Στην ιστορία της ανθρωπότητας έρχεται να προστεθεί ακόµη µία περίοδος κοινωνικής έξαρσης και αναταραχής, η οποία ακολουθεί την οικονοµική κρίση που διανύουµε και εκδηλώνεται µε συλλογικές συµπεριφορές ριζοσπαστικοποίησης και παράλογης βίας, από νέους κυρίως ανθρώπους, οι οποίοι έχοντας προσχωρήσει σε εξτρεµιστικές οργανώσεις εκφράζουν µε φανατισµό και δογµατισµό την απόγνωσή τους. Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό ψυχοκοινωνικό φαινόµενο, το οποίο δίνει το έναυσµα για περαιτέρω προβληµατισµό και σκέψη καθώς το σπάσιµο των δοµών που επιδιώκεται υποδεικνύει βαθύ κλονισµό στις ανθρώπινες σχέσεις ενώ σηµατοδοτεί µεγάλη ρήξη στον κοινωνικό ιστό.
Σύµφωνα µε δήλωση του Φιλίπ Μπουαγιά, επικεφαλή της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων και Κράτους Δικαίου του Συµβουλίου της Ευρώπης, περισσότερα από 25.000 άτοµα, προερχόµενα από 100 διαφορετικές χώρες, είναι µέλη εξτρεµιστικών οργανώσεων, 6.000 εκ των οποίων είναι Ευρωπαίοι πολίτες. Το φαινόµενο επιβεβαιώνουν τα ιδιαίτερα ανησυχητικά αποτελέσµατα έρευνας (ICM), σύµφωνα µε την οποία θετικά προσκείµενο προς το ISIS βρίσκεται το 27% των Γάλλων πολιτών 18 – 24 χρόνων, το 4% των Βρετανών και το 3% των Γερµανών νέων.
Ο φανατισµός, σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες και κάτω από διάφορες αφορµές, πήρε τη µορφή ιερών και ανίερων πολέµων. Έγινε Ιερά Εξέταση, σταυροφορίες, αποικιοκρατία, εθνικισµός. Στη Γερµανία έγινε ναζιστικό κίνηµα που στράτευσε ορδές νέων ανθρώπων να το υπηρετήσουν ενώ στη σύγχρονη Ελλάδα εκφράστηκε µε σχήµατα ολοκληρωτικών απόψεων, όπως δικτατορίες και εξτρεµιστικές οργανώσεις. Η προβαλλόµενη ανάγκη για εθνική συνοχή των λαών, που βρέθηκαν υπό την κυριαρχία µεγάλων αυτοκρατοριών και υπερεθνικών κρατών (π.χ. Οθωµανική, Αυστροουγγρική. ΕΣΣΔ, κ.ο.κ.), αποτέλεσε πολλές φορές αφορµή για την κήρυξη εχθροπραξιών. Στο ίδιο πλαίσιο πολλά κράτη του σύγχρονου κόσµου, αντιµετωπίζοντας στο εσωτερικό τους κοινωνικά ρήγµατα και σοβαρής φύσης οικονοµικά προβλήµατα, οδηγούνται να χαράσσουν πολιτικές που αποσκοπούν στον αποπροσανατολισµό του πληθυσµού τους από τις εστίες των κακώς κειµένων. Ως εκ τούτου κατασκευάζουν την ανάγκη για εθνική αφύπνιση προς αντιµετώπιση των επικείµενων εξωτερικών απειλών, µε αποτέλεσµα να αυξάνεται ο εθνικισµός και η ξενοφοβία. Από την άλλη, οι σύγχρονες συνθήκες διαβίωσης, µε τους γρήγορους ρυθµούς ζωής, τον συνωστισµό ετερόκλητων µαζών στα µεγάλα αστικά κέντρα, την ανωνυµία και την κοινωνική αποξένωση που επικρατούν επιταχύνουν και ευνοούν την εµφάνιση και εξάπλωση ακραίων κοινωνικά φαινοµένων. Επί πρόσθετα, ζώντας στην εποχή της παγκοσµιοποίησης και µπροστά στον φόβο της εξαφάνισης της εθνικής ταυτότητας και της πολιτιστικής τους παράδοσης, κάποιοι λαοί ή οµάδες εξεγείρονται µε πρόσχηµα τη διατήρησή τους.
Η περίπτωση των νέων ευρωπαίων µουσουλµάνων, παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς µεταναστών, που πήραν τα όπλα για να εκδικηθούν τις αξίες του δυτικού πολιτισµού, είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και είναι αδύνατον να εξαντληθεί στο παρόν κείµενο. Σε µια πρώτη ανάγνωση οι νέοι αυτοί φαίνεται να βιώνουν µεγάλη προσωπική σύγχυση στη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα. Κοινωνικά αποκλεισµένοι χωρίς όραµα, ελπίδα και προοπτική για το µέλλον τους, έχοντας δεχτεί απόρριψη από την κοινωνία στην οποία «ανήκουν» νιώθουν να υποβαθµίζεται η κουλτούρα, η θρησκεία και η ταυτότητά τους. Κοινωνοί του τραύµατος της κακοποίησης που υπέστησαν οι πρόγονοί τους, λόγω αποικιοκρατικών πολιτικών, αλλά και της εκµετάλλευσης που υπέστησαν στις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες βρέθηκαν αργότερα, ορκίζονται εκδίκηση για την αδικία που βίωσαν. Στερούµενοι ταυτόχρονα από µια λειτουργική οικογένεια, η οποία θα µπορούσε να τους στηρίξει και να τους διδάξει τρόπους διαχείρισης των κρίσιµων καταστάσεων στη ζωή τους, απελπισµένοι και µόνοι καθώς είναι, προσφεύγουν σε εξτρεµιστικές οµάδες για να καλύψουν τα µεγάλα τους κενά.
Οι συνθήκες που ευνοούν ακραία κοινωνικά φαινόµενα, όπως τη δηµιουργία εξτρεµιστικών οργανώσεων και τη γέννηση των απολυταρχικών καθεστώτων, βασίζονται σε κοινά θεµέλια, που υποδηλώνουν µια κατάσταση παρακµής και συνήθως αποτυπώνεται µέσω της πολιτικής ρευστότητας, της ανεργίας, της φτώχειας, της κοινωνικής ανισότητας, της διαφθοράς και των υψηλών ποσοστών εγκληµατικότητας.
Η παρακµή αυτή, που εγκαθιδρύεται σταδιακά στα άτοµα και στις κοινωνίες, µοιάζει να είναι το αποτέλεσµα της κυριαρχίας της ύλης έναντι του πνεύµατος, µια διαδικασία ερήµωσης της ανθρώπινης ψυχής από αξίες και ιδανικά, µε την ταυτόχρονη υπερφόρτωσή της µε την εµµονική ενασχόληση αναζήτησης απολαύσεων, συσσώρευσης πλούτου και εξουσιών, κατανάλωσης υλικών αγαθών και καταχρήσεων. Η παρακµή ξεκινάει σε ηθικό και πνευµατικό επίπεδο ενώ φτάνει στο σηµείο να επηρεάσει και να υποδουλώσει όλους τους τοµείς της ανθρώπινης υπόστασης. Γίνεται φανατισµός, παραλογισµός, χάος, εθνικισµός, µισαλλοδοξία και αποκτήνωση.
Ο Καστοριάδης (2000), στα πλαίσια στοχασµών του πάνω στην κοινωνία και την πολιτική, αναφέρει: «Σ ‘ ένα κείµενό µου γραµµένο το 1959-1960…περιέγραφα την είσοδο της κοινωνίας σε µια φάση απάθειας, ιδιωτικοποίησης των ατόµων, αναδίπλωσης του καθενός στον µικρό προσωπικό του κύκλο, αποπολιτικοποίησης που δεν ήταν πια συγκυριακή[…]. Η ιστορία της ανθρωπότητας…, είναι η ιστορία των φρικαλεοτήτων.., το θέµα του ολοκληρωτισµού: µήπως αποτελεί…την κατάληξη της τρέλας της κυριαρχίας µέσα σ’ έναν πολιτισµό που παρείχε τα µέσα εξόντωσης και πλύσης εγκεφάλου σε µια κλίµακα άγνωστη ως τότε στην ιστορία ή µήπως αποτελεί ένα διεστραµµένο πεπρωµένο, έµφυτο στο µοντέρνο πνεύµα σαν τέτοιο, µε όλες τις αµφισηµίες που κυοφορεί;».
Εστιάζοντας στους νέους που προσχωρούν σε εξτρεµιστικές οργανώσεις χρειάζεται να λάβουµε υπόψη µας το γεγονός ότι οι έφηβοι, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή οµάδα, έχοντας την ανάγκη του «ανήκειν» και της αποδοχής άνευ όρων γι’ αυτό που είναι, γίνονται ικανοί να κάνουν τα πάντα. Στην περίπτωση των νέων που έχουν προσχωρήσει σε παράνοµες και βίαιες οργανώσεις, παρατηρούµε να φτάνουν στα άκρα προκειµένου να λάβουν την εκτίµηση και την αποδοχή των µελών της οµάδας στην οποία ανήκουν, αναπληρώνοντας µε διαστρεβλωµένο τρόπο την αίσθηση του «ανήκειν» σε µια οικογένεια που δεν είχαν ποτέ, αλλά και την ανάγκη τους για όραµα, στόχους και κίνητρα για τη ζωή και το µέλλον τους. Στερηµένοι συναισθηµατικά, απελπισµένοι και αποπροσανατολισµένοι καθώς είναι, ψάχνουν να βρουν στο πρόσωπο ενός ηγέτη, µιας οργάνωσης, µιας φιλοσοφίας ή ενός θρησκευτικού δόγµατος ένα καταφύγιο, προκειµένου να ικανοποιήσουν τις βαθιές εσωτερικές τους ανάγκες.
Μέσα από προκαθορισµένους ρόλους και αρµοδιότητες, που τους δίνονται στα συγκεκριµένα πλαίσια οργανώσεων, τους δηµιουργείται η ψευδαίσθηση ότι έχουν αποκτήσει ταυτότητα, ενώ αισθάνονται σηµαντικοί και ξεχωριστοί διοχετεύοντας τη νεανική ενέργεια και το πάθος τους στην εκπλήρωση των σκοπών της οργάνωσης. Οι νέοι αυτοί αντιλαµβάνονται τον εαυτό τους ως ισότιµα µέλη µιας ιδιαίτερα εκλεκτής οµάδας, η οποία τους προσφέρει όραµα, ενώ την ίδια ώρα τους κάνει να νιώθουν χρήσιµοι. Η ακλόνητη βεβαιότητα, ότι µόνο αυτοί κατέχουν την αδιαµφισβήτητη αλήθεια, τους προσφέρει «εσωτερική συγκρότηση» και «ισορροπία», την οποία έχουν ανάγκη. Ο Silke (2008), περιγράφοντας την ψυχολογία των νέων κυρίως ατόµων, τα οποία µετέχουν σε τροµοκρατικές οργανώσεις, αναφέρει ότι η προσχώρησή τους σε µια τέτοια οµάδα αυξάνει σηµαντικά το κύρος τους.
Στην πραγµατικότητα, η ατοµική ταυτότητα των νέων εκµηδενίζεται καθώς διαχέεται σε ένα µεγαλύτερο σύνολο, το οποίο τους δίνει καινούργια χαρακτηριστικά συµπαρασύροντάς τους στους στόχους που εκείνο επιθυµεί. Τα άτοµα στα πλαίσια της πειθαρχίας, της τυφλής υπακοής και της υποταγής τους στους σκοπούς και στους στόχους της οργάνωσης, την οποία υπηρετούν, µετατρέπονται σε άβουλα εκτελεστικά όργανα, έρµαια στα χέρια των εκάστοτε ηγετών και έτοιµα να θυσιαστούν γι΄ αυτήν.
Η Μίλλερ, εξετάζοντας τα γενεσιουργά αίτια του µίσους, γυρνάει στην πρώιµη παιδική ηλικία του ατόµου και στις σχέσεις που ανέπτυξε στην οικογένεια καταγωγής, για να τα προσδιορίσει. Θεωρώντας ότι η βία που ασκείται στα παιδιά γίνεται µπούµερανγκ για την κοινωνία, συσχετίζει την απάνθρωπη και αιµοσταγή συµπεριφορά που επέδειξαν δικτάτορες όπως ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Μουσολίνι, ο Τσαουσέσκου, ο Ιντί Αµίν και ο Σαντάµ Χουσείν προς εκατοµµύρια αθώων πολιτών, µε την κακοποίηση που υπέστησαν οι ίδιοι ως παιδιά από τον πατέρα τους. Μιλάει για τον ανέκφραστο θυµό που κουβαλούν, τον οποίο καµουφλάρουν πίσω από µια ιδεολογία, επισηµαίνοντας ότι ο ανεπεξέργαστος αυτός θυµός σταδιακά µετατρέπεται σε µίσος, το οποίο τελικά εκτονώνεται µε ακρότητες: «Ο αδίστακτος τύραννος κινητοποιεί τους συγκαλυµµένους φόβους των ανθρώπων που κακοποιούνταν όταν ήταν παιδιά, ανθρώπων που δεν µπόρεσαν -και εξακολουθούν να µην µπορούν- να κατηγορήσουν τον πατέρα τους και οι οποίοι παραµένουν πιστοί σε αυτόν, παρά τα βασανιστήρια που έχουν υποστεί. Ο τύραννος συµβολίζει αυτόν τον πατέρα, από τον οποίο τα άτοµα κρέµονται µε κάθε τους κλωστή, µε την ελπίδα ότι κάποτε επιστρατεύοντας την τυφλότητά τους θα τον µετατρέψουν σε στοργικό άνθρωπο».
Οι νευροεπιστήµες από την άλλη, εξηγούν τις ακραίες και βίαιες συµπεριφορές, υποστηρίζοντας ότι η παρατεταµένη έκθεση ενός νέου σε συνθήκες έντονου στρες, όπου επικρατούν η πλύση εγκεφάλου, ο επιβεβληµένος δογµατισµός, οι άτεγκτες τεχνικές στρατολόγησης και εκπαίδευσής τους επιδρά αρνητικά στη δοµή και στη λειτουργία του εγκεφάλου του. Πιο συγκεκριµένα αναφέρουν ότι διαταράσσεται η διασύνδεση µεταξύ των νευρώνων, µειώνοντας την ικανότητα της µάθησης, της λογικής σκέψης, της αντίληψης και ερµηνείας της πραγµατικότητας καθώς και του αυτοελέγχου, ενώ συρρικνώνεται σε µεγάλο βαθµό η ικανότητα για ενσυναίσθηση, η κατανόηση δηλαδή της συµπεριφοράς και των συναισθηµάτων των άλλων. Ως εκ τούτου η κοινωνική συµπεριφορά του νέου σταδιακά παύει να υφίσταται δίνοντας τη θέση της σε παραλογισµούς, ιδεοψυχαναγκασµούς και άλλες παθολογικές συµπεριφορές.
Ενόψει της διόγκωσης του κοινωνικού αυτού φαινοµένου, το οποίο λαµβάνει σηµαντικές διαστάσεις σε παγκόσµια κλίµακα, χρειάζεται να προβληµατιστούµε και να συνεισφέρουµε όλοι, ο καθένας µέσα από τον ρόλο του, µε ατοµική αλλά και συλλογική ευθύνη, αρχικά ως προς την κατανόησή του και στη συνέχεια µέσα από προτάσεις και τρόπους διαχείρισής του.
Καθώς η καταστολή δεν αρκεί, γιατί απλά λειτουργεί στο καθεστώς «οφθαλµός αντί οφθαλµού», αναπαράγοντας µόνο πόνο και µίσος, η πρόληψη µοιάζει να µπορεί να προσφέρει µια εναλλακτική διέξοδο, η οποία θα βοηθήσει όχι µόνο προσωρινά αλλά και σε βάθος χρόνου την αποφυγή γέννησης τέτοιων φαινοµένων.
Πιο συγκεκριµένα, η πνευµατική καλλιέργεια και η παιδεία των πολιτών αποτελούν τη βάση αυτής της πρόληψης. Οι πνευµατικοί άνθρωποι του εκάστοτε τόπου, σε συνεργασία µε την πολιτική ηγεσία, µπορούν να χαράξουν πολιτικές που θα διασφαλίζουν την ειρήνη, την ασφάλεια, την οµαλή συνύπαρξη των πολιτών και τη συνεργασία µεταξύ των λαών. «Οι πολιτικοί είναι οι πρακτικοί άνθρωποι που δίνουν λύσεις. Αλλά αν δεν ξέρουν, αν αυτοσχεδιάζουν, αν οι πνευµατικοί άνθρωποι του τόπου δεν τους έχουν επισηµάνει δύο τρία στοιχεία, δεν θα µπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους», ανέφερε ο Στ. Ράµφος σε πρόσφατη συνέντευξή του. Το µέλλον φαντάζει καταδικασµένο και δυσοίωνο όταν οι πολιτικοί ηγέτες, στερούµενοι πνευµατικής καλλιέργειας, ανταποκρίνονται µε τον ίδιο τρόπο στη βία και στον φανατισµό, σπέρνοντας τον τρόµο και την εκδικητικότητα, απευθυνόµενοι στα ζωώδη ανθρώπινα ένστικτα και όχι στην πνευµατικότητα, τις αξίες και τα ιδανικά του σύγχρονου ανθρώπου.
Εν κατακλείδι, χρειάζεται να βρισκόµαστε σε πνευµατική εγρήγορση καθώς διανύουµε µια εξαιρετικά δύσκολη εποχή, όπου η κρίση κλιµακώνεται και τείνει να εκτονωθεί σπρώχνοντας άτοµα και οµάδες στα άκρα. Αντί να αποµονωνόµαστε είναι σηµαντικό να λειτουργούµε συλλογικά, ενθυµούµενοι ότι στις περιπτώσεις εκείνες όπου η οικογένεια, το σχολείο, η κοινωνία και η πολιτεία απουσιάζουν και σιωπούν, το κενό που αφήνουν πίσω τους γεµίζει µε άγνοια, ατοµικισµό, παραλογισµό και σκληρότητα. Σε τέτοιες συνθήκες επωάζουν και κάποια στιγµή ξυπνούν τα πρωτόγονα και άγρια ανθρώπινα ένστικτα, οι λανθάνουσες δυσκολίες, ο πόνος από τα ανεπούλωτα ψυχικά τραύµατα πρότερων εµπειριών, τα οποία έχοντας µείνει ανεπεξέργαστα φτάνουν στο σηµείο να γιγαντώνονται παίρνοντας διάφορες µορφές, καταρρακώνοντας την αξία και την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ως εκ τούτου, όταν βρισκόµαστε µετέωροι, είναι σηµαντικό να αναζητούµε το ισοζύγιο εκείνο που θα µας ισορροπεί, προκειµένου να αποφεύγουµε να βλέπουµε την καταστροφική πλευρά στην ιστορία του ανθρώπινου γένους να επαναλαµβάνεται. Η επένδυση στις ανθρώπινες σχέσεις, η γνώση του εαυτού µας, η προσφυγή στις πανανθρώπινες αξίες, η γνώση της ιστορίας, η αξιοποίηση του έργου των προγόνων µας, λειτουργώντας σαν πηγή έµπνευσης και στήριξης στις δύσκολες και κρίσιµες αυτές στιγµές της ανθρωπότητας, µπορούν να επαναφέρουν τη χαµένη ισορροπία, χωρίς την οποία δεν µπορούµε να ζήσουµε.