Το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου είπε ότι «λεφτά υπάρχουν», εννοώντας ότι μπορεί να εξοικονομηθούν οι απαιτούμενοι πόροι για να καλυφθούν οι ανάγκες παρά την κρίση. Εννιά χρόνια μετά, λεφτά δεν υπάρχουν, η κρίση έγινε κρίσεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπονομεύει ακόμη και το πολίτευμα, το αδιανόητο έχει γίνει η νέα κανονικότητα.

Παραδοσιακά η σοσιαλδημοκρατία στηριζόταν ιδεολογικά στην αναδιανομή πόρων, ώστε να προωθήσει την κοινωνική κινητικότητα. Ετσι κατάφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80 να εκφράσει τους «μη προνομιούχους», πυροδοτώντας τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα και αναδιανομή πλούτου που συνέβη μεταπολεμικά στη χώρα μας. Για να το πετύχει αύξησε βέβαια το χρέος, αλλά υπάρχουν πολύ σοβαρότερες επικρίσεις για τον Ανδρέα Παπανδρέου από το ότι εφάρμοσε ένα κεϊνσιανό μοντέλο στην εποχή που σχεδόν όλοι πίστευαν σε αυτό.

Η κοινωνική κινητικότητα αποτελεί διαχρονικά ίσως τη σημαντικότερη πτυχή κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας. Η απώλειά της είχε ως συνέπεια την κοινωνική καθίζηση και την πολιτική αποεπένδυση. Από την εποχή που το παιδί του αγρότη μπορούσε να γίνει γιατρός περάσαμε στην εποχή που ο γιατρός έγινε λούμπεν. Χειρώνακτες και μη έχουμε τα ίδια προβλήματα: πνιγηρή φορολογία, ανεργία, φτώχεια. Οι κοινωνικές ανισότητες πλήττουν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, οι στατιστικές δείχνουν ότι είμαστε μπροστά στον κίνδυνο της «χαμένης γενιάς». Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα σε φτωχές οικογένειες θα ζήσουν χειρότερα και λιγότερο από τους γονείς τους.
Αυτό που χάθηκε δεν είναι απλώς δουλειές, είναι η δυνατότητα να αλλάξεις κοινωνική τάξη μέσα από την εκπαίδευση και τις ευκαιρίες απασχόλησης. Με άλλα λόγια, το να προχωρήσεις στη ζωή στηριζόμενος στις δυνάμεις σου και αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που σου παρέχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον, ανεξάρτητα από το πόσο φτωχή ήταν η οικογένεια στην οποία γεννήθηκες. Να μη γίνεται η καταγωγή σου μοίρα. Αυτή ήταν η ατζέντα του ΠαΣοΚ του 1980.

Αυτή την ατζέντα αναπροσάρμοσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την πρώτη κιόλας επίσκεψή του στη ΔΕΘ, μετατρέποντας την κοινωνική κινητικότητα σε πυρηνικό στοιχείο της ατζέντας της ΝΔ. Οποιος διαβάσει το πρόγραμμα της ΝΔ θα διαπιστώσει ότι τα τρία τέταρτα αφορούν το πώς θα δημιουργηθούν δουλειές και το πώς θα αναπληρώσει η εκπαίδευση το έδαφος που χάθηκε, ειδικά για τους ασθενέστερους.

Δεν ξέρω αν αυτό έφερε το ΚΙΝΑΛ σε ιδεολογικό αδιέξοδο οδηγώντας στον τακτικισμό του «διμέτωπου αγώνα» –το σίγουρο είναι ότι «ο διμέτωπος» δεν απαντά στο ιδεολογικό πρόβλημα του ΚΙΝΑΛ, ούτε αποτελεί συγκολλητική ουσία με τους πολίτες ώστε να αυξήσει το εκλογικό του ακροατήριο.

Η Φώφη Γεννηματά μας προειδοποιεί για τη «λαϊκιστική Δεξιά». Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς η κοινωνική κινητικότητα συμβαδίζει με τη «λαϊκιστική Δεξιά», μια και στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της ατζέντας του κοινωνικού φιλελευθερισμού –ούτε της Δεξιάς ούτε της Αριστεράς ούτε της Σοσιαλδημοκρατίας. Η λαϊκιστική Δεξιά ως κυρίαρχος πολιτικός πυρήνας της ΝΔ υπάρχει όσο υπάρχει και το βαθύ, λαϊκιστικό ΠαΣοΚ ως κεντρικός πολιτικός πυρήνας του ΚΙΝΑΛ. Προς τι λοιπόν ο «διμέτωπος»; Οταν δεν υπάρχουν λεφτά για να μοιράσουμε, επιστρέφουμε φαντασιωσικά στις εποχές που υπήρχαν και λέμε ό,τι και τότε; Είναι σαν να λες στον σημερινό 18άρη «το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σου λέω ό,τι έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1980 για τη ΝΔ, γιατί δεν μπορώ να σου δώσω τις ευκαιρίες που έδωσε στους γονείς και στους παππούδες σου».

Καμία χώρα δεν είναι πλεονασματική, αλλά όλες, μα όλες οι χώρες έχουν πόρους. Αν έχει κάτι αυτή η εποχή, είναι καινοτόμες λύσεις. Αν έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα η Ελλάδα, είναι ανθρώπους που βρίσκουν λύσεις με ελάχιστους πόρους. Γι’ αυτό μας προτιμούν οι ξένες εταιρείες και τα πανεπιστήμια.

Αντί λοιπόν να αναλώνεται η Φώφη Γεννηματά στον «διμέτωπο», ας συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των στιγμών, ας αξιοποιήσει τους νέους ανθρώπους που πήγαν στο ΚΙΝΑΛ –ας είναι και διορισμένοι, έχουν περισσότερα να προσφέρουν στον τόπο από τα οπισθοδρομικά συνθήματα –και ας σεβαστεί την ιστορία του ΠαΣοΚ. Αυτό θα ασκήσει πραγματική πίεση στη ΝΔ για να βελτιώσει τις θέσεις της, αυτό θα ωφελήσει τους πολίτες και τον τόπο, όχι τα συνθήματα περί «δεξιάς παλινόρθωσης». Δεν είναι δικό της το κόμμα, είναι μέρος της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Ελλάδας.

Το καλό με τους γόνους πολιτικών οικογενειών είναι ότι έχουν αυξημένη πολιτική εμπειρία. Το κακό είναι ότι αν δεν κατακτήσουν την πολιτική τους αυτονομία, κινδυνεύουμε να ζήσουμε την εποχή των γονιών τους, επειδή είναι η μόνη που καταλαβαίνουν. Πόσο πίσω να γυρίσουμε όμως μετά τον ΣΥΡΙΖΑ;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ