Τρία χρόνια τώρα μπαίνει σπίτι μας ως Βούλα, σύζυγος του Μηνά. Ως γυναίκα πληθωρική λόγω συναισθημάτων και επιθυμιών. Με μια ανικανοποίητη επιθυμία για ταξίδια, βόλτες, φιλίες, επικοινωνία, για ζωή. Μέσα από το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» η Ελένη Κοκκίδου έγινε η πιο συμπαθής και οικεία τηλεοπτική περσόνα των τελευταίων ετών. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στην επιτυχία της ομολογουμένως πολύ καλής σειράς. Οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδια μπήκε χορτασμένη και έχοντας διανύσει πολλά χιλιόμετρα στο θέατρο και στον χώρο της τέχνης με αποτέλεσμα να μη βασίζεται σε ευκολίες και σταριλίκια που στοιχειώνουν την ελληνική τηλεόραση. Η ηθοποιός μίλησε στο «Βήμα της Κυριακής» για όλα όσα κέρδισε μέσα από την εμπειρία της στη «Μουρμούρα» αλλά και για τα όσα ονειρεύεται για τις νεότερες γενιές.
Τι σας έδωσε όλα αυτά τα χρόνια η συμμετοχή σας στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα»;
«Το σημαντικότερο και το πολυτιμότερο ήταν η οικειότητα με τον πολύ κόσμο. Ηταν πρωτόγνωρο για μένα να σταματά ο κόσμος στον δρόμο και να μου μιλά. Συνήθως περπατούσα και δεν συνέβαινε το παραμικρό και ξαφνικά όλο αυτό άλλαξε. Και άλλαξε με έναν γλυκό τρόπο, γιατί όλη η προσέγγιση ήταν και είναι τόσο συναισθηματική. Ξέρετε, αυτά πια δεν συμβαίνουν με την τηλεόραση και τους ανθρώπους της, παραπέμπουν σε άλλες εποχές, σε εποχές του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου».
Σας τρόμαξε;
«Οχι, απλά με παραξένεψε λίγο. Αλλά δεν ήταν τρομακτικό, ήταν γοητευτικό. Οταν έχεις μάθει να συνομιλείς με κάποιους θεατρόφιλους που έρχονται στις παραστάσεις να σε δουν και σου λένε δυο λόγια, όλο αυτό που συνέβη με τη σειρά κάπως σε ξαφνιάζει. Μου χαμογελούν, μου μιλούν με αγάπη και κυρίως με ευχαριστούν γιατί πιστεύουν και νιώθουν ότι τους δίνουμε χαρά μέσα από πολύ δύσκολες συνθήκες όπως αυτές που ζούμε. Εγώ το βρίσκω πολύ σημαντικό».
Η επιτυχία της σειράς πάντως φάνηκε ότι άντεξε στον χρόνο…
«Ναι, γιατί πρόκειται για τηλεοπτικό προϊόν το οποίο έχει ποιότητα, αισθητική και ένα πολύ καλό σενάριο. Ο τρόπος που μίλησε στον κόσμο ήταν πολύ ανθρώπινος και κατάφερε να θυμίζει σε όλους κάτι από τη ζωή τους».
Στη δουλειά σας είχατε αλλαγές;
«Είχα πάρα πολλές προτάσεις στο θέατρο και κυρίως για δουλειές που στηρίζονται στο ταμείο. Και για κινηματογραφικές ταινίες της ίδιας λογικής. Δεν το λέω με αρνητική διάθεση, απλά επισημαίνω τη διαφορά, δεδομένου ότι εγώ μέχρι τότε, πριν από τρία χρόνια, ήμουν ηθοποιός που δούλευε σε θέατρα που ζούσαν από τις επιχορηγήσεις».
Τα απορρίψατε;
«Οχι. Ολα τα συζητώ. Δεν μου αρέσουν οι κατηγοριοποιήσεις και οι ταμπέλες. Αυτό που μετράει είναι να με ενδιαφέρει και να με πηγαίνει παρακάτω αυτό που θα κάνω. Και αυτό ισχύει και για τη ζωή μου και για τη δουλειά μου».
Θυμώνετε ως Ελένη για αυτά που συμβαίνουν;
«Οχι, δεν θυμώνω. Κι αυτό γιατί έβλεπα ότι αυτό ήταν κάτι που θα ερχόταν. Η έκπτωση υπήρχε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αναπόφευκτο ήταν να συμβεί ό,τι συνέβη. Και επρόκειτο για έκπτωση ηθική, πολιτική και κυρίως έκπτωση στην παιδεία. Από εκεί αρχίζουν τα σημαντικότερα προβλήματα και αυτό είναι που πρέπει να λυθεί και να διορθωθεί από τους ιθύνοντες».
Ελπίζετε;
«Ναι, ελπίζω αλλά όχι για τις δικές μας τις γενιές. Ελπίζω για τις νεότερες. Εμείς θα βρούμε έναν τρόπο να επιβιώσουμε. Αυτοί που θα βγουν και θα πρέπει να βγουν καθαροί από ό,τι «σκουπίδι» υπάρχει είναι τα μικρά παιδιά. Αυτοί είναι οι μόνοι που έχουν την ελπίδα και την ευκαιρία να σωθούν».
Δεν δείχνει και τόσο εύκολο πάντως, κυρία Κοκκίδου.
«Υπάρχει μία φόρα που μας κατευθύνει πια λόγω όλων αυτών που συμβαίνουν. Με αυτή τη φόρα θα κοιταχθούμε στον καθρέπτη και θα αρχίσουμε να μουντζωνόμαστε για τα λάθη που έχουμε κάνει. Ας κλείσει πια αυτός ο κύκλος της Μεταπολίτευσης και ας μην περιμένουμε από το κράτος όλα όσα περιμέναμε, όπως τα περιμέναμε. Αν είναι να προσπαθήσουμε για κάτι, αυτό ας είναι η παιδεία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ