Aρχικά θα σας εκμυστηρευθώ μια συνήθειά μου από αυτές που θεωρώ ψυχοθεραπευτικές. Από την πρώτη χρονιά της κρίσης άρχισα να διαβάζω το εξαιρετικό ένθετο των οικονομικών ειδήσεων της εφημερίδας καλοκαιριάτικα στην παραλία. Δεν θυμάμαι πώς ξεκίνησε αυτή η συνήθεια, αλλά με τον καιρό αποδείχθηκε λυτρωτική. Το καλοκαίρι συνήθως δεν υπάρχουν οικονομικές ειδήσεις: στο ένθετο δημοσιεύονται συνήθως απολογισμοί και κυρίως προβλέψεις. Στα χρόνια της κρίσης και τα δύο προκαλούσαν μόνο φόβους. Οι απολογισμοί ήταν συνήθως καταστροφικοί: είχαν να κάνουν με ζημιές, κλείσιμο επιχειρήσεων, μειώσεις του αριθμού των εργαζομένων και απαισιοδοξία. Οι προβλέψεις ήταν ακόμα χειρότερες: αναφέρονταν στην ύφεση που θα βαθύνει, στους φόρους που θα επιβληθούν, στους στόχους που θα χαθούν, στις αξιολογήσεις που δεν θα κλείσουν, στην ανησυχία που θα μεγαλώσει.

Ολα αυτά διαπίστωσα ότι αντέχονταν ευκολότερα μπροστά στη θάλασσα: το σκηνικό του Αιγαίου τα έκανε λιγότερο φρικτά – σχεδόν μη πραγματικά. Το ήξερα ότι τον χειμώνα κάθε δυσοίωνη πρόβλεψη θα επιβεβαιωνόταν, αλλά στην παραλία ένιωθα ότι μπορεί όλα αυτά να μη συμβούν, αφού έμοιαζαν εντελώς ασύμβατα με την καλοκαιρινή μας πραγματικότητα. Σε μια παραλία διάβασα και την εφιαλτική οικονομική είδηση της χρονιάς: μία από τις τόσες ευρωπαϊκές επιτροπές, λέει, πιέζει για να επιβληθούν ειδικοί φόροι στο τσίπουρο και στη ρακή. Παραλείψαμε, λέει, να τα δηλώσουμε ως εθνικά προϊόντα, πράγμα που θα τους εξασφάλιζε ένα είδος φορολογικής ασυλίας, σαν αυτή που έχει το ούζο. Το αποτέλεσμα, λέει, είναι ότι αντιμετωπίζονται ως αλκοολούχα ποτά, όπως το τζιν, το ουίσκι, η βότκα που κυκλοφορούν παγκοσμίως. Στο ρεπορτάζ μιλούσαν ένας παραγωγός ρακής και ένας παραγωγός τσίπουρου: και οι δύο συμφωνούσαν ότι αν ισχύσουν όλα αυτά, η τιμή των συγκεκριμένων ποτών θα εκτιναχθεί και το ύψος της φορολογίας θα οδηγήσει σε κλείσιμο πολλές επιχειρήσεις. Και εμάς τους λάτρεις των συγκεκριμένων απολαύσεων πιθανότατα στην κατάθλιψη.

Δεν ξέρω τι θα γίνει με τα πλεονάσματα, αλλά η μεγάλη μάχη στις Βρυξέλλες πρέπει αρχικά να δοθεί για την εθνική μας ανεξαρτησία, δηλαδή για την κατοχύρωση της ρακής και του τσίπουρου όχι απλώς ως εθνικών ποτών αλλά ως ποτών υποχρεωτικής κατανάλωσης και από όποιον επισκέπτεται τη χώρα και θέλει να της δείξει έναν ελάχιστο σεβασμό. Δεν μιλάω για μάχες χαρακωμάτων σαν αυτές που θα δίναμε υπό τους ήχους των νταουλιών τα οποία θα έκαναν τις αγορές να χορεύουν αλλά για μάχες σαν αυτές που έδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος και εκπολίτισε τους βαρβάρους: οι ξένοι, δανειστές και λοιποί εχθροί, πρέπει μέσω της διαδικασίας ανακάλυψης της ρακής, του τσίπουρου και της αναγκαιότητας της παρουσίας τους στο ελληνικό καλοκαίρι (και όχι μόνο…) επιτέλους να μας καταλάβουν. Κάναμε ένα λάθος και δεν δηλώσαμε τα ποτά – ούτε το πρώτο μας είναι ούτε το τελευταίο. Αλλά τα ποτά παραμένουν δικά μας, γιατί αλλού δεν τα βρίσκεις, και αυτό πρέπει να τους το δώσουμε να το καταλάβουν. Πείθοντάς τους, απαραίτητα, να πιούνε μια ρακή ή ένα τσίπουρο στην υγεία μας: για το καλό τους θα είναι.

Η καλή διπλωματία είναι αυτή που εκμεταλλεύεται τις αντιπαραθέσεις και φροντίζει, όταν αυτές γεφυρώνονται, να προκύπτει όχι απλώς ένα είδος συμβιβασμού αλλά η αρχή μιας αληθινής φιλίας. Οσοι αυτάρεσκα χαιρόμαστε για τη μοναδικότητα της φυλής μας και την εξαιρετικότητά μας οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι είμαστε και κομμάτι δύσκολες περιπτώσεις στα μάτια των ξένων. Λέγεται ότι όταν κάποτε ο Μάικλ Δουκάκης έφθασε κοντά στο να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, ο αντίπαλός του, ο Τζορτζ Μπους ο γηραιότερος, χρησιμοποίησε τα πιο βρώμικα τρικ που έχουν υπάρξει σε πολιτική καμπάνια και τελικά τον κέρδισε. Ενα από αυτά ήταν να στέλνει ρεπόρτερ με ικανότητα στον κιτρινισμό να καταγράφουν λεπτομέρειες από γιορτές της ελληνικής ομογένειας και να παρουσιάζουν το εκεί ελληνικό στοιχείο ως ανθρώπους ιδιόρρυθμους, με απερίγραπτα μουσικά γούστα και τρομακτικές γαστρονομικές συνήθειες: όταν κάποτε οι τύποι παρουσίασαν το κοκορέτσι ως παραδοσιακό ελληνικό πιάτο με άντερα, συκώτια, γλυκάδια και μπαχαρικά, κάμποσοι Αμερικανοί τρόμαξαν – αν είχαν τη δυνατότητα να το δοκιμάσουν, θα καταλάβαιναν ότι οι Ελληνες είναι καλοφαγάδες.

Η επικείμενη μάχη για τη ρακή και το τσίπουρο είναι μια ευκαιρία για τη χώρα να κάνει κατανοητή την ιδιαιτερότητα του γούστου της: μπορεί καμιά φορά να αποφεύγουμε να δείξουμε στους ξένους ποιοι είμαστε αλλά δεν χρειάζεται να φοβηθούμε να δείξουμε τι πίνουμε. Αλλωστε, το δίκιο είναι με το μέρος μας. Πίνει κάποιος στη Γη ουίσκι σε ποτήρι μικρότερο από αυτό που χρησιμοποιείται στα μπαρ για σφηνάκια με συνοδεία νερού; Σερβίρεται κάπου στον κόσμο η βότκα με γυαλιστερές και σαρδέλα; Ρίχνει κανείς στο τζιν νερό για να δει αν θα ασπρίσει; Υπάρχουν κάπου στη Γη «ουισκάδικα», αντίστοιχα με τα τσιπουράδικα του Βόλου π.χ.; Φώναξε ποτέ κάποιος σε μια παρέα που πίνουν όλοι τζιν «βάλε από ένα»; Υπάρχουν μαντινάδες γραμμένες για τη βότκα πορτοκάλι; Φέρνουν σε κάποιο μέρος του κόσμου έναν ντάκο για να πιεις ένα ουίσκι; Πουθενά δεν συμβαίνουν αυτά. Η ρακή και το τσίπουρο έχουν το δικό τους τελετουργικό κατανάλωσης, που δεν έχει καμία σχέση με τα αλκοολούχα ποτά των Ευρωπαίων. Σε τελική ανάλυση, κανείς από τους παραγωγούς τους, είτε βρίσκεται στη Γλασκώβη είτε στο Βλαδιβοστόκ, δεν έχει προβληματιστεί για το αν θα κάνει κάτι με ή χωρίς γλυκάνισο – πράγμα που παλιά νόμιζα ότι ήταν κάποιο είδος άγριου ζώου το οποίο οι τσιπουροκατασκευαστές κυνηγούσαν μετά τα πρώτα τσουγκρίσματα των ποτηριών.

Η χώρα έχει περάσει πολλά: δεν αντέχει να χάσει και τη ρακή και το τσίπουρο. Αν και αυτό οι Ευρωπαίοι δεν το καταλαβαίνουν, μπορούμε να απευθυνθούμε στον ΟΗΕ και να ζητήσουμε βοήθεια στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που θα δημιουργήσει η τσιπουροαπαγόρευση – που θα ‘ναι χειρότερη και από την αμερικανική ποτοαπαγόρευση. Οι Κρητικοί την «απαγόρευση» της ρακής δεν θα τη δεχθούν: το θεωρώ δεδομένο ότι θα κηρύξουν τον πόλεμο στην ανθρωπότητα ολόκληρη, αν χρειαστεί. Εμείς οι υπόλοιποι θα υποφέρουμε και κανένα ούζο δεν θα μπορέσει ποτέ να απαλύνει τον πόνο μας: άλλωστε, το «όλο ούζο, ούζο, ούζο, το βαρέθηκα» δεν είναι στίχος – είναι μια μεγάλη αλήθεια.

Αναζητείται πραγματικά μια εθνική διαπραγματευτική ομάδα. Κάποιος που να έχει το θάρρος να πει στους Ευρωπαίους ότι αν δεν αφήσουν ήσυχο τον παραγωγό της ρακής και του τσίπουρου και επιχειρήσουν να τον ταράξουν στην υπερφορολόγηση, θα τους φάει το μαύρο σκοτάδι. Ισως κι αυτό το τέρας, ο γλυκάνισος…

Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑgazino της Κυριακής 25 Αυγούστου.