«Αγαπητέ μου, αυτό που θέλουν οι Σικελοί είναι ένας ύπνος, ένας βαθύς ύπνος, και πάντοτε θα μισούν αυτούς που θέλουν να τους ξυπνήσουν.»

Τα λόγια ανήκουν στον σικελό πρίγκιπα Σαλίνα, τον πρωταγωνιστή της θρυλικής ταινίας «Ο Γατόπαρδος» του Βισκόντι (που βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα): Βρισκόμαστε στη Σικελία του 1861, η οποία έχει γίνει πλέον τμήμα του ενιαίου Βασιλείου της Ιταλίας· ο πρίγκιπας (στην ταινία τον υποδύεται ο εξαιρετικός Μπαρτ Λάνκαστερ), εκπρόσωπος της απερχόμενης πλέον αριστοκρατίας-φεουδαρχίας, δέχεται πρόταση από τον απεσταλμένο της νέας κυβερνήσεως να διοριστεί γερουσιαστής· ο πρίγκιπας ωστόσο αρνείται. Η αιτιολογία του έχει ενδιαφέρον:

Εν πρώτοις, τονίζει ότι δεν έχει τις δεξιότητες που εν γένει απαιτείται να έχει όποιος θέλει να καθοδηγεί τους άλλους, κυρίως δε την ικανότητα να αυταπάται. Επειτα, δεν αισιοδοξεί καθόλου για τη δυνατότητα ουσιαστικής αλλαγής των πραγμάτων, καθώς οι Σικελοί είναι ένας λαός «πολύ κουρασμένος, άδειος»· ένας λαός που επιθυμεί την «τρυφηλή ακινησία». Είναι, όμως, συγχρόνως και ένας λαός πολύ περήφανος, που «δεν θα θελήσει ποτέ να βελτιωθεί», ούτε να μάθει από τους άλλους, «γιατί θεωρεί εαυτόν τέλειο». Πεποίθηση δε του Σαλίνα είναι ότι μετά την ένταξη της Σικελίας στο νέο Βασίλειο δεν πρόκειται ουσιαστικά να αλλάξει κάτι.
Ο ιταλικός Βορράς απαιτούσε τότε σοβαρές αλλαγές. Η Σικελία εθεωρείτο το πιο διεφθαρμένο και αδύναμο κομμάτι της (ενωμένης πλέον) Ιταλίας. Οι Βόρειοι, ωστόσο, δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στις πολιτισμικές και άλλες ιδιαιτερότητες του Νότου, νομίζοντας ότι αρκούσε μια «πεφωτισμένη» κυβέρνηση σε συνδυασμό με μια αυστηρή επιτήρηση για την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος (Μαφίας). Ο πρίγκιπας Σαλίνα διέβλεψε τις δυσκολίες του εγχειρήματος διατυπώνοντας τις παραπάνω απαισιόδοξες σκέψεις του. Στη συνέχεια, δε, φαίνεται ότι ο Βορράς συμβιβάστηκε με την υπανάπτυξη και την οιονεί φεουδαρχία του Νότου.
Οι ομοιότητες με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα σε μια άλλη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου είναι μάλλον εμφανείς. Παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που έχει συντελεστεί στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση και μετά (σε διάφορα επίπεδα, από τους θεσμούς μέχρι τις υποδομές), στην πατρίδα μας γίνονται ολοένα και πιο αισθητά μερικά από τα χαρακτηριστικά της σικελικής περίπτωσης.
Κατ’ αρχάς, ύστερα από τόσα χρόνια σε πρόγραμμα δημοσιο-οικονομικής προσαρμογής, η ελληνική κοινωνία δείχνει πλέον και αυτή, ευλόγως, κουρασμένη, «άδεια» από δυνάμεις. Παράλληλα όμως υπάρχουν πολιτικοί και πάσης φύσεως συντεχνίες που αντιστέκονται σθεναρά σε μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας, θα μείωναν τις τιμές των αγαθών και γενικότερα θα βελτίωναν τους όρους διαβίωσής μας. Αντί της θέσπισης αποτελεσματικών ρυθμίσεων για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού συχνά προκρίνονται ρυθμίσεις που καταπνίγουν μια δραστηριότητα και περιφρουρούν το status quo (βλ. Uber). Την ίδια στιγμή, το πελατειακό σύστημα καλά κρατεί, ενώ η διαφθορά δεν υποχωρεί.

Οι άνεργοι παραμένουν, έτσι, έρμαιο ενός κλειστού, αυτοποιητικού συστήματος που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ικανοποίηση συμφερόντων οργανωμένων ομάδων (που κραδαίνουν στα χέρια τους τη δύναμη της συλλογικά κατευθυνόμενης ψήφου). Επιπλέον, εντελώς ενδεικτικά: Η αξιολόγηση στο Δημόσιο αναβάλλεται διαρκώς. Η –επίσης αυτοποιητική –γραφειοκρατία εξακολουθεί να ταλαιπωρεί πολίτες και επιχειρήσεις και να αφαιρεί δημιουργικούς πόρους (χρόνο, ενέργεια, χρήμα) από την οικονομία. Αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία, τα πραγματικά κοσμήματα της χώρας, κλείνουν ενίοτε ετσιθελικά (όπως και άλλες υπηρεσίες, βλ. ΟΑΣΘ). Ο δημόσιος χώρος κακοποιείται συστηματικά. Και όλα αυτά υπό το άγρυπνο βλέμμα αδιαφορίας αρμοδίων και μη.

Στις δε προτάσεις εταίρων μας για τη λήψη μέτρων για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας ή τη δημιουργία θέσεων εργασίας αντιτάσσεται συχνά η «περήφανη» εθνική αντίληψη ότι «εμείς ξέρουμε καλύτερα». Το καίριο, βέβαια, πλήγμα στην εθνική μας αξιοπρέπεια προέρχεται από την έξωθεν υπόδειξη μέτρων που θα έπρεπε, εδώ και καιρό, να είχαμε λάβει από μόνοι μας.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς πλέον και τα ελαττώματα του μνημονιακού μοντέλου που εφαρμόστηκε για τον εκσυγχρονισμό της χώρας· ο ευρωπαϊκός Βορράς (όπως και ο ιταλικός…) φέρει και αυτός το μερίδιο της ευθύνης του, καθώς βασίστηκε σε εσφαλμένες υποθέσεις και μεθόδους που δεν θέλησε να αναθεωρήσει στην πορεία.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πάντως, βυθιζόμαστε ολοένα και βαθύτερα στην τρυφηλή μας ακινησία. Στην ακινησία αυτήν πιστεύει, εξάλλου, και η συγκυβέρνηση των τελευταίων ετών· έχει δε και την ικανότητα να αυταπάται και μάλιστα να το ομολογεί ανοιχτά. Το 2015 είχαμε φαινομενικά μια πολιτική σύγκρουση του «νέου» με το «παλιό»· στην πραγματικότητα, όμως, ένα τμήμα του παλιού ντύθηκε το «νέο», κατέκτησε την εξουσία και ευθυγραμμίστηκε, συν τω χρόνω, με τα συμφέροντα ενός τμήματος του κατεστημένου της χώρας που δεν θέλει –εδώ και δεκαετίες –να αλλάξει κάτι.

Οι δε εταίροι μας, που περίμεναν ίσως κάτι διαφορετικό, είτε εξαπατήθηκαν είτε αυταπατήθηκαν και αυτοί, ενώ πλέον μοιάζει να έχουν συμβιβαστεί με το πάγωμα μεταρρυθμίσεων που θα περιόριζαν τις οιονεί φεουδαρχικές δομές της χώρας και θα βελτίωναν τις προοπτικές ιδίως των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων.

Και έτσι, ο βαθύς μας ύπνος συνεχίζεται. Και ελπίζουμε να μην μας ξυπνήσει κάποιος ενοχλητικός γείτονας.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ