Βαθµολογία

5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: µέτρια, 0: απαράδεκτη

Με την εξαίρεση κάποιων ταινιών Α’ προβολής, το αναδρομικό κινηματογραφικό αφιέρωμα «Pier Paolo Pasolini – Ο μεγάλος αιρετικός» που πραγματοποιείται στη Λαΐδα, το θερινό σινεμά της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, είναι χωρίς αμφιβολία η μόνη σοβαρή πρόταση για κινηματογραφική έξοδο.

Είναι επίσης το πρώτο σημαντικό κινηματογραφικό γεγονός της νέας σεζόν καθώς καλύπτει σχεδόν όλο το σκηνοθετικό έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922-1975), ενός προκλητικού, αιρετικού διανοούμενου, ο οποίος έχει σημάνει τα μέγιστα στον πολιτισμό όχι μόνο της Ιταλίας αλλά και της Ευρώπης γενικότερα.

Οι 15 μεγάλου μήκους ταινίες του που θα προβληθούν είναι οι «Ακατόνε», «Μάμα Ρόμα», «Η οργή του Παζολίνι», «Ερωτικές συναντήσεις», «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», «Ορνια και πουλάκια», «Βασιλιάς Οιδίπους», «Θεώρημα», «Χοιροστάσιο», «Μήδεια», «Σημειώσεις για μια αφρικανική Ορέστεια», «Το Δεκαήμερο», «Οι θρύλοι του Καντέρμπουρι», «Χίλιες και μία νύχτες» και «Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα»), ενώ το πρόγραμμα περιλαμβάνει και δύο μικρού μήκους: «Τυρί», επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας «Ro go pag», και «Τι πράγμα είναι τα σύννεφα;», επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας «Capriccio all’italiana».

Κατά τα άλλα, το πρόγραμμα των νέων ταινιών έχει ως εξής:

«Γλυκιά πατρίδα»

(«Sweet country», Αυστραλία, 2017), του Γουόρικ Θόρντον
Φυλετικός ρατσισμός και μισαλλοδοξία στην Αυστραλία των αρχών του 19ου αιώνα, την εποχή που οι ιθαγενείς Αβορίγινες ταλαιπωρούνταν αφάνταστα από τον λευκό κατακτητή που τους άρπαξε τη χώρα και πέταξε την ελευθερία τους στα σκουπίδια. Οχι όμως και την αξιοπρέπεια κάποιων που ρίσκαραν τη ζωή τους τολμώντας να σηκώσουν κεφάλι μπροστά στην αδικία. Πάνω σε αυτή την προσπάθεια της μειονότητας στηρίζεται η βραβευμένη «Γλυκιά πατρίδα» που απέσπασε το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας. Το πανέμορφο, ηλιόλουστο τοπίο της χώρας έρχεται σε αντιδιαστολή με το κατάμαυρο, παρανοϊκό μίσος των λευκών, στους οποίους όμως ο Θόρντον κάπου διακρίνει τη φωνή της λογικής και της δικαιοσύνης. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, στην οποία πρωταγωνιστούν δύο θαυμάσιοι αυστραλοί ηθοποιοί, βετεράνοι πλέον, ο Μπράιαν Μπράουν και ο Σαμ Νιλ.
Βαθμολογία: 3 ½

«Στις τρεις κορυφές»

(Three peaks, Γερμανία/Ιταλία, 2017), του Γιαν Τσάμπαϊλ
Η δυσκολία δημιουργίας μιας νέας οικογένειας (μητέρα – γιός και νέος σύζυγος) βρίσκεται στην καρδιά αυτής της αξιοπερίεργης ταινίας που κλιμακώνεται στα βουνά όπου το παιδί χάνεται και ο καινούργιος πατέρας προσπαθεί να το βρει. Σίγουρα το θέμα παρουσιάζει ενδιαφέρον, και σε αυτό βοηθά η μινιμαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση του Γιαν Τσάμπαϊλ, ο οποίος αρκείται στα βασικά και μιλάει κυρίως με την εικόνα, χωρίς πολλά λόγια και με μόλις τρία πρόσωπα στη διάθεσή του (Μπερενίς Μπεζό, Αλεξάντερ Φέλινγκ, Αριάν Μοντγκόμερι). Ωστόσο, η ταινία είναι κάπως ακαθόριστη σε σχέση με την ταυτότητά της, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο οικογενειακό δράμα και στο θρίλερ επιβίωσης.
Βαθμολογία: 2 ½

«Τσε, ο επαναστάτης»

(«Che Part 2», ΗΠΑ, 2008), του Στίβεν Σόντερμπεργκ
Το δεύτερο μέρος του έπους που σκηνοθέτησε ο Στίβεν Σόντερμπεργκ για τον αργεντίνο επαναστάτη Τσε Γκεβάρα (Μπενίτσιο ντελ Τόρο) τοποθετείται στη Βολιβία, όπου ο Τσε κλήθηκε να οργανώσει ένα επαναστατικό κίνημα παρόμοιο της Κούβας αλλά δεν πρόλαβε γιατί εν τέλει συνελήφθη και εκτελέστηκε. Ο αμερικανός σκηνοθέτης ενδιαφέρεται για μια μελέτη του υπαρξιακού αδιεξόδου στο οποίο ενδεχομένως να είχε βρεθεί ο ιδεαλιστής Τσε, λαμβάνοντας μέρος σε μια επανάσταση την οποία ίσως θεωρούσε από την αρχή μάταιη και καταδικασμένη σε αποτυχία, ένας Τσε κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, μπουχτισμένος, ένας επαναστάτης επί μισθώσει, ένας κλώνος του εαυτού του, χωρίς κίνητρο ισχυρό όπως είχε συμβεί στην Κούβα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τον βλέπουμε να περιφέρεται μέσα στα δάση της Βολιβίας – νιώθεις άσκοπα. Η ταινία φλυαρεί και επαναλαμβάνεται εξαντλημένη, σαν να μην έχει τίποτε παραπάνω να πει πέραν των όσων ήδη είπε στο πρώτο μέρος.
Βαθμολογία: 3

Η Τζούλιετ γυμνή

(Juliet, naked, ΗΠΑ), του Τζέσι Πέρετζ
Ενας καθηγητής Πανεπιστημίου (Κρις Ο’ Ντόνελ) «κολλημένος» με τη μουσική και τα τραγούδια ενός αμερικανού τραγουδιστή σε παρακμή (Ιθαν Χοκ) προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του (Ρόουζ Μπάιρν) για την αξία του δεύτερου. Οταν εκείνη θα έρθει σε επαφή με τον μουσικό, τα πράγματα θα πάρουν μια απρόβλεπτη τροπή σε αυτή την ήσυχη αλλά και άνευρη, πλαδαρά ειπωμένη κοινωνική κομεντί με τη σφραγίδα του Νικ Χόρνμπι, συγγραφέα του ομότιτλου μυθιστορήματος στο οποίο βασίστηκε το σενάριο αλλά και του «High fidelity» που έγινε πολύ καλύτερη ταινία από τον Στίβεν Φρίαρς.
Βαθμολογία: 2

«Ο κυνηγός»

(«The predator», ΗΠΑ, 2018), του Σέιν Μπλακ
Μόνον απελπισία ένιωσα να μου προκαλεί αυτή η βλακώδης παραλλαγή του μύθου του «Κυνηγού», cult περιπέτειας του Τζον Μακ Τίρναν παραγωγής 1987 με πρωταγωνιστή τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον ρόλο του στρατιωτικού που μαζί με την ομάδα του απειλείται από ένα εξωγήινο πλάσμα στη ζούγκλα. Εδώ ο εξωγήινος (Ο ίδιος; Αλλος; ποιος ξέρει;) βρίσκεται στην κατοχή του ανθρώπου και κάνει την «επανάστασή» του προκειμένου να εξελιχθεί σε κάτι ακόμα πιο φρικώδες από αυτό που είναι. Κρίμα γιατί ο Σέιν Μπλακ που συνεργάστηκε στο σενάριο και – κυρίως – τη σκηνοθέτησε, ανήκε στο καστ της πρώτης ταινίας. Το σενάριο και η απόδοσή του μοιάζουν με σφυριά που με λύσσα καρφώνουν στον εγκέφαλό μας καρφιά ανοησίας, φρίκης και απώθησης.
Βαθμολογία: 0

Επίσης στις αίθουσες

«Ωραίο μου διαζύγιο» (Brillantissime, Γαλλία, 2018), της Μισέλ Λαρόκ, με την ίδια σε ρόλο 45άρας κυρίας του γαλλικού Νότου που μετά το πρόσκαιρο σοκ της κατάρρευσης επειδή ο σύζυγος την εγκατέλειψε, ανακάμπτει και αποφασίζει να θέσει νέα πορεία στη ζωή της. Ακόμα μια γαλλική κομεντί πάνω σε ένα θέμα που σχεδόν μονοπωλεί τον γαλλικό εμπορικό κινηματογράφο, μια κυριολεκτικά λυσσαλέα επιμονή στο αδιέξοδο της γυναίκας κοντά στα 50 (συμπρωταγωνιστούν: Ρόσι Ντε Πάλμα, Καντ Μεράντ κ.ά.)
Βαθμολογία: 2

«Equalizer 2» (ΗΠΑ, 2018), του Αντουάν Φουκουά. Ο Ντενζέλ Ουάσιγκτον επιστρέφει στον ρόλο του Ρόμπερτ Μακ Κολ, ο οποίος σε μια κοινωνία όπου ο μόνος νόμος που υπάρχει είναι εκείνος της βίας, με τον δικό του τρόπο βοηθά τους καταπιεσμένους να αποκτήσουν το δίκιο τους. Καταιγιστικής δράσης περιπέτεια από τον Αντουάν Φουκουά που γύρισε το πρώτο «Equalizer» (2014) αλλά και τη «Μέρα εκπαίδευσης», για την οποία ο Ουάσινγκτον κέρδισε το Οσκαρ Α’ ρόλου.
Βαθμολογία: –

«Ο Λούης και οι εξωγήινοι» («Luis & the Aliens», Δανία/Γερμανία/Λουξεμβούργο, 2018). Κινούμενα σχέδια των Βόλφγκανγκ Λαουενστάιν, Κρίστοφ Λαουενστάιν, Σον Μακ Κόρμακ. Ενας πιτσιρικάς αποφασίζει να λύσει τα προβλήματα της οικογένειάς του με τη βοήθεια των τριών νέων φίλων του που τυγχάνει να είναι εξωγήινοι.
Βαθμολογία: –

«Ο κατάσκοπος που με παράτησε» («The spy who dumped me», ΗΠΑ, 2018), της Σουζάν Φόγκελ. Δύο γυναίκες (Μίλα Κούνις, Κάιτ Μακ Κίνον) πιάνονται στα δίχτυα διεθνούς συνωμοσίας και απειλούνται από επικίνδυνους εκτελεστές κάνοντας ό,τι μπορούν για να συμβάλουν στη σωτηρία του κόσμου. Περιπετειώδης κωμωδία στα ίχνη του «Spy», διασκεδαστική αλλά τίποτε το αξέχαστο.
Βαθμολογία: 2

Επανέκδοση

«Ο κόκκινος κύκλος» («Le circle rouge», Γαλλία, 1970). Σε ψηφιακά αποκαταστημένη κόπια το αριστουργηματικό νουάρ του Ζαν Πιερ Μελβίλ, το χρονικό μιας σπείρας κλεφτών (Αλέν Ντελόν, Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Ιβ Μοντάν), η οποία διαπράττει μια ληστεία διαμαντιών στο Παρίσι και εν συνεχεία προσπαθεί να ξεφύγει από το αβυσσαλέο κυνηγητό που εξαπολύει εναντίον της η αστυνομία με καθοδηγητή έναν ήρεμο αλλά επίμονο αστυνομικό (Μπουρβίλ). Λίγο ό,τι και αν ειπωθεί γι’ αυτό το ολιγομίλητο, ποιητικό φιλμ, που με υποδειγματική λιτότητα μελετά τη μοναξιά κυνηγού και κυνηγημένου, αφήνοντας στο τέλος τον θεατή με έναν κόμπο στο στομάχι.
Βαθμολογία: 5