Το 2017 τόσο για την οικονομία όσο και για το τραπεζικό σύστημα ήταν ακόμα μια χρονιά δοκιμασίας. Η δοκιμασία ήταν η διαχείριση της σταθεροποίησης. Και στα δύο μέτωπα η έκβαση ήταν ενθαρρυντική. Η χώρα επέστρεψε σε θετικό πρόσημο ανάπτυξης στα επίπεδα του 1,5%. Αλλά και το τραπεζικό σύστημα εξάλειψε τις ζημιές και σταθεροποίησε σε έναν βαθμό την ποιότητα χαρτοφυλακίου, την αποκλιμάκωση της γέννησης νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αυτό μάς αφήνει σε ένα μεταίχμιο. Για την οικονομία, ύστερα από χρόνια συρρίκνωσης, μέτρων και παραγωγικής αναδιάρθρωσης, είναι πλέον η ώρα να ενθαρρυνθούν οι παραγωγικές δυνάμεις για τη δημιουργία αξίας. Στόχος είναι όχι μόνο να επιτευχθεί ισχυρότερος ρυθμός ανάπτυξης, της τάξεως ακόμα και άνω του 2%, αλλά κυρίως η ανάπτυξη αυτή να προέλθει πλέον από όλα τα στρώματα της οικονομίας με ευρεία συμμετοχή τομέων, επιχειρήσεων όλων των μεγεθών σε όλο το εύρος της Ελλάδας και να δημιουργήσει οφέλη που επίσης θα διαχυθούν στην ευρύτερη οικονομία.
Η οικονομική ανάκαμψη σε έναν βαθμό έχει ήδη αρχίσει να λαμβάνει χώρα την τελευταία διετία. Ομως η οικονομία εξακολουθεί να είναι δύο ταχυτήτων. Από τη μία έχουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες εδώ και δύο χρόνια μετρούν διψήφια θετικά πρόσημα στην αύξηση της κερδοφορίας τους. Μαζί με αυτές συμβαδίζουν και κάποιες μικρότερες επιχειρήσεις εξαγωγικού κυρίως προσανατολισμού που κατάφεραν να μείνουν αλώβητες στα χρόνια της κρίσης. Ομως ένα άλλο κομμάτι της οικονομίας, μεγαλύτερο, δεν έχει καταφέρει γίνει μέρος της δυναμικής της ανάκαμψης. Αυτό το κομμάτι της οικονομίας αποτυπώνεται στον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην έλλειψη ρευστότητας των μικρών επιχειρήσεων, είτε λόγω έλλειψης κερδοφορίας ή υψηλής φορολογίας και υπερχρέωσης, στην κοινωνία με τη σταθερά υψηλή ανεργία και τη φυγή προς το εξωτερικό νέων ανθρώπων υψηλών δεξιοτήτων και εκπαίδευσης. Αποτυπώνεται και στη διστακτικότητα πραγματοποίησης επενδύσεων, όχι μόνο από το εξωτερικό, αλλά πρωτίστως από τους εγχώριους πόρους –άλλωστε πρώτα εμείς οι ίδιοι θα εμπιστευθούμε την οικονομία μας και μετά θα ακολουθήσουν και τα διεθνή κεφάλαια.
Η επόμενη χρονιά λοιπόν είναι μια ακόμα δοκιμασία. Η δοκιμασία πλέον είναι αυτή μιας παραγωγικής και ισορροπημένης οικονομίας, η δοκιμασία της ανάπτυξης. Είναι σημαντικό η ανάπτυξη να προέλθει από όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση της οικονομίας είναι δυνατό, καθώς μόνο τότε τα οφέλη της θα μπορέσουν να γίνουν αισθητά στον παλμό της οικονομίας και στην καθημερινότητα, και όχι μόνο στην ανάγνωση των στατιστικών. Είναι σημαντικό η ανάπτυξη να προέρχεται από επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, από αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας που βασίζεται σε καινοτομία και εξαγωγές και θα οδηγήσει σε προσλήψεις και μείωση της ανεργίας.
Το κεντρικό σενάριο της ανάκαμψης της οικονομίας με υγιείς ρυθμούς προϋποθέτει την επόμενη τριετία περίπου €6 δισ. περισσότερες επενδύσεις ετησίως από ό,τι την περίοδο 2011-2016. Ομως και εδώ δεν είναι μόνο τα νούμερα που έχουν σημασία. Η μέτρηση των απαιτούμενων επενδύσεων είναι ένας τεχνικός υπολογισμός. Η ουσία είναι πως για να δούμε τον αντίκτυπο στην οικονομία, αυτές οι επενδύσεις πρέπει να είναι ποιοτικές. Να είναι δηλαδή σε κλάδους ανταγωνιστικούς και να διοχετευθούν σε δραστηριότητες υψηλής ποιότητας ή υψηλής προστιθέμενης αξίας. Και, το κυριότερο, να γίνει η αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών μια διαρκής άσκηση, καθώς μόνο μέσω της συνεχούς αναβάθμισης της παραγωγής και των υπηρεσιών μπορούν οι επιχειρήσεις να παραμένουν διεθνώς ανταγωνιστικές. Η οικονομία έχει ανάγκη από ένα διασυνδεδεμένο σύστημα έρευνας και παραγωγής. Κάτι τέτοιο μπορεί να εγγυηθεί τόσο την αξιοποίηση των εγχώριων δεξιοτήτων όσο και τη δημιουργία και διατήρηση μιας ισχυρής ροής επενδύσεων στη σωστή κατεύθυνση: αυτήν της καινοτομίας, της υψηλής ποιότητας και της υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Το τραπεζικό σύστημα πέρασε τη δική του κρίση τα τελευταία χρόνια. Υστερα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, υλοποιήσεις σχεδίων αναδιάρθρωσης και σχηματισμό προβλέψεων για το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες πλέον δουλεύουν σε δύο μέτωπα. Στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και στη χρηματοδότηση υγιών επιχειρησιακών σχεδίων. Είναι ξεκάθαρο πως η ανάκαμψη και ο ρυθμός της θα εξαρτηθούν από την αντιμετώπιση των δανείων σε καθυστέρηση. Είναι όμως επίσης ξεκάθαρο πως τα κεφάλαια των τραπεζών πρέπει να χρησιμοποιηθούν και για νέες χρηματοδοτήσεις, αυτές που θα κάνουν τις επενδύσεις πραγματικότητα. Γι’ αυτό και η ευλαβική και αυστηρή αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων είναι απαραίτητη. Οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση θα αφαιρέσει πόρους προς διάθεση στην ανάκαμψη της οικονομίας. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως τα κακά δάνεια αντιπροσωπεύουν ένα επιπλέον κομμάτι ρευστότητας και κεφαλαίων παγιδευμένων σε μη παραγωγικές δραστηριότητες. Κεφάλαια τόσο τραπεζικά όσο και επιχειρηματικά. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί μια παρατεταμένη περίοδο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και επενδύσεων με τόσο υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η επιστροφή του ίδιου του τραπεζικού συστήματος σε ομαλότητα και κερδοφορία τα επόμενα χρόνια βασίζεται στις εκταμιεύσεις. Οι επιχειρήσεις είναι αυτές που πρέπει να πάρουν ρίσκο και οι τράπεζες να τις βοηθήσουν. Το μοντέλο που προωθούμε την επόμενη μέρα της κρίσης είναι ένα μοντέλο επιχειρηματικότητας που βασίζεται στην πρωτοβουλία για ανάληψη κινδύνου. Για να είναι υγιές το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, δεν αρκεί μόνο να βασίζεται σε επενδύσεις. Πρέπει αυτές οι επενδύσεις να είναι σε παραγωγικούς τομείς και με υγιή χρηματοδότηση. Και αυτό σημαίνει πως οι επενδύσεις θα γίνουν στον βαθμό που τα επενδυτικά κεφάλαια είναι έτοιμα να αναλάβουν πρωτοβουλίες και που αντιλαμβάνονται τον δίκαιο επιμερισμό του ρίσκου και της απόδοσης.
Στην Εθνική Τράπεζα πιστεύουμε σε αυτό το νέο παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στις επενδύσεις, στη δίκαιη επίλυση του θέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην ενθάρρυνση της καινοτομίας, στη συνεχή αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Στηρίζουμε λοιπόν έμπρακτα τα δύο μέτωπα ανάκαμψης της οικονομίας παρέχοντας ρευστότητα στην αγορά αλλά και στοχεύοντας στη μακροχρόνια επίλυση και βιωσιμότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παράλληλα όμως, αναλαμβάνουμε και δράσεις για την ενθάρρυνση της ποιοτικής αναβάθμισης της οικονομίας.
Οι θετικοί οιωνοί ως τώρα και οι ενθαρρυντικές εξελίξεις δεν αρκούν για να μειώσουν άμεσα την ανεργία σε μονοψήφια ποσοστά ή να εκμηδενίσουν τις απώλειες του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, πόσο μάλλον να το αυξήσουν από τα προ της κρίσης υψηλά επίπεδα του. Για αυτόν τον λόγο, και για την επιτάχυνση της προσπάθειας ανάκαμψης, στηρίζουμε ως τράπεζα τη διασύνδεση των επιχειρήσεων με την ερευνητική μας κοινότητα. Η επιτυχής διασύνδεση της οικονομίας με την πηγή της καινοτομίας θα βοηθήσει στην καλύτερη αξιοποίηση των δύο βασικότερων πόρων μας: στη βέλτιστη διάθεση των εγχώριων επενδυτικών κεφαλαίων αλλά και στην αξιοποίηση των ελληνικών μυαλών στη χώρα μας αντί της εκροής τους στο εξωτερικό. Η επιτυχία της οικονομικής ανάκαμψης θα είναι το αποτέλεσμα συνεπούς και σκληρής δουλειάς. Πρέπει να είναι όμως και αποτέλεσμα ενός δομημένου σχεδίου στο οποίο ο καθένας από εμάς, όλες οι μεριές, δρούμε ο καθένας από την πλευρά του αλλά και όλοι μαζί προς έναν κοινό στόχο: μιας οικονομίας χτισμένης σε γερές και ανταγωνιστικές βάσεις, εξαλείφοντας τις παθογένειες του παρελθόντος και χτίζοντας στις επιτυχίες μας.
* Ο κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης είναι διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ