Η λήξη του τρίτου μνημονίου σηματοδοτεί την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα βοήθειας και την είσοδο σε μια νέα, μεταβατική περίοδο στην πορεία προς την κανονικότητα. Αναμφίβολα είναι θετική εξέλιξη. Ομως δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζει. Διότι η βασική αιτία που η χώρα οδηγήθηκε στα μνημόνια, δηλαδή ο αποκλεισμός από τις αγορές, δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως.
Το 2010 οι αγορές σταμάτησαν να δανείζουν στην Ελλάδα για να καλύπτει τα μεγάλα ελλείμματα και το Δημόσιο χρεοκόπησε. Μοιραία, η χώρα οδηγήθηκε στους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ προκειμένου να μην καταρρεύσει με επώδυνες συνέπειες για τους πολίτες της. Οκτώ και πλέον χρόνια μετά, και παρά την έξοδο από τα μνημόνια, η χώρα εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτείται απρόσκοπτα και με λογικό επιτόκιο από τις αγορές.
Βεβαίως η Ελλάδα σήμερα δεν έχει τις ίδιες χρηματοδοτικές ανάγκες που είχε το 2010. Τότε το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν της τάξης του 15% και σήμερα πετυχαίνουμε πρωτογενή πλεονάσματα, έστω και ως αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης. Επιπλέον, δεν έχει κάποια άμεση πίεση να προσφύγει στις αγορές. Χάρη στην τελευταία δόση του τρίτου μνημονίου ύψους 15 δισ. ευρώ που αναμένεται, η χώρα διαθέτει ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας πάνω από 24 δισ. ευρώ, τα οποία είναι αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες της έως και το 2020.
Ομως αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στην κανονικότητα. Μπορεί η έξοδος από τα μνημόνια να βολεύει τους εταίρους μας, το Βερολίνο ή τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να παρουσιάζουν την Ελλάδα ως success story και να εξυπηρετεί τα πολιτικά σχέδια της κυβέρνησης, όμως δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Η χώρα θα βγει πραγματικά από τα μνημόνια όταν αποκατασταθεί ο λόγος που την έβαλε σε αυτά. Δηλαδή όταν θα μπορεί να δανείζεται με λογικά επιτόκια από τις αγορές.
Πέρυσι τέτοια εποχή η Ελλάδα, ύστερα από τρία χρόνια, επέστρεψε στις αγορές με την έκδοση πενταετούς ομολόγου ύψους 3 δισ. ευρώ. Ακολούθησε μια ισόποση έκδοση 7ετούς ομολόγου τον περασμένο Φεβρουάριο. Με δύο εκδόσεις συνολικού ύψους 6 δισ. ευρώ τον χρόνο δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή στις αγορές. Επιστροφή στις αγορές σημαίνει τακτικές εκδόσεις. Δηλαδή σταθερή παρουσία στις αγορές, τουλάχιστον κάθε δύο ή τρεις μήνες, με εκδόσεις που να έχουν όγκο και να καλύπτουν όλο το φάσμα των διαρκειών, από 3 έως 25 και 30 έτη.
Για να φτάσουμε εκεί χρειάζεται δουλειά και χρόνος. Παρά την επικείμενη έξοδο από τα μνημόνια, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας εξακολουθεί να την καθιστά μη επενδύσιμη. Αν και η χώρα αναβαθμίστηκε πρόσφατα από τη S&P, εξακολουθεί να αξιολογείται από τους τρεις μεγαλύτερους οίκους πέντε έως επτά βαθμίδες κάτω από το όριο που την καθιστά επενδύσιμη. Η χαμηλή αυτή βαθμολογια την αφήνει έξω από το επενδυτικό ραντάρ των μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων που επενδύουν σε κρατικά ομόλογα.
Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, όταν βγήκε από το Μνημόνιο το 2014, είχε βαθμό αξιολόγησης τρεις βαθμίδες υψηλότερο από αυτόν που έχει η Ελλάδα σήμερα και τώρα δανείζεται με επιτόκιο κάτω από 2% στη δεκαετία, όταν το αντίστοιχο ελληνικό κυμαίνεται στο 4%. Με τέτοιο επιτόκιο μόνο για έξοδο από τα μνημόνια δεν μπορούμε να μιλάμε.
Η Ελλάδα λοιπόν, για να ανακτήσει την αυτονομία της και να μην εξαρτάται από τους εταίρους, χρειάζεται να προσελκύσει μακροπρόθεσμους, θεσμικούς επενδυτές, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτείται αυτόνομα και με χαμηλό κόστος όταν τελειώσουν τα χρηματικά διαθέσιμα του προγράμματος βοήθειας το 2020. Τότε μόνο θα μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από τα μνημόνια και επιστροφή στις αγορές και στην κανονικότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ