Πολλά έχουν ειπωθεί και μένει ακόμη να ειπωθούν για την «πολιτιστική άνοιξη» της δεκαετίας του 1960. Σε τι συνίσταται, αν επρόκειτο για πραγματική άνοιξη, μέχρι ποιον βαθμό πρόλαβε να δώσει τα άνθη της προτού την προλάβει η μπόρα του απριλιανού πραξικοπήματος… Το βέβαιο είναι ότι δίπλα στην ακμάζουσα πολιτιστική κίνηση και την αποφασιστικότητα των καλλιτεχνών υπήρξε μια παρέμβαση του λόγιου Τύπου της εποχής τέτοια που να μας επιτρέπει να μιλάμε για τα περιοδικά τέχνης και λόγου της δεκαετίας του 1960 ως μέρος αυτής της άνοιξης.
Οχι ότι η παρέμβαση των περιοδικών στην εποχή τους μπορεί να ιδωθεί σαν ομοιογενές σύνολο. Αλλη στόχευση, άλλα κίνητρα, άλλο προφίλ χαρακτήριζαν το κάθε περιοδικό. Ενδεικτικά, ανάμεσα στα περιοδικά που αποτύπωσαν το στίγμα της δεκαετίας του 1960 σε επίπεδο ιδεών ήταν οι φιλελεύθερες «Εποχές», η αριστερή «Επιθεώρηση Τέχνης» και η συντηρητική «Νέα Εστία».
Οι «Εποχές» του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (1963-1967) ξεκίνησαν τη σύντομη πορεία τους με τους καλύτερους οιωνούς: μια συντακτική επιτροπή αλλά και μια γκάμα συνεργατών που ανήκαν στην «αφρόκρεμα» της ελληνικής διανόησης (Θεοτοκάς, Τερζάκης, Σεφέρης, Δημαράς κ.ά.), εξασφάλιση συνεργασιών με μεγάλα περιοδικά του εξωτερικού, προσεγμένη έκδοση, στόχοι που έχουν να κάνουν με την προαγωγή της τέχνης και του πνεύματος. Οι «Εποχές» δήλωσαν από το πρώτο ήδη τεύχος την πρόθεσή τους να πετύχουν «τοισόρροποζύγιασμα τωνιδεών», δημοσιεύοντας κείμενα από όλους τους ιδεολογικούς χώρους και μένοντας ουδέτερες απέναντι σε κομματικές αντιπαραθέσεις. Οσο για τη συγγένεια με τον χώρο του Κέντρου, το ίδιο το περιοδικό δηλώνει ότι πρόκειται μόνο για «πνευματική συγγένεια», αποποιούμενο κάθε κομματική κατεύθυνση. Το εγχείρημα της ουδετερότητας δύσκολο, ακόμη και για τα μη πολιτικά έντυπα, μέσα σε μια εποχή που «βράζει» από πολιτικό πυρετό και σε μια κοινωνία που, με ανοιχτά ακόμη τα μετεμφυλιακά τραύματα, δονούνταν από το αίτημα για εκδημοκρατισμό και εξυγίανση του δημόσιου βίου.
Ο αντίκτυπος της έκδοσης υπήρξε μεγάλος όχι μόνο στα καθ’ ημάς αλλά και στους κόλπους της διεθνούς διανόησης. Ενδεικτική είναι η έκφραση ικανοποίησης των συντελεστών όταν το περιοδικό «Les Temps Modernes» με διευθυντή τον Σαρτρ δημοσίευσεμελέτη πάνω στο μεταναστευτικόπρόβλημαστηνΕλλάδαπου «στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα στοιχεία που παρουσίασαν οι «Εποχές», τις οποίες χαρακτηρίζει το σοβαρότερο από τα μη ειδικευμένα ελληνικά περιοδικά».
Τα θέματα που παρουσιάστηκαν και τέθηκαν σε διάλογο πολλά: αναλύσεις γύρω από το σοβιετικό σύστημα, την αμερικανική πολιτική, την Παιδεία, την ειρήνη, τη δημοκρατία, τα μεταπολεμικά ήθη, τη γυναικεία χειραφέτηση. Επίσης το περιοδικό έδωσε ώθηση στα ελληνικά γράμματα ξεπερνώντας ιδεολογικές αγκυλώσεις και έδειξε ότι οι αντίπαλες τάσεις μπορεί τελικά να είναι αλληλοσυμπληρούμενες. Ετσι ανέδειξε τη Γενιά του ’30 εξίσου με τους μεταπολεμικούς συγγραφείς, την παράδοση με τον νεωτερισμό, την αφαίρεση με τον ρεαλισμό. Και ζήτησε με θέρμη οι πολιτιστικές ανταλλαγές να γίνουν οδηγός για την ευρύτερη συνεννόηση στον κόσμο και η τέχνη, απαλλαγμένη από τη λογοκρισία, όχημα για να μεταφέρει τον αέρα ανανέωσης που τόσο έχει ανάγκη η εποχή.
Οι «Εποχές» δεν ήταν όμως οι μόνες που εκφράστηκαν κατά της λογοκρισίας. Είναι ενδεικτικό ότι τόσο οι «Εποχές» όσο και η «Επιθεώρηση Τέχνης» και η «Νέα Εστία» καταδίκασαν το «Μηνιαίο Δελτίο Πληροφοριών» που εξέδιδε η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας και μεταξύ άλλων περιελάμβανε τα «απαγορευμένα έργα».
Η αριστερή «Επιθεώρηση Τέχνης», ωστόσο, που ουσιαστικά ήταν το αντίπαλο δέος των «Εποχών», έπρεπε σαν έντυπο με σαφή πολιτική τοποθέτηση όχι μόνο να καταγγείλει τη λογοκρισία αλλά και να την υπερβεί, όταν αυτό ήταν απαραίτητο προκειμένου να προωθήσει αδογμάτιστα καλλιτεχνικές θέσεις και ιδεολογικά ζητήματα. Ως έναν βαθμό κατάφερε να απλώσει τις συνεργασίες και τη θεματολογία της έξω από τα στενά όρια της κομμουνιστικής Αριστεράς και να κερδίσει έτσι ευρεία απήχηση. Εβαλε σε διάλογο θέματα όπως ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η μαρξιστική αισθητική ενώ, κατά το παράδειγμα των «Εποχών», είδε από διαφορετικές οπτικές γωνίες την πρωτοπορία, την αφαίρεση, τον ρεαλισμό, τη μεταπολεμική λογοτεχνία κ.ά.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά ονόματα της διανόησης και της τέχνης παρουσιάστηκαν τόσο στις «Εποχές» όσο και στην «Επιθεώρηση Τέχνης», πράγμα που έδειξε ότι υπήρχε μέχρι ενός σημείου κοινός τόπος πολιτιστικής συνάντησης, στον οποίο μάλιστα τα δύο περιοδικά βρέθηκαν πολλές φορές και με τη συντηρητική «Νέα Εστία». Η τελευταία είχε ήδη από το ξεκίνημά της (1927) συγκεντρώσει στους κόλπους της τους πιο επιφανείς διανοουμένους του συντηρητικού και εν μέρει κεντρώου χώρου. Υπό τη διεύθυνση μάλιστα του Πέτρου Χάρη ανανεώθηκε η έκδοση και έγιναν ανοίγματα «φιλελεύθερου» τύπου. Ομως συνολικά φάνηκε πιο διστακτική απέναντι στα νέα ρεύματα ιδεών και τέχνης (στάθηκε για παράδειγμα λιγότερο διαλλακτική σε θέματα όπως το πρωτοποριακό θέατρο ή η αφαίρεση, ενώ εξύμνησε τον λυρισμό στην ποίηση, την έννοια του κλασικού, κ.ο.κ.).
Εν τέλει παρά τη διαφορετική στελέχωση, ιδεολογική συγκρότηση, ευρύτητα πνεύματος και διαλεκτική διάθεση τα παραπάνω περιοδικά έλαβαν όλα μέρος στην πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του 1960, ίσως γιατί συμπλήρωσαν το ένα το άλλο και απέδειξαν, το καθένα σε άλλον βαθμό, τη δυνατότητα του εντύπου να αφυπνίζει, να καλλιεργεί και να διαμορφώνει συνειδήσεις. Η διακοπή της έκδοσης των Εποχών και της Επιθεώρησης Τέχνης εξάλλου (μαζί με πολλά ακόμη έντυπα) από το δικτατορικό καθεστώς υπήρξε αδιάψευστος μάρτυρας ότι η ελεύθερη ροή των ιδεών ενοχλεί. Κι όσο ενοχλεί τόσο γίνεται ξεκάθαρο ότι την έχουμε ανάγκη.


Η κυρία Βάλια Σκούρα είναι δημοσιογράφος και ταυτόχρονα εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Πολιτισμικές αναπαραστάσεις του Ψυχρού Πολέμου και νέα κοινωνικά αιτήματα: Τα λόγια περιοδικά της δεκαετίας του 1960» με επιβλέπουσα την καθηγήτρια Δέσποινα Παπαδημητρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ