Την κατηγορηματική αντίθεσή του σε οποιαδήποτε αλλαγή στο άρθρο 3 του Συντάγματος είχε εκφράσει εγγράφως προς τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος το καλοκαίρι του 2017, με δισέλιδη επιστολή του που έφερε σήμερα στη δημοσιότητα ο διαδικτυακός τόπος orthodoxia.info.

Με την επιστολή αυτήν, που στάλθηκε την 1η Αυγούστου 2017, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε φροντίσει να θέσει τον πρωθυπουργό της Ελλάδας ενώπιον των ιστορικών ευθυνών του, καθιστώντας σαφές πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένο να δεχθεί να διαγραφούν από το Σύνταγμα οι αναφορές σε αυτό, στις δικαιοδοσίες του αλλά και στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπογράμμιζε στην εν λόγω επιστολή πως κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την αποξένωση του Πατριαρχείου.

Στην επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη που είχε ως αποδέκτη τον πρωθυπουργό αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κηδόμενοι οφειλετικώς του κύρους του καθ’ ημάς Οικουμενικού Θρόνου και διασκεφθέντες επί των συνεπειών τας οποίας ασφαλώς θα έχη ενδεχομένη τοιαύτη ενέργεια διά την εν τω μέλλοντι υπόστασιν του Θεσμού, Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ, επισημαίνομεν και υπογραμμίζομεν εντόνως ότι διά της προτεινομένης ριζικής αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος, πλέον δε συγκεκριμένως της διαγραφής τόσον της παραγράφου 2 αυτού, προβλεπούσης ότι «το εκκλησιαστικόν καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου», όσον και της αναφοράς εις την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Πράξιν της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, συντελείται, από πλευράς πολιτειακής, αποξένωσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου από της εν Ελλάδι κανονικής δικαιοδοσίας αυτού, ήτοι της ημιαυτονόμου Εκκλησίας Κρήτης, των εν Δωδεκανήσω Ιερών Μητροπόλεων, των εν Ελλάδι Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών και λοιπής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας αυτού, ως και των Μητροπόλεων των λεγομένων εξ ιστορικών λόγων «Νέων Χωρών»» γράφει χαρακτηριστικά στον πρωθυπουργό ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Η επιστολή, που είναι γραμμένη σε έντονο ύφος, υπενθυμίζει στον πρωθυπουργό τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ιστορία της Ελλάδας:

«Η Αγιωτάτη Οικουμενική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η Μήτηρ και κιβωτός του ημετέρου ευσεβούς Γένους, η διασώσασα την ταυτότητα και ενότητα αυτού κατά την διάρκειαν των αιώνων, και δη εις καιρούς δι’ αυτό δυσχειμέρους, περί των οποίων πάντων μαρτυρεί η διαχρονική συνείδησις του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού και η αντικειμενική ιστορική καταγραφή, ευρίσκεται εις την ουχί ευχάριστον θέσιν της αποστολής του μετά χείρας Πατριαρχικού ημών Γράμματος προς την Υμετέραν αγαπητην Εξοχότητα κύριε Πρωθυπουργέ…» ξεκινά η επιστολή στην οποία αναφέρεται με νόημα πως το Πατριαρχείο ενημερώθηκε για τις προθέσεις της Κυβέρνησης για το θέμα… μέσω δημοσιευμάτων.

Σε αντίθεση με τα όσα διακινούνταν το τελευταίο διάστημα σχετικά με «επιθυμία» του Οικουμενικού Πατριάρχη για απαλοιφή της αναφοράς στην Πράξη του 1928 ή ακόμη και σε πλήρη διαγραφή του άρθρου 3, η επιστολή προς τον Πρωθυπουργό αποδεικνύει πως το Πατριαρχείο όχι μόνο δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, αλλά αντιθέτως έσπευσε να τοποθετηθεί έντονα και εμφαντικά υποστηρίζοντας το ακριβώς αντίθετο.

Μάλιστα στην επιστολή αναφέρεται πως κάτι τέτοιο θα επηρεάσει την ευστάθεια της Εκκλησίας στην Ελλάδα, για την οποία ενδιαφέρεται «ως η Μήτηρ και αυτής Εκκλησία, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον».

Στην επιστολή σημειώνεται επίσης πως, εάν καταργηθούν από το Σύνταγμα οι συγκεκριμένες αναφορές, «τίθεται εν αμφιβόλω και ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Ελλάδι (άρθρον 3 παρ. 1 του Συντάγματος) και κατ’ επέκτασιν, και ευρύτερον ως ηγέτιδος της Ορθοδοξίας Εκκλησίας εν τη παγκοσμίω κοινότητι, εμμέσως δε πλην σαφώς και εν τη εν η τούτο εδρεύει χώρα».

Στην επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, ο Οικουμενικός Πατριάρχης καταλήγει πως το Πατριαρχείο, έχοντας πλήρη αίσθηση της ευθύνης του έναντι της Εκκλησίας, του ελληνικού λαού και της ιστορίας, ζητά το σεβασμό «της εκκλησιαστικώς και πολιτειακώς διαχρονικώς κατοχυρωμένης θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας γενικώς, και, ειδικώτερον, του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τω Συντάγματι και τη εννόμω τάξει της Ελλάδος».

Κατά τα φαινόμενα, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε τελικά υπόψη την επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη, αφού στην πρότασή της προς τη Βουλή για την αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν περιλαμβάνονται οι προαναφερθείσες αλλαγές.

Ωστόσο, παραμένει άγνωστο εάν το Πατριαρχείο έμεινε ικανοποιημένο από την τελική διατύπωση του κατατεθέντος κειμένου, αλλά και εάν συμφωνεί με την αναφορά στη θρησκευτική ουδετερότητα της Πολιτείας.