Κρίση; Τέλειωσε η κρίση! Η Ελλάδα βιώνει πλέον το πολυπόθητο success story. Από «κακό» πειραματόζωο της λιτότητας και των περικοπών έχει μετατραπεί σε «καλό» πειραματόζωο των επενδύσεων και της ανάπτυξης. Λεφτά υπάρχουν, λοιπόν! Και το χρήμα αρχίζει να ρέει άφθονο στη χώρα. Ο Πέτρος Μάρκαρης μέσα σε έξι χρόνια έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα: την Τριλογία της Κρίσεως και τον Επίλογό της. Το νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Offshore» (εκδόσεις Γαβριηλίδης) δεν θα χρειαστεί να μεταφραστεί (ούτε να εξηγηθεί περαιτέρω) επειδή οι αναγνώστες του σε Ελλάδα, Ευρώπη και Λατινική Αμερική ξέρουν πολύ καλά τον διεθνή όρο για τις «υπεράκτιες εταιρείες». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι γνωρίζουν και όλοι πώς ακριβώς λειτουργούν οι λεγόμενοι φορολογικοί παράδεισοι και τι ακριβώς εξυπηρετούν. Ο,τι είναι νόμιμο μπορεί συγχρόνως να είναι και σκοτεινό, όπως το «μαύρο χρήμα». Ο αστυνόμος Χαρίτος λ.χ. είναι «σκράπας στα οικονομικά» και σε τούτη την ιστορία, όπου υπάρχουν «μόνο υπόνοιες» αλλά «στοιχείο κανένα», αναρωτιέται έντονα για τον «χώρο» των συναλλαγών. Στο λεξικό του Δημητράκου ψάχνει τα λήμματα «κουκουλ(λ)ώνω», «επένδυσις», «κίνητρον». Αυτή τη φορά τον απασχολούν τρεις δολοφονίες, ενός άνδρα που είχε δουλέψει στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού και ήταν επικεφαλής του τμήματος που διαχειριζόταν τις μαρίνες, ενός ιδιοκτήτη μιας ναυτιλιακής εταιρείας με έδρα το Λονδίνο και ενός συνταξιούχου (αλλά εξαιρετικά δραστήριου) δημοσιογράφου. «Το μυθιστόρημα το παρέδωσα στον εκδότη μου πριν ακόμη σκάσει η υπόθεση των Panama Papers. Θέλω να πω δηλαδή ότι ο τίτλος του βιβλίου δεν σχετίζεται με τις πρόσφατες ενέργειες της παρούσας κυβέρνησης που μας ανάγκασε να ασχοληθούμε δεόντως με τις offshore εταιρείες και πάλι» είπε ο συγγραφέας στο «Βήμα». Είχε μόλις επιστρέψει από ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στο Κάλιαρι της Ιταλίας. «Κατά καιρούς, ξέρετε, οι μαφίες των ναρκωτικών παραδίδουν κάποιον για να ηρεμήσει κάπως η κατάσταση, να πει ο κόσμος, ορίστε, τους πιάνει η αστυνομία. Με την ίδια ακριβώς λογική αποκαλύπτονται ενίοτε ορισμένες offshore εταιρείες ώστε να γίνει ντόρος, ώστε να μπορέσουν οι εμπλεκόμενοι –που είναι εξαιρετικά οργανωμένοι, το τονίζω αυτό –να κάνουν πιο ήσυχα τη «δουλειά» τους αργότερα. Πρέπει να ικανοποιείται πού και πού το διεθνές αίσθημα δικαίου, ως εκεί βέβαια που δεν τους προκαλεί ζημιά και ως εκεί που μπορούν να «ακυρώσουν» διάφορους πολιτικούς παράγοντες» σχολίασε ο Πέτρος Μάρκαρης, πριν αρχίσει μια εκτενέστατη συζήτηση μαζί του, μέρος της οποίας ακολουθεί.

Θα έλεγα, κύριε Μάρκαρη, ότι το νέο σας μυθιστόρημα είναι «πιο αστυνομικό» από τα τέσσερα προηγούμενα. Συμφωνείτε;
«Σας λέω ότι εδώ αλλάζει το αντικείμενο της έρευνας. Η έρευνα εδώ δεν επικεντρώνεται στους δολοφόνους αλλά σε ένα βασικό ερώτημα: Από πού έρχονται τα λεφτά; Αυτό είναι το αντικείμενό της. Το θέμα εδώ δεν είναι τα θύματα αλλά τα χρήματα».
Το έργο του Χαρίτου, με τον οποίο συνυπάρχετε 20 και πλέον χρόνια, παραείναι εύκολο. Είναι σαν να του φωνάζουν οι δολοφόνοι «εδώ είμαστε, εμείς το κάναμε»…
«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ενώ ο Χαρίτος βρίσκει τους δολοφόνους, δεν πείθεται! Σου λέει, ναι μεν σκότωσαν αυτοί αλλά είναι αδύνατον να σκότωσαν για τους λόγους που επικαλούνται. Αυτή είναι η διαρκής ανατροπή: όλοι ομολογούν για κάτι που είναι απίθανο να έχει συμβεί όπως το περιγράφουν».
Στην αρχή του βιβλίου, η Αθήνα έχει γεμίσει με τις αφίσες ενός νέου κόμματος, «των σαραντάρηδων» όπως γράφετε, το οποίο και κερδίζει τις εκλογές υποσχόμενο πολιτική ομόνοια στην πράξη και τάχιστη οικονομική ανάκαμψη. Παρατραβηγμένο δεν είναι;
«Εδώ και χρόνια ακούω ότι η λύση για την Ελλάδα θα ήταν μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να υπάρξει και μια τέτοια πιθανότητα: σε μια χώρα όπου όλοι σφαζόμαστε μεταξύ μας, να κερδίσουν οι πιο αγαπησιάρηδες! Δηλαδή να αναλάβουν νεότερα, μεσαία στελέχη από όλα τα κόμματα, χωρίς ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, που δεν είχαν καταλάβει υπουργεία, που δεν είχαν ενεργό μερίδιο εξουσίας και που αποφάσισαν να κάνουν μαζί κάτι άλλο, να προτείνουν κάτι διαφορετικό. Σκέφτηκα ότι τέτοιου είδους κινήσεις συναντούν πολλές φορές τη συμπάθεια του κόσμου και δεν το θεώρησα απολύτως εξωπραγματικό να κερδίσουν αυτοί. Ε, λοιπόν, με το που βγαίνουν αυτοί αρχίζει να πέφτει το χρήμα! Μα καλά, θα μου πείτε, με μια κυβέρνηση τριών μηνών; Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Δεν νομίζω ότι αφήνω κάποια αμφιβολία ότι αυτοί είναι μια βιτρίνα. Είναι! Αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει τι υπάρχει πίσω από το κόμμα-βιτρίνα. Ολη η έρευνα περιστρέφεται γύρω απ’ αυτό».
Ο Φάνης, ο γιατρός, ο γαμπρός του Χαρίτου, που διαβλέπει ότι πολύ σύντομα θα πάρει και αύξηση, υποστηρίζει ότι το νέο κόμμα τα κατάφερε επειδή «έριξε το βάρος στην ιδιωτική οικονομία» και απλώς μαζεύει χρήμα. Είναι τόσο απλή η διέξοδος;
«Πριν προχωρήσω, θέλω να υπογραμμίσω ότι ο Φάνης που τα λέει αυτά, τα λέει στο πλαίσιο μιας συνετής οικογένειας, αυτής του Χαρίτου. Είναι ο σύζυγος της συνετής κόρης του Χαρίτου, της Κατερίνας. Ακόμη κι αυτοί όμως έτσι σκέφτονται! Την ώρα που πέφτει το χρήμα, κοιτάνε πώς θα ζήσουν καλύτερα από την επόμενη κιόλας ημέρα. Κι αυτό είναι εξηγήσιμο. Ωστόσο, αυτό που δεν λέει ο Φάνης είναι ότι, ακόμη κι αν η νέα κυβέρνηση τα έκανε όλα σωστά, θα χρειαζόταν ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα ώστε να αρχίσει η πολιτική της να αποδίδει. Το τρίμηνο δεν φτάνει. Αλλά αυτό δεν τον απασχολεί τον Φάνη, του αρκεί αυτή η αιτιολόγηση, δεν ενδιαφέρεται να σκεφτεί την προέλευση του χρήματος. Αν όμως καθόταν δίπλα του ένας οικονομολόγος θα του έλεγε ότι, ναι μεν αυτά περί της ιδιωτικής οικονομίας είναι απαιτούμενα και πρέπει να γίνουν, αλλά, ακόμη και αν εφαρμοστούν τέλεια τα μέτρα, θα χρειαστεί τουλάχιστον μία πενταετία για να τα αξιολογήσουμε, να δούμε αν υπάρχει καλυτέρευση. Στη βάση πάντως μιας τέτοιας λογικής –το να πουλάς από ανάγκη –υπάρχει μια εξήγηση: πουλάς ορισμένα πράγματα για να εισπράξεις κάποια λεφτά, ώστε με αυτά να ξεκινήσεις τη σταδιακή ανοικοδόμηση μιας χώρας και μιας οικονομίας που έχουν καταρρεύσει. Της Ελλάδας, ας πούμε. Γι’ αυτό όμως δεν χρειάζεται μόνο χρόνος. Ο χρόνος πρέπει να συνδυαστεί και με τον σωστό τρόπο αξιοποίησης αυτών των πόρων. Δύσκολο πράγμα. Βέβαια, αυτή είναι μια λύση που έχει δύο αγκάθια στην περίπτωσή μας. Πρώτον, όταν πουλάς με το μαχαίρι στον λαιμό, θα σ’ τα πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί, να μην έχουμε αυταπάτες, αυτό συμβαίνει παντού. Το να περιμένουμε ειδική μεταχείριση είναι ένας ευσεβής πόθος. Δεύτερον, όλα αυτά που ακούω περί επενδύσεων προσκρούουν σ’ έναν βράχο που δεν θέλει κανείς να αποψιλώσει: το Ελληνικό Δημόσιο. Οσο δεν αλλάζει αυτό το σύστημα γραφειοκρατίας και ευνοιοκρατίας που έχει ως αποτέλεσμά του την απόλυτη παράλυση, να μην περιμένουμε τίποτα. Και τις επενδύσεις, όσες κι όποτε έλθουν, θα τις καταστρέψει!».
Ο Χαρίτος λέει «ξαναγυρίσαμε στα παλιά μας». Η σύζυγός του η Αδριανή λέει «να μου το θυμηθείς, με τα μυαλά που κουβαλάμε θα νοσταλγήσουμε την κρίση». Τι συμβαίνει; Περιγράψατε μια δυστοπία (την άτακτη επιστροφή στη δραχμή) και τώρα περιγράφετε μια ουτοπία με ημερομηνία λήξεως;
«Να σας απαντήσω από την πλευρά της Αδριανής; Αυτή είναι η κλασική νοικοκυρά που είναι ανασφαλής και φοβάται. Βλέπει τα λεφτά να πέφτουν, το έχει ξαναδεί, είδε πού καταλήξαμε και πιθανολογεί ότι μπορούμε να πάθουμε και πάλι το ίδιο, ότι η δεύτερη φορά μάλιστα θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Σε αντίθεση με τον δικό της φόβο –που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα –τοποθετούνται πολλά μέλη της οικογένειάς της. Πιστεύω ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχουμε ως κοινωνία είναι ότι από τούτη την κρίση δεν μάθαμε τίποτα. Υποφέρουμε χωρίς να μαθαίνουμε. Κανένας λαός δεν αποδέχεται το να υποφέρει, προφανώς. Υπάρχουν όμως και λαοί που όταν υποφέρουν διδάσκονται κάτι. Και εμείς, ουσιαστικά, υποφέρουμε επειδή οραματιζόμαστε τον χαμένο παράδεισο. Δεν μας απασχολεί η προοπτική του μέλλοντος αλλά η επιστροφή στο παρελθόν».
Μα η ίδια η κοινωνία, η πλειοψηφία της εν πάση περιπτώσει, επέλεξε πρόσφατα να την κυβερνήσουν οι πολιτικές δυνάμεις που της υπέδειξαν το ανέμελο παρελθόν…
«Να σας πω. Είτε συμφωνώ είτε διαφωνώ, καταλαβαίνω την πρώτη αντίδραση ενός συστήματος ψηφοφόρων, απογοητευμένων βαθύτατα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, που έκανε το άλμα προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Σε μένα τουλάχιστον, που μεγάλωσα μέσα στην Αριστερά, αποκαλύφθηκε ήδη από την πρώτη συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ ότι αυτό το πράγμα δεν είναι Αριστερά αλλά ένα κράμα λαϊκισμού και οπορτουνισμού με αριστερό περίβλημα. Ξέρετε, προτιμώ να έχω συνείδηση ότι δεν υπάρχει Αριστερά, παρά να βαφτίζω «Αριστερά» τους πρώτους τυχόντες. Από τη στιγμή όμως του δημοψηφίσματος και μετά, αυτό το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας για το οποίο μιλάμε είχε μπροστά του όλα τα δεδομένα για να καταλάβει ότι αυτό που επιχειρείται ή αυτό που δίδεται ως υπόσχεση είναι μια φούσκα. Το ότι αυτό δεν θέλησε να το αποδεχτεί είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το γεγονός ότι αποδέχεται τη φούσκα. Γιατί; Γιατί και η προηγούμενη κατάσταση φούσκα ήταν, αλλά περνούσαμε μια χαρά…».
Τι μου λέτε τώρα; Οτι έχουν συνηθίσει να διαψεύδονται;
«Σας λέω ότι έχουν συνηθίσει να πιστεύουν στα θαύματα. Δεν έχουν συνηθίσει να εμβαθύνουν στα δεδομένα που έχουν μπροστά στα μάτια τους. Και επειδή δεν γίνεται αυτό, δύο πράγματα εμπεδώνονται και διαδίδονται στην κοινωνία. Το ένα είναι η άκρατη συνωμοσιολογία και το άλλο η ελπίδα της ακαριαίας ανατροπής προς όφελός μας. Τίποτα ποτέ δεν αποδεικνύεται, αλλά εκεί, επιμένουμε, προσδοκούμε το μεγάλο θαύμα!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ