Το 2017 ήταν μια μεταβατική αλλά σημαντική χρονιά για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που βρίσκονται σήμερα στο κατώφλι μιας νέας περιόδου που θα κρίνει την επάνοδο στην κανονικότητα και στην ανάκαμψη.
Παρότι υπάρχουν αισιόδοξες ενδείξεις, όπως η πορεία των αποδόσεων των ομολόγων πρόσφατα, μικρή επιστροφή καταθέσεων, βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών, το επίτευγμα επιστροφής της οικονομίας σε φάση σταθεροποίησης δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο, αν δεν κερδίσουμε το στοίχημα της διατηρήσιμης ανάπτυξης, που είναι η βασική προϋπόθεση οριστικής εξόδου της χώρας από την κρίση και από τα προβλήματα.
Τα προηγούμενα χρόνια, παρότι φτάσαμε επανειλημμένα στα πρόθυρα της σταθεροποίησης, δυστυχώς οδηγηθήκαμε ξανά σε επώδυνες υποτροπές με σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία.
Επειτα από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης, η ελληνική κοινωνία φαίνεται πολύ πιο ώριμη να αποδεχθεί την αναγκαιότητα τολμηρών μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών, θα προσελκύσουν σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό και θα δημιουργήσουν τη δυναμική που θα τροφοδοτήσει σταθερή ανάπτυξη.
Οι συστημικές τράπεζες, επαρκώς κεφαλαιοποιημένες σήμερα και αρκετά υψηλότερα από τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα, είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στα επερχόμενα stress tests.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που αντιμετωπίζουν είναι ο τεράστιος όγκος προβληματικών δανείων για τη μείωση των οποίων έχουν αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διαφανεί ότι, παρά τις δύσκολες συνθήκες, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώνονται σύμφωνα με τους στόχους, ενώ ο δείκτης κάλυψης των δανείων αυτών από προβλέψεις ανέρχεται σήμερα στο 50%!
Το πρόβλημα ωστόσο έχει και μεγάλη κοινωνική διάσταση και γι’ αυτό η αντιμετώπισή του έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος. Αφορά χιλιάδες ιδιώτες και επιχειρήσεις κάθε μεγέθους, πολλοί από τους οποίους ταλαιπωρούνται και αγωνιούν. Για αυτούς υπάρχουν ευνοϊκές, γενναιόδωρες, μπορώ να πω, ρυθμίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεργαστούν με ειλικρίνεια και συνέπεια. Είναι μια σύνθετη διαδικασία που μπορεί να αποφέρει αποτελέσματα εάν όλοι μαζί συνεργαστούν για να βρεθούν λύσεις.
Υπάρχει ωστόσο και ένας μεγάλος αριθμός στρατηγικών κακοπληρωτών, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ξεπερνά το 1/4 του συνόλου των δανειοληπτών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την κρίση και κρυπτόμενοι πίσω από τους πραγματικά αδύναμους, φορτώνουν τις υποχρεώσεις τους στους φορολογουμένους, στους συνεπείς πελάτες, στους καταθέτες. Για αυτούς δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο ανοχής και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό προς πάσα κατεύθυνση.
Επιπλέον, αναγκαία προϋπόθεση για να ανακτήσουν οι τράπεζες τον ρόλο και την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν την οικονομία είναι η αποκατάσταση της ρευστότητας η οποία βελτιώνεται μεν, απέχει πολύ όμως από τα προ κρίσης επίπεδα, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια αυτών των ετών το τραπεζικό σύστημα απώλεσε περί τα 125 δισ. ευρώ καταθέσεων τα οποία δεν έχουν επιστρέψει, ενώ μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων έχει εξανεμισθεί ως αποτέλεσμα των υψηλών φορολογικών υποχρεώσεων και κάλυψης μέρους της απώλειας των εισοδημάτων.
Ανασταλτικός παράγων είναι επίσης η διατήρηση των περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται και η συρρίκνωση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης για χρηματοδοτήσεις υγιών επιχειρήσεων.
Ταυτόχρονα με τις παραπάνω προκλήσεις, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν και εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν τη λειτουργία τους, όπως ο εντεινόμενος ανταγωνισμός από τους μη τραπεζικούς διαμεσολαβητές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (disruptors), οι μεταβολές των προτιμήσεων και των αναγκών της πελατείας τους, η ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών που απαιτούν ταχεία προσαρμογή και συνεπάγονται κόστος και λειτουργικό μετασχηματισμό του σημερινού τραπεζικού επιχειρηματικού μοντέλου.
Οφείλουμε όμως να παραμείνουμε αισιόδοξοι.
Παρά τα προβλήματα, μπορούμε να πούμε σήμερα ότι για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια το ισοζύγιο είναι θετικό. Η κεφαλαιακή επάρκεια, η ποιότητα του ενεργητικού, οι συνθήκες ρευστότητας και η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών εμφανίζουν βελτίωση, τα σχέδια αναδιάρθρωσης ολοκληρώνονται προς τη σωστή κατεύθυνση και οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει σε οργανική κερδοφορία –περίπου 4,2 δισ. ευρώ προ προβλέψεων κέρδη σε ετησιοποιημένη βάση –έπειτα από χρόνια σωρευτικών ζημιών στο πλαίσιο μιας ανακάμπτουσας οικονομίας.
Η ικανότητα των τραπεζών να επιστρέψουν σε κερδοφορία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, δεδομένου ότι δημιουργεί ένα σημαντικό περιθώριο ασφαλείας για ενδεχόμενες μελλοντικές προβλέψεις.
Η πορεία του τραπεζικού τομέα είναι απολύτως συνδεδεμένη με την πορεία της χώρας και της οικονομίας.
Στην επόμενη τριετία, το καθοριστικό στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η χώρα είναι η αξιοποίηση των ευκαιριών που ανοίγονται μέσω ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα στηρίζεται σε μια επιχειρηματική κοινότητα και μια δημόσια διοίκηση οι οποίες θα μπορούν να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό με ξεκάθαρες δομές, άρτια οργάνωση και προοπτική. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε και να στηρίξουμε την εξελισσόμενη τεχνολογία και την ανάγκη που υπάρχει για επενδύσεις στον τομέα αυτόν, που συνεπάγεται τη μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας σε δημιουργία επιχειρήσεων που σχετίζονται με την τεχνολογία, συμπληρώνοντας την επιχειρηματική αλυσίδα και δημιουργώντας πολλές νέες θέσεις εργασίας.
Χρειαζόμαστε μια δημόσια διοίκηση η οποία να κατανοεί ότι οι επενδύσεις, ελληνικές ή ξένες, αποτελούν τη μέγιστη σήμερα εθνική προτεραιότητα και επομένως οφείλουμε να τις υποδεχόμαστε και να τις διευκολύνουμε ανάλογα.
Στη Eurobank έχουμε επανειλημμένα δεσμευθεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο με ορθή επιχειρηματική λογική και καλές προοπτικές επιτυχίας και να μη βρούμε τρόπο να το χρηματοδοτήσουμε, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα, συμπεριλαμβανομένων των πόρων από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία και τους Διεθνείς Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς.
Τιμούμε αυτή τη δέσμευση και τα στοιχεία το αποδεικνύουν: εγκρίνουμε 7 στις 10 αιτήσεις χρηματοδότησης που φτάνουν στην τράπεζά μας και έχουμε ήδη τις μεγαλύτερες εκταμιεύσεις από το Πρόγραμμα COSME κυρίως προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αποτελεί εθνική αναγκαιότητα η στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας. Οφείλουμε και είναι προτεραιότητα στις υποχρεώσεις που έχουμε ως χώρα να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα κάνει τα νέα, δημιουργικά μυαλά να επανέλθουν στη χώρα, αφού θα βρουν πρόσφορες συνθήκες για να εφαρμόσουν τις ιδέες τους και να ικανοποιήσουν τις ανησυχίες τους. Κανείς δεν πρόκειται να παραμείνει στην Ελλάδα μόνο από την αγάπη που τρέφει για αυτήν και την οικογένειά του.
Ο κ. Σταύρος Ιωάννου είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ