Σσυμπληρώνονται σαράντα πέντε χρόνια από τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Στο απλουστευτικό, όχι μόνο σήμερα αλλά και το 1974, σχήμα της για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο, η χώρα συμπεριλαμβανόταν στην καπιταλιστική περιφέρεια ως χώρα με εξαρτημένη εκβιομηχάνιση και στρεβλή ανάπτυξη. Κάτι σαν αυτό που κάποιοι σήμερα αποκαλούν «κρυπτο-αποικιοκρατικό κράτος». Κανένα ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό πνεύμα δεν ενέπνεε αυτή τη Διακήρυξη. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να είναι σοσιαλδημοκρατική η Διακήρυξη ενός κόμματος με τον όρο «Κίνημα» στην ονομασία του, όταν η σοσιαλδημοκρατία γεννήθηκε ως αντίδραση σε «κινήματα» που απαξίωναν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία για χάρη δήθεν της άμεσης (σοβιέτ); Εμπνέονταν όμως από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ορισμένοι από τους «ιδρυτές» του ΠαΣοΚ, πράγμα ιδιαιτέρως σημαντικό για τη συνέχεια.

Οι τελευταίες εκλογές φανερώνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία, όλων όσοι κατά καιρούς συγκινήθηκαν από αυτή τη Διακήρυξη, κατοικεί σήμερα στην Κουμουνδούρου, όχι στη Χαριλάου Τρικούπη. Οχι γιατί δεν αγαπούν ακόμη τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά γιατί περισσότερο από αυτόν αγαπούν τον λαϊκισμό. Είχα υποστηρίξει εδώ στο «Βήμα» σε άρθρο με τίτλο «ΚΙΝΑΛ-ΠαΣοΚ: ευθανασία με την ευγενή χορηγία του ΣΥΡΙΖΑ» (31-03-2019) πως η εμμονή στο ΚΙΝΑΛ-ΠαΣοΚ θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο αν χορηγός της ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός θα ήταν ο κερδισμένος από αυτή την εμμονή. Δυστυχώς οι εκλογές του Ιουλίου έδειξαν πως μάλλον είχα δίκιο. Οι «μη προνομιούχοι» του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και «οι πολλοί» του Τσίπρα σήμερα αποτελούν την ίδια τροφοδοτούμενη από τον κρατισμό και τις πελατειακές σχέσεις δεξαμενή, η οποία και κράτησε το ΠαΣοΚ το 1989 και τον ΣΥΡΙΖΑ τριάντα χρόνια αργότερα.

Το ΠαΣοΚ όμως απέδειξε περίτρανα στην περίοδο 1996-2004, με καθυστερήσεις το 2009-2011 και με σωτήρια συνέπεια το 2012-2014, πως δεν ανάγεται μόνο σε ό,τι του ζητούσε η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του. Το «όλο» ΠαΣοΚ, εκούσια και ακούσια, εξέφρασε την προσπάθεια ενός ασθματικού αστισμού να ανασάνει χρησιμοποιώντας μεν τον αναπνευστήρα του κρατισμού, αλλά και τοποθετώντας τη χώρα στον πυρήνα της Ευρώπης την οκταετία του εκσυγχρονισμού και διαφυλάσσοντας αυτή την τοποθέτηση το 2009-2014. Βεβαίως ποτέ δεν έγινε ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα – παρά τη βούληση του Κώστα Σημίτη και του αείμνηστου Νίκου Θέμελη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, ταυτίζεται με αυτό που θέλουν απ’ αυτόν οι ψηφοφόροι του. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του, είτε προέρχονται από τον δημόσιο χώρο είτε από δίκτυα ιδιωτικών συμφερόντων, ζητεί πελατειακή προστασία, κρατικές εργολαβίες και διορισμούς. Η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αναπροσαρμόσει τον ΣΥΡΙΖΑ στους ψηφοφόρους του δεν αποσκοπεί στον εκσοσιαλδημοκρατισμό του, αλλά στον εναρμονισμό του με τις κρατικιστικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων του, κόντρα στις αντιλήψεις, για παράδειγμα, ενός πολύ σοβαρού και μορφωμένου στελέχους του (ακόμη και χωρίς πτυχίου που απαιτεί ο κοινωνικός αυτοματισμός) όπως είναι ο Νίκος Φίλης.

Η προσπάθεια του «Κινήματος» να επαναφέρει στο σπίτι τους παλιούς «μη προνομιούχους» (γυρίζουμε σπίτι) ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Το ΚΙΝΑΛ ως διεκδικητής της κληρονομιάς του Ανδρέα Παπανδρέου είναι αδιάφορο για αυτούς. Αυτό πείθει, μερικώς, μόνο τα προστατευόμενα ήδη από την ευρωπαϊκή πολιτική αγροτικά στρώματα και τους συνταξιούχους (10% και 12% αντίστοιχα σε αγρότες και συνταξιούχους). Ελεύθεροι επαγγελματίες και μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, με 7% και οι δύο, του δίνουν ποσοστά κάτω από τον μέσο όρο του. Ενώ στους ανέργους και τους φοιτητές λαμβάνει μόνο 4%. Δεν πείθει δηλαδή ούτε τα δυναμικά στρώματα ούτε το «πρεκαριάτο».

Το Κίνημα Αλλαγής δεν διάβασε ποτέ το τι θέλει η κοινωνία. Δεν διέγνωσε τους κινδύνους από την επιστροφή του συντηρητισμού και του κοινωνικού αυτοματισμού σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Με το πρόσχημα της απαραίτητης και αναγκαίας αξιοκρατίας αναδείχθηκαν αντιλήψεις περί των «αξίων» κατά των «κρατικών χαραμοφάηδων». Ούτε όμως είδε και ένα άλλο τμήμα της κοινωνίας που δεν συγκινείται από τα «εικονίσματα» του Ανδρέα Παπανδρέου, της Μελίνας Μερκούρη και του Γιώργου Γεννηματά, ούτε από τους «ήλιους». Ενδιαφέρεται κάποιος να το προστατέψει από το κακό «των αγορών» και του «νεοφιλελευθερισμού». Δεν είδε όμως και μια τρίτη ομάδα που είναι όλοι όσοι επιδιώκουν μια συμμαχία της δυναμικής Ελλάδας με τα ασθενέστερα στρώματα στη βάση της συμπόρευσης ενός κράτους κοινωνικών υπηρεσιών με την παραγωγική και εξαγωγική επιχειρηματικότητα και την εργασία.

Το Κίνημα Αλλαγής καλείται να διαλέξει. ‘Η να ξαναγίνει σκέτο ΠαΣοΚ για να διατηρήσει απλά αυτό το 8% (με φθίνουσα βεβαίως πορεία) που το ψηφίζει μόνο και μόνο ως το φάντασμα της 3ης Σεπτέμβρη και του Ανδρέα. ΄Η να ξεκινήσει από αυτό, υπερβαίνοντάς το, μια πορεία διαμόρφωσης νέου κόμματος, με νέο όνομα και νέα ηγεσία. Πιθανό κοινό του – εδώ χρειάζεται ειδική έρευνα – να είναι πολλοί «κεντροαριστεροί» που ψήφισαν Μητσοτάκη μόνο για να φύγει ο Τσίπρας, «κεντροαριστεροί» που έχουν σταματήσει να ψηφίζουν και νέοι που αναζητούν κάτι πέρα από τις κοινοτοπίες περί «αυτονομίας από τον νεοφιλελευθερισμό και τον λαϊκισμό».

Αν υπάρχει έδαφος, και πιστεύω πως υπάρχει για νέο κόμμα, αυτό χρειάζεται να ξεπεράσει όλες αυτές τις ρηχές αναγνώσεις της ελληνικής κοινωνίας, να έχει συλλογικά όργανα υπερψήφισης ή καταψήφισης των ηγετικών προτάσεων, να συνομιλεί δημοκρατικά με τα μέλη και τους φίλους του, να είναι κόμμα μελών και όχι κόμμα καρτέλ ή κόμμα ακολούθων. Μόνο τότε θα μπορέσει να γίνει αποστολέας μιας σοσιαλδημοκρατικής Διακήρυξης στους έλληνες πολίτες.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το νέο βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» κυκλοφορεί στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.