Εγκώμιο της Οδύσσειας σε είκοσι τέσσερις προτάσεις, με αριθμητικό δείχτη, για ακρόαση:
1. Χρυσοπέδιλος ο Ερμής, με το μαγνητικό ραβδί στο χέρι, ταξιδεύει πάνω από στεριά και θάλασσα, μεταφέροντας στην Καλυψώ την απαράβατη εντολή του Δία για τον αποφασισμένο νόστο του Οδυσσέα. /

2. Στη μέση του πελάγου ο Ποσειδών σηκώνει κύμα θεόρατο, συντρίβοντας τη σχεδία του Οδυσσέα, κι εκείνος, ζωσμένος με το μαγνάδι της Λευκοθέας στο στέρνο του, παλεύει κολυμπώντας να σωθεί. /

3. Ο Οδυσσέας, στο όριο της θανάσιμης εξάντλησης, βλέπει επιτέλους στεριά, όπου τον συνεπαίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση. /

4. Εξουθενωμένος από το ναυάγιο ο Οδυσσέας, βγαίνει στην ακροποταμιά, σωριάζει πάνω του φύλλα από δίδυμη ελιά για σκέπασμα και στρώμα, και βυθίζεται στον ύπνο που του χαρίζει η Αθηνά, σαν τη σπίθα κρυμμένος στη στάχτη. //

5. Λευκώλενη η Ναυσικά, ανάμεσα στις άλλες κοπέλες, τραγουδά και χορεύει, χάρμα οφθαλμών, παίζοντας πετόσφαιρα που, πέφτοντας σε λίγο στο ποτάμι, θα ξυπνήσει τον Οδυσσέα. /

6. Σκεπάζοντας όπως όπως τη γύμνια του ο εξαγριωμένος από το ναυάγιο Οδυσσέας, στέκει έκθαμβος μπροστά στην πανέμορφη Ναυσικά, που του θυμίζει βλαστάρι φοινικιάς –εκείνο που είδε κάποτε μπροστά στα μάτια του να ψηλώνει στο νησί της Δήλου.//.

7. Το τραγούδι του Δημόδοκου για τον δούρειο ίππο και την άλωση της Τροίας προκαλεί στον Οδυσσέα θρήνο σπαραχτικό, που διπλασιάζει την απορία του Αλκινόου: ποιος είναι επιτέλους αυτός ο ξένος και ποιος ο λόγος που τον κάνει να θρηνάται; Ετσι αρχίζει η αποκάλυψη των Απολόγων. /

8. Ο Οδυσσέας και οι διαλεγμένοι εταίροι του, έγκλειστοι στη σπηλιά του Πολύφημου, τυφλώνουν τον μεθυσμένο Κύκλωπα μ’ ένα παλούκι ελιάς, που το μπήγουν στο μοναδικό του μάτι. /

9. Στον κάτω κόσμο ο Οδυσσέας, συνομιλώντας με την ψυχή της πεθαμένης μάνας του Αντίκλειας, δοκιμάζει τρεις φορές να την αγκαλιάσει, και τρεις φορές του φεύγει μέσα από τα χέρια του ο άδειος ίσκιος της. /

10. Κάτω στον Αδη η σκιά του Αγαμέμνονα διηγείται στον Οδυσσέα πώς τον έσφαξε, μέσα στο ίδιο του το παλάτι, ο Αίγισθος, με τη συνέργεια της άκαρδης γυναίκας του, της Κλυταιμνήστρας. /

11. Η Σκύλλα αρπάζει με τα νύχια της, σηκώνοντας ψηλά, έξι συντρόφους του Οδυσσέα, κι εκείνοι απελπισμένοι, απλώνοντας τα χέρια, φωνάζουν το όνομά του και τον παρακαλούν να τους σώσει από τον βέβαιο σπαραγμό. /

12. Ο Οδυσσέας, προσηλωμένος στον πάμφωτο ήλιο, περιμένει πώς και πώς να δύσει, σημάδι της συμφωνημένης ώρας για την αναχώρησή του με το μαγικό καράβι των Φαιάκων, που θα τον ταξιδέψει στην Ιθάκη. //

13. Ο Οδυσσέας στην κουπαστή του καραβιού που τον πηγαίνει στην Ιθάκη, βυθίζεται σε αξύπνητο ύπνο, όμοιο με θάνατο, όπου σβήνουν λησμονημένα όλα τα περασμένα πάθη του. /

14. Στο καλύβι του πιστού χοιροβοσκού Εύμαιου, με την επέμβαση της Αθηνάς, ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, και ο αναγνωρισμός σφραγίζεται με αμοιβαίο θρήνο πατέρα και γιου για τα ατέλειωτα χρόνια αποξένωσης και στέρησης. //

15. Ο Εύμαιος εξηγεί στην Πηνελόπη πώς τον εμάγεψε ο ξένος (ο Οδυσσέας δηλαδή), διηγώντας τη βασανισμένη περιπέτεια της ζωής του –θα μπορούσε, λέει, να τον ακούει όλη τη νύχτα και να μην τον πάρει ύπνος. /

16. Ακούγοντας η Πηνελόπη τη μεγάλη πλαστή διήγηση του ξένου (του Οδυσσέα δηλαδή), που της φαντάζει αληθινή (τόση είναι η αφηγηματική της τέχνη), αναλύεται σε κλάμα, που λιώνει σιγά σιγά τον πάγο της εικοσάχρονης μοναξιάς της. //

17. Η Πηνελόπη διηγείται στον ξένο (στον Οδυσσέα δηλαδή) που της έγινε πια οικείος, πόσο και πώς βασανίζεται στις άγρυπνες νύχτες της με την εικόνα του αφανισμένου άντρα της /

18. Παραμονή της μνηστηροφονίας, και ο Οδυσσέας άγρυπνος στριφογυρίζει αμίλητος στο στρώμα του, θυμωμένος με τις άπιστες δούλες που πάνε να σμίξουν με τους μνηστήρες. /

19. Η Αθηνά σαλεύει το μυαλό των μνηστήρων που τους παραμορφώνει, κι αυτοί γελούν ασυγκράτητα, ξερνώντας αιμόφυρτα κρέατα. //

20. Ετοιμος για την εκδίκησή του ο Οδυσσέας, κρατώντας το αδάμαστο τόξο στο χέρι, τεντώνει τη νευρή του, απολαμβάνοντας τον μελωδικό της ήχο. /

21. Υψώνοντας τη φονική ασπίδα της η Αθηνά, σκορπίζει ζαλισμένους τους μνηστήρες στην αίθουσα του παλατιού, ανίκανους να αντιδράσουν στις βολές του Οδυσσέα και του Τηλεμάχου. /

22. Ματοβαμμένος στο τέλος της μνηστηροφονίας ο Οδυσσέας, κοιτάζει αλαφιασμένος γύρω του, μήπως περίσσεψε κάποιος μνηστήρας ζωντανός, κι εκείνοι ξέπνοοι όλοι. //

23. Ο κορυφαίος αναγνωρισμός του έπους: η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον άντρα της ζωής της, αγκαλιασμένοι οι δυο τους αγάλλονται, μοιράζοντας τα περασμένα βάσανά τους. /

24. Ο ψυχοπομπός Ερμής οδηγεί τις ψυχές των νεκρών μνηστήρων στον Αδη: μπροστά ο θεός, και πίσω του εκείνες, τρίζοντας σαν νυχτερίδες. ///

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ