Στην ανάλυση για τον «εξωδικαστικό μηχανισμό» του Ν. 4469/17, η οποία έχει αναρτηθεί στο www.tovima.gr, περιγράφω γιατί είναι ένα εξαιρετικά καινοτόμο νομοθέτημα που προσφέρει πρωτόγνωρα για την Ελλάδα πλεονεκτήματα στον «Οφειλέτη». Παράλληλα όμως διατυπώνω και αιτιολογώ μiα εκτίμηση, ότι, λόγω στρατηγικών κενών και τακτικής φύσης αδυναμιών, είναι πολύ δύσκολο να «περπατήσει» στην πράξη έτσι όπως έχει. Με βάση τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα, φαίνεται ότι αυτή η απαισιόδοξη εκτίμησή μου επιβεβαιώνεται.
Ενα από τα στρατηγικά κενά είναι ο τρόπος διατύπωσης μιας βασικής καινοτόμας αρχής που καθιερώνει ο νόμος.
Αυτή, συνοπτικά, έχει ως εξής:
«Μια αίτηση του Οφειλέτη είναι κατ’ αρχάς αποδεκτή, αν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και προσφέρει στους πιστωτές, για τον καθένα χωριστά, ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που θα ανακτούσαν αν οδηγούσαν την επιχείρηση σε εκκαθάριση».
Αυτή είναι μια αρχή εξαιρετικά επωφελής για τον Οφειλέτη αλλά πολύ επικίνδυνη για τους πιστωτές και κυρίως για τις τράπεζες.
Η σωστή κατά τη γνώμη μου αρχή θα ήταν:

«Μια αίτηση του Οφειλέτη είναι κατ’ αρχάς αποδεκτή, αν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, προσφέρει στους πιστωτές, για τον καθένα χωριστά, ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που θα ανακτούσαν αν οδηγούσαν την επιχείρηση σε εκκαθάριση και επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών».
Αυτή θα ήταν μια ισορροπημένη προσέγγιση.
Για να κατανοηθεί το πρόβλημα, ας δούμε ένα απλό παράδειγμα. Ο Οφειλέτης Χ χρωστάει στους πιστωτές του 100 ευρώ, όλα στις τράπεζες. Αν ρευστοποιούνταν άμεσα η περιουσία του, θα συγκέντρωνε 10 ευρώ. Εκπονεί ένα βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο εκτεινόμενο σε μία δεκαετία, που προσφέρει 40 ευρώ για τις παλαιές οφειλές. Είναι μέσα στο πλαίσιο του νόμου. Τα 60 ευρώ σύμφωνα με τον νόμο πρέπει να «κουρευτούν». Οι τράπεζες όμως, για τον συγκεκριμένο πιστωτή, έχουν κάνει «πρόβλεψη» 20 ευρώ. Τώρα θα πρέπει να «γράψουν» επιπλέον ζημιά 40 ευρώ. Αν αυτό γίνει μαζικά, δεν θα έχουν «επάρκεια» κεφαλαίων και νομοτελειακά θα οδηγηθούμε σε bail in, με αυτονόητες συνέπειες.
Εδώ ερχόμαστε στο ζήτημα του «balloon». Οι τράπεζες, στις «ρυθμίσεις» που κάνουν, οι οποίες κατά κανόνα, πρέπει να σημειώσουμε, έχουν στόχο να λύσουν τα δικά τους μεσοπρόθεσμα προβλήματα και όχι να στηρίξουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των οφειλετών, πολύ συχνά ξεχωρίζουν ένα τμήμα από τα δάνεια και το κάνουν «balloon», δηλαδή «μπαλόνι» ή «φούσκα». Για αυτό το ποσό, μέχρι τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης, ζητάνε μηδαμινό ή και καθόλου τόκο. Αναμένουν να το εισπράξουν μετά, αφού η επιχείρηση θα έχει εξυγιανθεί και θα είναι βιώσιμη.
Ας πούμε ότι στην περίπτωσή μας θα έκαναν «balloon» 50 ευρώ, με μηδενικό επιτόκιο για 10 χρόνια. Αυτό το προεξοφλούν σε παρούσα αξία, με βάση το κόστος του χρήματος, και ας πούμε πως σε παρούσα αξία είναι 40 ευρώ. Δέχονται μόνες τους «κούρεμα» 10 ευρώ. Ετσι ο οφειλέτης μας, αν συμφωνούσε με τις τράπεζες, θα πλήρωνε στη δεκαετία 40 ευρώ, θα «κούρευε» 10 ευρώ και θα του έμεναν να πληρώσει στο τέλος της δεκαετίας άλλα 50 ευρώ. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που προβλέπεται από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, αλλά είναι πολύ βολικό για τις τράπεζες. Τα ερώτημα που τίθεται είναι αν μια τέτοια προσέγγιση είναι «λογική», αν ισορροπεί αντιτιθέμενα συμφέροντα και αν είναι η πλέον συμφέρουσα για την οικονομία σαν σύνολο. Ή μήπως το «balloon» είναι «φούσκα», που ποτέ δεν θα εισπραχθεί;
Μια «βιώσιμη» επιχείρηση δεν είναι μια επιχείρηση «χωρίς δάνεια». Αυτό συμβαίνει στην οικονομία τόσο σπάνια που σχεδόν είναι σαν να μη συμβαίνει. Είναι μια επιχείρηση που έχει «βιώσιμο» δανεισμό. Το ποιος είναι ο «βιώσιμος δανεισμός» εξαρτάται από τον κλάδο της επιχείρησης, τον τζίρο της, τα επιτόκια και άλλες παραμέτρους. Ας υποθέσουμε πως για το παράδειγμά μας ένας δανεισμός στο 50% του τζίρου είναι «βιώσιμος». Τότε αν ο τζίρος της στο τέλος της δεκαετίας προβλέπεται να είναι μεγαλύτερος από 10 εκατ. ευρώ, το «balloon» δεν είναι «φούσκα», γιατί ο δανεισμός της θα είναι κάτω από 50%. Αν ο τζίρος είναι κατά πολύ μικρότερος, τότε μια «προβληματική» επιχείρηση, ύστερα από μία δεκαετία «αναδιάρθρωσης», θα συνεχίσει να είναι προβληματική.
Κατά συνέπεια, το «balloon» όχι μόνο δεν είναι φούσκα, αλλά είναι στην πράξη η «λύση», αφού οι «προβλέψεις» των τραπεζών είναι πάρα πολύ μικρές σε σχέση με τη ζημιά που θα προέκυπτε αν μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων έμπαινε σε εκκαθάριση. Είναι κάτι για το οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά στον Ν. 4469/17, που επικεντρώνεται μόνο στο «κούρεμα».
Αν δεχθούμε πως το κύριο ζητούμενο είναι η βιωσιμότητα του μεγάλου πλήθους των ελληνικών επιχειρήσεων, πρέπει να λυθεί ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, για το οποίο επίσης δεν γίνεται καμία αναφορά στον Ν. 4469/17. Για να «ξαναζωντανέψουν» οι επιχειρήσεις, πρέπει να εξασφαλίσουν το απαραίτητο «κεφάλαιο κίνησης». Αυτό μπορεί να γίνει με την καθυστέρηση εξόφλησης παλιών υποχρεώσεων στις τράπεζες, αλλά πολλές φορές δεν αρκεί. Χρειάζεται μια ελεγχόμενη και προσεκτική «αιμοδοσία» από το πιστωτικό σύστημα, ειδικά στις εξωστρεφείς και καινοτόμες επιχειρήσεις. Χωρίς αυτή τη στήριξη τα επιχειρηματικά σχέδια αναδιάρθρωσης χρεών θα είναι «σχέδια επί χάρτου», που στην πράξη δεν θα υλοποιηθούν και η οικονομία δεν θα βγει από το σημερινό αδιέξοδο.
Το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων είναι το κατ’ εξοχήν πρόβλημα για την έξοδο της οικονομίας από τον μαρασμό και φαίνεται να έχει βαλτώσει. Είναι λογικό και αναμενόμενο οι τράπεζες να επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα και οι οφειλέτες τα δικά τους. Είναι σε κάποια σημεία αντιτιθέμενα, αλλά σε πολλά είναι αμοιβαία. Είναι χρέος της πολιτικής ηγεσίας και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων να βρουν και να υλοποιήσουν λύσεις που θα εξομαλύνουν τις αντιθέσεις και θα λύνουν το πρόβλημα.
Ο δρ Δημήτρης Ντζανάτος είναι πρόεδρος της Grant Thornton Greece.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ