Τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο κ. Πάνος Καμμένος όταν βροντοφώναξε εκείνο το περίφημο «στα τέσσερα, στα τέσσερα!» είναι ζήτημα που, όσο ξέρω, δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Εκ πρώτης όψεως, βέβαια, το «στα τέσσερα» δεν μοιάζει να είναι τίποτε περισσότερο από μια εκ του προχείρου εμπνευσμένη εικόνα που οπτικοποιεί την υποτέλεια και την εθελοδουλία των άλλων, πριν η κυβέρνηση, στην οποία άλλοτε με ηχηρά μισόλογα και άλλοτε με αιδήμονα σιγή ο ίδιος τώρα συμμετέχει, πραγματοποιήσει «τριπλό άξελ» για να βρεθεί ακόμη πιο πανηγυρικά σερνάμενη «στα τέσσερα» πάνω στον μνημονιακό πάγο. Ωστόσο, το «στα τέσσερα» είναι μια εξαιρετικά «διαθέσιμη» στάση, και ο κ. Καμμένος το γνώριζε –όπως γνώριζε ότι η «χύδην» γλώσσα είναι καθιερωμένη ως μια από τις επίσημες γλώσσες του ελληνικού κοινοβουλίου. Το γνωρίζαμε κι εμείς.
Αυτό που τότε δεν γνωρίζαμε ακόμη είναι ότι το χυδαίο μπορεί να πηγαίνει χέρι-χέρι με το υψηλό φρόνημα ενός φλογερού πατριώτη που συλλαμβάνει μακρινούς υπέρηχους από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας· που λατρεύει τις αρειμάνιες παρενδυσίες, άλλοτε σχίζοντας τους αιθέρες με Φάντομ και άλλοτε απαθανατιζόμενος μπροστά σε high tech πολεμικές μηχανές με το καμάρι καλοθρεμμένου παιδιού που μόλις κέρδισε άλλον έναν πολεμικό γύρο στο καινούργιο stratego του. Ο κ. Καμμένος μοιάζει να νιώθει σαν ρωμαίος στρατηγός που θεωρεί τις λεγεώνες περιουσιακό του στοιχείο και μπορεί να τις διαθέτει κατά το δοκούν –πρωτίστως δε «για τη διασφάλιση της εσωτερικής σταθερότητας στη χώρα». Ατυχώς, το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου ήταν μόλις δύο ετών και του ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να συμβάλει στο έργο αυτής της διασφάλισης. Πάντως σήμερα, ως πολέμαρχος, ή έστω ως υπουργός εθνικής άμυνας, μοιάζει ορκισμένος να αγωνιστεί μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του για να προστατεύσει την ευημερία των αξιωματούχων του στρατεύματος· και γι’ αυτό απειλεί να τα βροντήξει κάθε φορά που οι αριστεροί σύντροφοί του μιλούν για περικοπές στους μισθούς τους. Ουδείς ψόγος. Οπως και καθένας μας, ο κ. Καμμένος δικαιούται να επιλέγει τις ευαισθησίες του.
Οπως ακριβώς δικαιούται να επιλέγει και τις αλλεργίες του. Ο κ. Καμμένος φαίνεται πως έχει εμπεδώσει, μεταξύ άλλων, και τη σοφία του Οτο φον Μπίσμαρκ, σύμφωνα με την οποία «τρεις καθηγητές και η πατρίς εχάθη». Γνωρίζει άλλωστε (και το είπε με παρρησία τις προάλλες) ότι όχι μόνο τρεις αλλά χίλιοι δεκατρείς και βάλε πανεπιστημιακοί καθηγητές είναι Κροίσοι οι οποίοι εν μέσω κρίσης κατάφεραν να χτίσουν επαύλεις στις όχθες του Πακτωλού που πηγάζει από τη βρυσομάνα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Γι’ αυτό και αρματώνεται για πόλεμο με νύφες και μ’ εγγόνια στην περίπτωση που οι δανειστές, η τρόικα και τα άλλα γκροτέσκα μορφώματα που απειλούν τον ελληνισμό αποφασίσουν να κάνουν ακόμη πιο πλούσιους τους χαρτογιακάδες του πανεπιστημίου προσπερνώντας τους στρατώνες.
Απασχολημένος με τέτοια προβλήματα, ο κ. Καμμένος δεν αντιλήφθηκε τι απεργάζονται για την Παιδεία οι κυβερνητικοί εταίροι του ως την ώρα που έμαθε ότι σκέφτονται να βάλουν χέρι στο μόνο μάθημα που (όπως, υποθέτω, φαντάζεται) προετοιμάζει γενναίους στρατιώτες για του Χριστού την πίστη την αγία.
Το να είσαι είτε μιλιταριστής είτε μάστιγα των πανεπιστημιακών είτε υπέρμαχος της χριστιανικής ορθοδοξίας είτε όλα αυτά μαζί προϋποθέτει συγκροτημένη προσωπικότητα και ιδεολογική συνέπεια. Θα ήταν δύσκολο να πιστώσουμε με κάτι τέτοιο τον κ. Καμμένο. Τι ακριβώς είναι ο κ. Πάνος Καμμένος; Δεν είναι τίποτε ακριβώς. Και γι’ αυτό μοιάζει να ενσαρκώνει με ακρίβεια το «τίποτε ακριβώς» και το «περίπου τίποτε» της κυβερνητικής παρέας όπου τον ενθρόνισε η κρίση και η κακή μας μοίρα.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ