Την περασμένη άνοιξη συμπληρώθηκαν 28 χρόνια από τότε που στον γαλλικό Τύπο διατυπώνονταν με πηχυαίους τίτλους ερωτήματα του είδους: Τέλος των διανοουμένων; Την εκστρατεία εκείνη την άρχισε ο γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Μπερνάρ Ανρί Λεβί.

Την ίδια περίοδο, ειρωνευόμενη τις ναρκισσιστικές πόζες του στην τηλεόραση, η Αλεξάνδρα Τατλ της Wall Street Journal σε άρθρο της με τίτλο «Ο Θεός πέθανε αλλά τα μαλλιά μου είναι άψογα» απαντούσε στο παραπάνω ερώτημα με ένα άλλο: «Το πρόσεξε κανείς;».

Θυμήθηκα αυτό το μπαγιάτικο πλέον ερώτημα την περασμένη εβδομάδα που συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Τέοντορ Αντόρνο, ενός πραγματικού διανοουμένου και ταυτοχρόνως παθιασμένου υπερασπιστή του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Και αναπόφευκτα, τα θλιβερά περιστατικά (για να το πούμε επιεικώς) τα οποία συνέβησαν τη χρονιά του θανάτου του στο Ιδρυμα Κοινωνικών Ερευνών, που είχε ιδρύσει ο ίδιος και στεγαζόταν στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης:

Μια ομάδα φοιτητών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κατέλαβε το Ιδρυμα, όπου βρισκόταν και το γραφείο του Αντόρνο. Εκείνος τότε κάλεσε την αστυνομία. Ανάμεσα στους ριζοσπάστες και ακροαριστερούς φοιτητές προκλήθηκε σάλος. Πώς ήταν δυνατόν ένας διανοούμενος που έγραψε τόσα και τόσα εναντίον του φασισμού να συντάσσεται με τις Αρχές και να καταφεύγει στις δυνάμεις καταστολής; Η άποψη του Αντόρνο όμως ήταν διαφορετική: η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της έκφρασης παύουν να υφίστανται όταν καταρρακώνονται οι θεσμοί που τις διασφαλίζουν.

Η ιστορία δεν σταμάτησε εδώ. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς ο Αντόρνο θα έδινε μια σειρά διαλέξεις με τον τίτλο Εισαγωγή στη διαλεκτική σκέψη. Προτού αρχίσει να μιλάει στην πρώτη προγραμματισμένη διάλεξη, δύο σπουδαστές τον πλησίασαν και απαίτησαν να κάνει δημοσίως αυτοκριτική. Αμέσως πήγαν κοντά και τρεις φοιτήτριες που, αφού τον έραναν με πέταλα λουλουδιών, γύμνωσαν τα στήθη τους. Ο φιλόσοφος αποχώρησε αμέσως και οι φοιτητές πέταξαν φέιγ βολάν που έγραφαν: «Ο Αντόρνο ως θεσμός έχει πεθάνει».

Ο Αντόρνο θα πέθαινε την ίδια χρονιά, όμως το τεράστιο θεσμικό και συγγραφικό του έργο δεν θα χανόταν. Αργότερα ο φιλόσοφος σε συνέντευξή του στο περιοδικό Spiegel είπε πως επρόκειτο για πολιτικό θέατρο που στόχευε στο να τον χαρακτηρίσουν πολιτισμικά συντηρητικό – ποιον; Αυτόν που δημοσίως είχε εκφραστεί υπέρ της σεξουαλικής ελευθερίας και εναντίον των όποιων ταμπού όσον αφορά την ερωτική συμπεριφορά.

Τον Ιούνιο της ίδια χρονιάς ο φιλόσοφος προσπάθησε ξανά να δώσει εκείνες τις διαλέξεις αλλά νέες διαδηλώσεις τον εμπόδισαν. Αρχισε να βλέπει εφιάλτες στον ύπνο του με χαρακτηριστικότερο εκείνον όπου ο «αρχηγός» των φοιτητών ονόματι Χανς Γιούργκεν Κραλ τον πλησίαζε και του έβαζε ένα μαχαίρι στον λαιμό.

Ποιος θα ανέφερε σήμερα τον εν λόγω Χανς Γιούργκεν Κραλ αν δεν υπήρχε ο Αντόρνο; Αλλά όταν βρίσκεται κανείς μπροστά στο τεράστιο έργο του, που συνοδεύτηκε και από μια παραδειγματική ζωή, τέτοια περιστατικά δεν είναι μόνο θλιβερά. Είναι και γελοία. Εκείνοι οι σπουδαστές δεν σεβάστηκαν όχι μόνο το έργο αλλά και το προσωπικό παράδειγμα του φιλοσόφου που μαζί με άλλους καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοουμένους κατέφυγε στις ΗΠΑ μετά την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία. Εργο πρωτοποριακό για την ευρωπαϊκή σκέψη που επηρέασε τη μεταπολεμική κουλτούρα πολύ βαθύτερα από το αντίστοιχο, ας πούμε, του θορυβοποιού Σαρτρ.

Ο Αντόρνο ανέδειξε τη σημασία της υψηλής κουλτούρας, που είναι ουσία και κληρονομιά της Ευρώπης. Υπήρξε κατεδαφιστικός γράφοντας εναντίον της μαζικής κουλτούρας που προερχόταν από το Χόλιγουντ στο βασικό του έργο που έγραψε μαζί με τον Χορκχάιμερ, τη Διαλεκτική του διαφωτισμού, από το 1944, πολύ προτού αρχίσουν οι επίγονοι να ασχολούνται με το θέμα. Και μπορεί μεν να υπήρξε εξοργιστικά αρνητικός έναντι της τζαζ, όμως ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τα θαυμάσια κείμενά του για την κλασική μουσική που την είχε σπουδάσει δίπλα στον Αλμπαν Μπεργκ.

Ηθική και αισθητική

Ηταν ο πρώτος που έστησε μια γέφυρα ανάμεσα στην κοινωνιολογία και την αισθητική και έδωσε στη σκέψη και τη φιλοσοφική διατύπωση βιωματικό χαρακτήρα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα Minima moralia, κορυφαίο επίτευγμα του δοκιμιακού λόγου στον αιώνα που μας πέρασε.

Πως θα ήταν το μνημειώδες μυθιστόρημα Δόκτωρ Φάουστους του Τόμας Μαν, αν ο συγγραφέας δεν απευθυνόταν στον Αντόρνο προκειμένου ο τελευταίος να τον μυήσει στα μυστικά της δωδεκαφθογγικής μουσικής και στο έργο του Σένμπεργκ;

Ποιος άλλος συνέδεσε την αισθητική με την ηθική και την αντίστοιχη συμπεριφορά με το ίδιο πάθος και την ίδια πειστικότητα; Ποιος μίλησε με την ίδια πειστικότητα εναντίον της εμπορευματοποίησης της κουλτούρας; Η ηθική και η αισθητική δεν είναι εμπορεύματα. Η εμπορευματοποίησή τους οδηγεί στον κομφορμισμό – και κατά συνέπεια στην ανελευθερία. Αν ο Αντόρνο επιτίθεται στη μαζική κουλτούρα το κάνει διότι η πολιτιστική βιομηχανία δεν είναι μόνο μια μορφή εκβαρβαρισμού αλλά και διότι καταρρακώνει τις ιδέες του Διαφωτισμού – άρα και της δημοκρατίας – που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη.

Το μείζον βιβλίο του Minima moralia είναι ένα έργο περίπλοκο που συντίθεται από ψηφίδες ημερολογιακών, κατ’ ουσία, εγγραφών, όπου μέσω των ατελεύτητων αποχρώσεών τους αποθεώνεται η διαλεκτική στο πολιτισμικό πεδίο. Ο Αντόρνο γεφυρώνει το παλαιό χάσμα από τον καιρό ακόμη του Πλάτωνα ανάμεσα στην ποίηση και τη φιλοσοφία ανοίγοντας το πεδίο για την ανάπτυξη της λεγόμενης «θεωρίας» – και βέβαια δεν είναι αυτός υπεύθυνος για τις καταχρήσεις των επιγόνων. Στον ίδιον οφείλεται επιπλέον η άποψη πως «η ιδέα περί ηθικής ανωτερότητας των διανοουμένων είναι πολύ επικίνδυνη».

Αρνητική διαλεκτική

Λέμε συνήθως πως για να είναι πειστικό ένα μυθιστόρημα θα πρέπει να μας δίνει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας του μας λέει την αλήθεια. Ο Αντόρνο το λέει καλύτερα: «Η τέχνη είναι μαγεία απαλλαγμένη από το ψέμα ότι είναι αλήθεια». Δεν πρόκειται για σόφισμα αλλά για μιαν άλλου είδους διαλεκτική, για μια αρνητική διαλεκτική όπως υποδεικνύει ο τίτλος και το περιεχόμενο ενός από τα σημαντικότερα -και δυσκολότερα – βιβλία του.

Τα βιβλία του Αντόρνο δεν διαβάζονται εύκολα από τον μέσο αναγνώστη. Προϋποθέτουν άριστη γνώση της ευρωπαϊκής κατ’ εξοχήν κουλτούρας αλλά και της φιλοσοφίας και της σχετικής ορολογίας. Το πιο βατό είναι η Διαλεκτική του διαφωτισμού που το έγραψε μαζί με τον Μαρξ Χορκχάιμερ, όμως το δυσκολότερο, ενδεχομένως, είναι η Αρνητική διαλεκτική. Η αρνητικότητα συνιστά βασικό γνώρισμα της σκέψης του Αντόρνο. Και είναι συναρπαστικός ο τρόπος που την εισάγει στην τέχνη, το αρνητικό περιεχόμενο της οποίας λειτουργεί ως αντίδοτο στον κομφορμισμό της αστικής κοινωνίας. Διόλου τυχαίο επομένως που στους αγαπημένους του συγγραφείς περιλαμβάνονταν αναστήματα όπως του Προυστ, του Κάφκα, του Μπέκετ και του Καμί, που στο έργο των τριών τελευταίων τουλάχιστον το αρνητικό περιεχόμενο κυριαρχεί.

Κριτική και υψηλή κουλτούρα

Οι ύμνοι του για την υψηλή κουλτούρα και τα καυστικά του σχόλια εναντίον της μαζικής αντίστοιχης από τη δεκαετία του 1970 κυρίως και εξής θεωρήθηκαν «ελιτίστικες» προκαταλήψεις. Δεν ήταν και πολύ «δημοκρατικό» να απαιτεί κανείς από τους θεατές και τους αναγνώστες τόσο υψηλό επίπεδο για να απολαμβάνουν τα έργα τέχνης.

Πόσο δίκιο είχε ο Αντόρνο και κατά πόσο έχει διαψευσθεί από τα όσα μεσολάβησαν μετά τον θάνατό του; Οι αναδρομικές κρίσεις επί του  προκειμένου έχουν περιορισμένη σημασία. Ωστόσο, η προειδοποίησή του ότι η κουλτούρα της κατάφασης μπορεί να λειτουργήσει ως εκκολαπτήριο ενός νέου φασισμού έχει ανατριχιαστικό περιεχόμενο, αν μάλιστα την προεκτείνει κανείς σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού. Χάνοντας το άτομο την ικανότητά του να κρίνει, χάνει και τον τρόπο να σκέπτεται. Πέραν όμως αυτού και η ίδια του η φαντασία δέχεται ανεπανόρθωτο πλήγμα – και έτσι είναι αδύνατον να αναχθεί στο ανώτατο ανθρώπινο επίπεδο που το ορίζει η «ουτοπία της γνώσης».

Και το άτομο αλλά και η κοινότητα δεν πρέπει να απεμπολήσουν έναντι οποιουδήποτε τιμήματος το προνόμιο της κριτικής. Και δεν πρέπει να ξεχνούν. Γι’ αυτό και επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ μετά το τέλος του πολέμου πρωτοστάτησε ώστε να σταθούν αντιμέτωποι οι Γερμανοί στο ναζιστικό παρελθόν τους και το Αουσβιτς να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Ασκησε άγρια πολεμική στην άποψη ότι τα εγκλήματα του ναζισμού θα έπρεπε να τα αφήσουν οι συμπατριώτες του στην άκρη (για να συνέλθουν, να γίνουν ένας σώφρων λαός και να κοιτάξουν τι θα κάνουν στο μέλλον, όπως υποστήριξε αργότερα ο μαθητής του Χάιντεγκερ Ερνστ Νόλτε προκαλώντας την μήνιν τόσο εντός όσο κι εκτός Γερμανίας).

Εναντίον του Χάιντεγκερ

Ο Αντόρνο επιτέθηκε και εναντίον των υπαρξιστών γιατί, όπως υποστήριζε, σε έναν αιώνα καταστροφών ουδείς βρίσκεται στο απυρόβλητο, συμπεριλαμβανομένων και των φιλοσόφων (κυρίως του Μάρτιν Χάιντεγκερ, το έργο του οποίου πολλοί προσπάθησαν να το απομονώσουν από το ότι υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος).

Ο Νόλτε είπε χρόνια μετά τον θάνατο του Αντόρνο πως ο Χάιντεγκερ ήταν ένας συνηθισμένος ναζιστής, ενώ ο Στάινερ πως στην ουσία υπήρξε θεολόγος με φιλοσοφικό μανδύα. Ο Αντόρνο όμως πάει πολύ πιο μακριά: Οι καταστροφές του 20ού αιώνα, υποστηρίζει, άνοιξαν  αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εμπειρία και τη μεταφυσική. Καθήκον μας επομένως είναι να αντιτάξουμε την κριτική στην πίστη – και άρα η φιλοσοφία να στραφεί στην κοινωνία.

Αρκετά από τα βιβλία του Τέοντορ Αντόρνο κυκλοφορούν και στα ελληνικά και το έργο του έχει μελετηθεί από εξέχοντα μέλη της ακαδημαϊκής μας κοινότητας. Η φιλοσοφία δεν απασχολεί παρά ένα ελάχιστο τμήμα του αναγνωστικού κοινού. Αλλά το έργο αυτής της μεγάλης φυσιογνωμίας του ευρωπαϊκού πνεύματος αξίζει να το διαβάσει, έστω και δύσκολα, έστω και με ένα λεξικό δίπλα του. Θα καταλάβει καλύτερα – και σε βάθος – τον κόσμο στον οποίο ζούμε.