Τις τελευταίες εβδομάδες επικρατεί ένα νοσηρό κλίμα εντός και εκτός του ελληνικού Κοινοβουλίου: βουλευτές κατηγορούν άλλους βουλευτές για «συναλλαγές» και εν γένει για αθέμιτες πολιτικές πρακτικές. Επίσης, μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας αυτονομούνται από τις κοινοβουλευτικές τους ομάδες και διαγράφονται από αυτές με συνοπτικές διαδικασίες. Η πολιτική αδρεναλίνη βρίσκεται στα ύψη και το στρες που προκαλείται είναι ανάμεικτο με το αίσθημα του φόβου για την επόμενη μέρα, το οποίο κατακλύζει τους δρώντες σε επίπεδο κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και τους κάνει να αναρωτιούνται τι πρέπει να κάνουν και ποια η στάση που χρειάζεται να κρατήσουν απέναντι στο κεντρικό θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης (συμφωνία των Πρεσπών) για να διασφαλίσουν την παρουσία τους, να συντηρήσουν ή και να βελτιώσουν τη θέση τους στη «μεταμνημονιακή» Βουλή που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές.

Το ότι η εικόνα της Βουλής στα μάτια της κοινής γνώμης είναι αρνητική, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το αντιληφθεί: κόμματα και πολιτικοί βρίσκονται στη δίνη μιας πολιτικής παλίρροιας, καθώς καλούνται να διαχειριστούν αφενός ένα ζήτημα ιδιαίτερης πολιτικής βαρύτητας (απόφαση για το ονοματολογικό όσον αφορά τη FYROM) και αφετέρου τη σχέση τους με το εκλογικό σώμα και τη θέση τους στο σύστημα της διακυβέρνησης.

Αναφορικά με τις παραπάνω τρεις πολιτικές επιδιώξεις, στην πολιτική επιστήμη γίνεται λόγος για τις «ιδεοθηρικές» (policy-seeking), «ψηφοθηρικές» (vote-seeking) και «εξουσιοθηρικές» (power-seeking) επιλογές που κόμματα και πολιτικοί καλούνται να συνταιριάξουν (απόδοση στα ελληνικά: Γ. Κωνσταντινίδης). Στην παρούσα συγκυρία είναι προφανές ότι σε σχέση με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου και την πολιτική ελίτ της χώρας αυτό που διαφέρει είναι ο επιχειρούμενος τρόπος σύνθεσης αυτών των τριών επιλογών. Τουλάχιστον για τα κόμματα, κανένα δεν είναι πρωτίστως «ιδεοθηρικό» και διαθέσιμο να προτάξει την απόφαση για τη συμφωνία των Πρεσπών θυσιάζοντας την απήχησή του στο εκλογικό σώμα.

Η κυβέρνηση, που θέλει να προβάλει την «ιδεοθηρική» της στάση, δεν μας έχει εξηγήσει ωστόσο πώς ένα ζήτημα κομβικής σημασίας για την ίδια, για το οποίο ισχυρίζεται ότι ήταν αποφασισμένη να μην κάνει πίσω, το άφησε εκτός της συμφωνίας με τον κομματικό της εταίρο (ΑΝΕΛ), με κίνδυνο να τινάξει στον αέρα την ίδια τη συμφωνία. Επίσης, η κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει γιατί ενώ δεν διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την υπερψήφιση της συμφωνίας, δεν προσπάθησε έγκαιρα να δημιουργήσει συνθήκες κομματικής συναίνεσης για το εν λόγω διακύβευμα.

Ούτε όμως και η αντιπολίτευση πείθει ότι και η δική της αφετηρία είναι αυστηρά «ιδεοθηρική»: η μεν αξιωματική αντιπολίτευση είναι προφανές ότι προτάσσει τις «εξουσιοθηρικές» της επιδιώξεις και ότι θα μετρήσει τόσο τις διαθέσεις της κοινής γνώμης σε σχέση με την επιδιωκόμενη συμφωνία, όσο και τις δυνατότητες που της προσφέρονται να υπονομεύσει την κυβέρνηση διευκολύνοντας τη δική της άνοδο στην εξουσία. Μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση να προβάλλει συγκεκριμένους λόγους που αφορούν το περιεχόμενο της συμφωνίας των Πρεσπών προκειμένου να δικαιολογήσει την αρνητική στάση της στο ζήτημα, όμως αντιφάσεις σε σχέση με προηγούμενες τοποθετήσεις της και ο διπλός λόγος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δημιουργούν έντονες υποψίες για υπερίσχυση του πολιτικού τακτικισμού στη συμπεριφορά της.

Για τα μικρότερα κόμματα, που στον άξονα Αριστερά – Δεξιά τοποθετούνται μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι), τα πράγματα είναι δυσκολότερα: από τη σκοπιά της αναζήτησης ψηφοφόρων θα έχει συνέπειες όποια στάση και αν κρατήσουν σε σχέση με τη συμφωνία, γι’ αυτό και αν κάτι θα ήταν καλύτερο να κάνουν είναι να μην αναλώσουν πολιτικό κεφάλαιο θολώνοντας την ιδεολογική τους ταυτότητα. Σε συνθήκες πόλωσης τα μικρότερα κόμματα συμπιέζονται, ενώ η επιβίωσή τους εξαρτάται από την ικανότητά τους να εμφανιστούν υπεύθυνα σε μια συγκυρία που διαθέτει ισχυρές δόσεις τακτικισμού και τοξικού πολιτικού ανταγωνισμού. Το ονοματολογικό υπήρξε εξαρχής μια δοκιμασία για την ελληνική πολιτική σκηνή. Η πρόβλεψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ότι το ζήτημα του ονόματος της FYROM «σε δέκα χρόνια δεν θα το θυμάται κανείς» δεν βγήκε αληθινή. Αυτό συνέβη όχι τόσο γιατί ο Μητσοτάκης έκανε λάθος στην εκτίμησή του όσον αφορά την περιορισμένη σημαντικότητα του ζητήματος στο εκλογικό σώμα, αλλά γιατί δεν υπολόγισε σωστά τον παράγοντα της πολιτικής ελίτ και το γεγονός ότι μια επόμενη σειρά πολιτικών θα φρόντιζε να κρατήσει ζωντανό και να αξιοποιήσει ψηφοθηρικά το συγκεκριμένο διακύβευμα.
Το ζήτημα της στάσης του εκλογικού σώματος σε σχέση με τη συμφωνία των Πρεσπών συζητείται επιδερμικά στην ελληνική δημοσιότητα: ενώ δηλαδή επισημαίνεται η αντίθεση των ψηφοφόρων, με τα 2/3 των ερωτηθέντων σε έρευνες της κοινής γνώμης να εναντιώνονται στην κύρωση της συμφωνίας, δεν έχουν μετρηθεί/δημοσιοποιηθεί δεδομένα που αφορούν τη σημαντικότητα του διακυβεύματος σε σχέση με άλλα τα οποία απασχολούν το εκλογικό σώμα, ούτε γνωρίζουμε ποια κόμματα θεωρούνται πιο αρμόδια να διαχειριστούν το συγκεκριμένο ζήτημα, ούτε αν εξτρεμιστικά νεοναζιστικά μορφώματα (Χρυσή Αυγή) και η Ακροδεξιά συνολικά κερδίζουν σε αναγνώριση αρμοδιότητας από τους εκλογείς για το Μακεδονικό.

Οταν είχε ανακύψει το θέμα με την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, έρευνες που είχαν διεξαχθεί έδειχναν επίσης ισχυρή αντίρρηση με την απόφαση της τότε κυβέρνησης του Κ. Σημίτη να καταργήσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες· έδειχναν όμως και αποστασιοποίηση των εκλογέων από τις υπερβολικές αντιδράσεις της Εκκλησίας. Η τότε κυβέρνηση δεν δείλιασε μπροστά στις ακραίες αντιδράσεις, ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση είχε δείξει ανοχή σε μια γκάμα διαφορετικών και κατά συνείδηση τοποθετήσεων στο θέμα.
Ακόμη κι αν σήμερα η κοινωνία είναι λιγότερο ευέλικτη από όσο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι πολιτικοί ιθύνοντες και όλοι μας εν συνόλω δεν έχουμε να κερδίσουμε επενδύοντας σε εναντιωματικές εκφράσεις και ανασκαλεύοντας εθνικιστικές εμμονές. Ο,τι τυχόν πρόσκαιρα πετύχουμε τώρα θα γκρεμιστεί γρήγορα και θα το πληρώσουμε ακριβά.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.