Η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% το 2018, πρόβλεψη την οποία με μικρές διαφορές ασπάζονται και οι κυριότεροι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ: 2,6%, ΕΕ: 2,5%, ΟΟΣΑ: 2,3%). Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σε ισχυρό ριμπάουντ των επενδύσεων, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης, που με τη σειρά της στηρίζεται στη μείωση της ανεργίας και στην αύξηση της απασχόλησης.
Ολοι οι Ελληνες θα θέλαμε αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις να επαληθευτούν. Οπως πέρυσι τέτοιον καιρό ευχόμασταν να επιβεβαιωθούν οι αντίστοιχα αισιόδοξες προβλέψεις για το 2017. Οι οποίες όμως διαψεύστηκαν. Ενώ στις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες του ΟΟΣΑ και της ευρωζώνης είχαμε αναθεώρηση των στόχων της ανάπτυξης προς τα πάνω το 2017, στην Ελλάδα οι προβλέψεις ψαλιδίστηκαν περίπου στο μισό.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύο είναι τα κρίσιμα ερωτήματα για κάθε πρόβλεψη τους επόμενους 12 μήνες. Πρώτον, γιατί δεν τα καταφέραμε την περίοδο 2015-2017 και αποτελούμε, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, «αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη»; Δεύτερον, τι πρέπει να γίνει για να αντιστραφεί αυτή η πορεία το 2018;
1ον. Μέχρι το 2014 τα «δίδυμα ελλείμματα» (δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), που αποτέλεσαν τα αίτια της κρίσης, είχαν εξαλειφθεί. Αντί να χτίσουμε πάνω σε αυτό το από «αίμα και δάκρυα» επίτευγμα, δυστυχώς, την τριετία 2015-2017 χάσαμε μια μοναδική αναπτυξιακή ευκαιρία που θα έφερνε το ονομαστικό ΑΕΠ στα 207 δισ. ευρώ. Αντ’ αυτού το ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί φέτος στα 179 δισ. ευρώ, δηλαδή 28 δισ. ευρώ χαμηλότερα. Χαμένο εθνικό εισόδημα που θα είχε βελτιώσει όλα τα λοιπά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη. Εισόδημα που χάθηκε όχι για αμιγώς οικονομικούς λόγους, αλλά για λόγους πολιτικής οικονομίας: επειδή η σημερινή κυβέρνηση προκάλεσε κρίση εμπιστοσύνης, εκροή κεφαλαίων, πιστωτική ασφυξία, έλλειψη ρευστότητας, καθυστέρησε τις μεταρρυθμίσεις και τις αποκρατικοποιήσεις και έλαβε υπερβολικά πολλά μέτρα λιτότητας. Μέτρα που κανείς δεν ζητούσε αλλά και που δεν χρειάζονταν στο τέλος του 2014. Ηταν μάλιστα τόσο υπερβολικά τα μέτρα υπερφορολόγησης, μείωσης συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων που φαίνεται να υπάρχει μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάπτυξης. Το 2017, για παράδειγμα, όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη αναθεωρήθηκαν προς το χειρότερο, εκτός από το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης που αναθεωρήθηκε προς τα πάνω στο 2,4% του ΑΕΠ (αντί 2,0%), «ψαλιδίζοντας» την οικονομική ανάπτυξη στο 1,6% (αντί 2,7%). Επομένως, την προηγούμενη τριετία η Ελλάδα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και την άφθονη ρευστότητα στις διεθνείς αγορές, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον στους κυριότερους εμπορικούς μας εταίρους.
2ον. Αν αυτά συνέβησαν τα προηγούμενα τρία χρόνια, γιατί το 2018 να συμβεί κάτι διαφορετικό; Η απάντηση είναι πάλι ζήτημα πολιτικής οικονομίας. Αν η σημερινή κυβέρνηση παραμείνει στην εξουσία, δεν θα συμβεί τίποτα το διαφορετικό. Η ίδια αποτυχημένη συνταγή συνεχίζεται. Υπερφορολόγηση και μείωση συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων με νέα μέτρα λιτότητας 1,9 δισ. ευρώ έχουν ενσωματωθεί και στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2018. Αυτά μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα η ιδιωτική κατανάλωση να αυξηθεί βραδύτερα από ό,τι προβλέπεται από την κυβέρνηση. Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν κατά 11,4% το 2018, αλλά από πού θα έρθουν; Από αλλοδαπά κεφάλαια; Φέτος οι ξένες άμεσες επενδύσεις προήλθαν κυρίως από την ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Του χρόνου, ποιο αντίστοιχο project είναι στα «σκαριά» από ξένους επενδυτές; Μήπως οι επενδύσεις θα έρθουν από το εσωτερικό; Μεγάλες επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ και χιλιάδων θέσεων εργασίας καρκινοβατούν (π.χ., Ελληνικός Χρυσός στη Χαλκιδική), οι αποκρατικοποιήσεις σέρνονται (π.χ., Ελληνικό στην Αττική, Κασσιόπη στην Κέρκυρα, Αφάντου στη Ρόδο), μεγάλες επιχειρήσεις με ιστορία δεκαετιών στην Ελλάδα κλείνουν τα εργοστάσιά τους και αποεπενδύουν (π.χ., εργοστάσιο παγωτού της Froneri/Nestle, πώληση των σημάτων ελαιολάδου Αλτις, Ελάνθη, SOLON από την Ελαΐς/Unilever Hellas) και εκατοντάδες ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, μεταναστεύουν φορολογικά ή/και πραγματικά στις γειτονικές χώρες. Την ίδια στιγμή, όσο η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων θα κρύβεται «κάτω από το χαλί», τόσο οι τράπεζες θα αδυνατούν να παρέχουν ρευστότητα σε βιώσιμες επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Επομένως, με αυτή την κυβέρνηση, ισχυρός και βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης ικανός να απορροφήσει την απαράδεκτα υψηλή ανεργία δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε το 2018.
Αντίθετα, το 2018 μπορεί να είναι πολύ καλύτερο αν υπάρξει πολιτική αλλαγή. Σε αυτή την περίπτωση, έλληνες και αλλοδαποί επενδυτές γνωρίζουν ότι θα υπάρξει μια νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που θα αλλάξει το μείγμα πολιτικής, ενταφιάζοντας την υπερφορολόγηση, απελευθερώνοντας την επιχειρηματικότητα με ένα νέο αντιγραφειοκρατικό πλαίσιο αδειοδοτήσεων και ξεκάθαρων χρήσεων γης, γκρεμίζοντας το κομματικό κράτος, προωθώντας τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα και, πάνω από όλα, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη.
Με δεδομένη την πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων (π.χ., ακινήτων), το σχετικά φθηνό, πλέον, μισθολογικό κόστος του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού της χώρας μας και την ιδιαίτερα χαλαρή νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών σε ευρωζώνη και ΗΠΑ που έχει διοχετεύσει σημαντική ρευστότητα στις παγκόσμιες αγορές, η ανάπτυξη στην Ελλάδα μπορεί να αποδειχθεί πολύ ισχυρή τους επόμενους 18 μήνες. Και μάλιστα αυτό θα συμβεί προτού καν συντελεστεί η πολιτική αλλαγή. Αρκεί να δρομολογηθεί. Γιατί το «έξυπνο χρήμα» θα τοποθετηθεί στην ελληνική αγορά αρκετά νωρίτερα προκειμένου να καταγράψει ισχυρές αποδόσεις μετά την πολιτική αλλαγή.
Συνεπώς, προϋπόθεση βιώσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι η πολιτική αλλαγή για να ξανακερδηθεί η εμπιστοσύνη. Ολα τα υπόλοιπα, δηλαδή το πλαίσιο εποπτείας μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου, η ένταξη στο Πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, η σταδιακή επάνοδος στις αγορές με οριστική αναδιάρθρωση του χρέους, η άρση των capital controls, έπονται ως σημαντικά εργαλεία. Αλλά, όπως κάθε εργαλείο, δεν δουλεύει από μόνο του. Απαιτεί τον κατάλληλο χειριστή. Που σήμερα δεν υπάρχει.
Ο κ. Στέλιος Πέτσας είναι σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ