Πολύς λόγος γίνεται στα τηλεοπτικά -και όχι μόνο –«πάνελ» για την ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της χώρας μας. Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτό και –κυρίως –ποιες είναι οι νομικές απολήξεις της λήξης των μνημονίων;
Αναμφίβολα, από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις, με τη διαρρύθμιση των οποίων συνδέθηκε ρητώς η ολοκλήρωση του προγράμματος, είναι αυτή των εργασιακών σχέσεων.
Ηδη από το 2011 με τον νόμο 4024 είχαν επέλθει δύο ουσιώδεις μεταβολές επί ζητημάτων που άπτονταν του βασικού συνδικαλιστικού νομοθετήματος (1876/1990).
Ειδικότερα, θεσμοθετήθηκε η αναστολή, για όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, αφενός της υπερίσχυσης της ευνοϊκότερης ρυθμίσεως επί συρροής συλλογικών συμβάσεων –καθιερώνοντας την πρωτοκαθεδρία των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των λοιπών μορφών (κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών) –και αφετέρου της επεκτασιμότητας για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογικής σύμβασης εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος.
Στη συνέχεια, με δύο επάλληλες αλλαγές των νόμων 4472 και 4475 του 2017, οι ανωτέρω νομοθετικές αναστολές εξαρτήθηκαν από το τέλος του Προγράμματος.
Το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας έληξε στις 20 Αυγούστου 2018. Με την
ολοκλήρωσή του εξαντλείται η ισχύς των μεταβατικών διατάξεων, που τέθηκαν με τις διατάξεις των νόμων αυτών (4024/2011, 4472 και 4475/2017) και ανέστειλαν την εφαρμογή σειράς διατάξεων που προαναφέραμε.
Τα νομικά όμως δεν είναι στείροι κανόνες, αλλά συνάπτονται άρρηκτα με την κοινωνία την οποία διαρρυθμίζουν. Γι’ αυτό, το δίκαιο διαπλάθεται πάντοτε μεταβαλλόμενο και προσαρμοζόμενο.
Ετσι, για την πρακτική εφαρμογή της «άρσης της αναστολής», αλλά –κυρίως –για την επίτευξη του βασικού σκοπού του νόμου, που οδήγησε εξαρχής στη θέσπιση των ανασταλεισών ρυθμίσεων, πρέπει να ληφθούν υπόψη συνδυαστικά οι παρακάτω παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την εφεξής εφαρμογή των ρυθμίσεων που είχαν ανασταλεί, θέτοντας ένα σαφές διαχωριστικό όριο, τουλάχιστον σε σχέση με όσα γνωρίζαμε από την εφαρμογή τους πριν την αναστολή:
l Οτι οι επιχειρησιακές συμβάσεις την τελευταία επταετία παρουσίασαν μια ατάκτως κυματοειδή εξελικτική πορεία (2011: 170, 2012: 976, 2013: 409, 2014: 286, 2015: 263, 2016: 318, 2017: 244), ενώ οι κλαδικές και εθνικές ομοιοεπαγγελματικές παρουσίασαν γενικά φθίνουσα πορεία με τάσεις σταθεροποίησης την τελευταία πενταετία (2011: 38, 2012: 23, 2013: 14, 2014: 14, 2015: 12, 2016: 10, 2017: 15).
l Οτι, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, το 88,5% των επιχειρήσεων (218.961) στη χώρα απασχολούν από 1 έως 10 εργαζομένους, ενώ μόλις το 0,007% των επιχειρήσεων απασχολεί πάνω από 4.000 εργαζομένους.
l Οτι η επίσημη διαδικασία για την επέκταση κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης ρητά αποκλείει την επέκταση σε περίπτωση μη υποβολής από την εργοδοτική οργάνωση του μητρώου μελών της.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η εν τοις πράγμασι «επαναφορά» των ανασταλεισών ρυθμίσεων μέλλει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις, κυρίως λόγω των συνθηκών που γεννήθηκαν, παγιώθηκαν και συντηρήθηκαν τα χρόνια των μνημονίων. Με αποτέλεσμα, επτά χρόνια μετά να μην ομιλούμε για κατά κυριολεξία «επαναφορά», καθώς τόσο στη γενικότερη εργατική νομοθεσία όσο και στην εργασιακή πραγματικότητα, τίποτα πια δεν είναι το ίδιο.
Η κυρία Αικατερίνη Γανίδη είναι δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, υπ. διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ