προσεγγίσουν τα προ της κρίσης επίπεδα.

Αντιθέτως, ελάχιστες είναι οι παρεμβάσεις στη φορολογία του εισοδήματος και σχεδόν μηδενικές για τον ευρύ κύκλο των μισθωτών, οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της φορολογίας. Κάποιες μικρές ελαφρύνσεις προβλέπονται για τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις και εκείνες των ελευθέρων επαγγελματιών που δηλώνουν εισοδήματα στα όρια του αφορολογήτου, αλλά πέραν αυτών ουδέν.

Παρότι υπεσχημένη, καμία κίνηση δεν έγινε στη ζώνη της υποτιθέμενης έκτακτης, πλην μόνιμης στην πράξη, εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία ανεβάζει τη φορολογία εισοδήματος και πάνω από το 50% σε κάποιους μισθωτούς σχετικά καλοπληρωμένους. Ούτε νύξη επίσης για μείωση των φορολογικών για μισθωτούς με εισοδήματα 20.000 ευρώ τον χρόνο.

Γεγονός που προκαλεί σοβαρές ανισορροπίες, δεν συγκρατεί ικανά στελέχη στην ελληνική οικονομία, στρέφοντας ολοένα και περισσότερους στο εξωτερικό.

Ολοι μπορούν να αντιληφθούν τη δυσκολία που πηγάζει από τις σκληρές ακόμη δημοσιονομικές ανάγκες. Ωστόσο η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών γνωρίζει ότι οι απώλειες π.χ. από την απόδοση του ΦΠΑ μπορεί και να προσεγγίζουν τα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Αν δηλαδή οι φορολογικές αρχές εξασφάλιζαν έστω μερική φορολογική συμμόρφωση στην έμμεση φορολογία και ήλεγχαν το λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων θα μπορούσαν να ασκήσουν απολύτως αναζωογονητική για την οικονομία και τους δοκιμαζόμενους μισθωτούς φορολογική πολιτική.

Με πρόσθετα έσοδα 2, 3 ή ακόμη καλύτερα με 5 δισ. από ενδεχόμενη επίτευξη της διεκδικούμενης φορολογικής συμμόρφωσης και οι φορολογικοί συντελεστές θα μπορούσαν να μειωθούν γρήγορα και το ετήσιο φορολογικό βάρος να ελεγχόταν σημαντικά.

Υπό αυτή την έννοια δεν δικαιολογούνται ούτε καθυστερήσεις ούτε αναστολές, πολιτικές και άλλες, στη διαμόρφωση συνθηκών ψηφιακού ελέγχου της φορολογητέας ύλης. Τα ηλεκτρονικά τιμολόγια, τα ηλεκτρονικά βιβλία και η ηλεκτρονική διασύνδεση των υπόχρεων ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων με το ΤΑΧΙS επιβάλλονται να εφαρμοσθούν πάραυτα. Γιατί απλούστατα οι συνεπείς φορολογούμενοι δεν αντέχουν άλλο.