Ηταν κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής περιόδου όταν ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, συνδυάζοντας το δικό του είδος βαρύτονης λεβεντιάς με τη δική του εκδοχή μόρτικης ευτραπελίας, ονομάτισε την πρώην αναπληρώτρια υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής «κυρία Τασία». Σαφώς άκομψος, σχεδόν σεξιστικός και ασφαλώς «πολιτικά μη ορθός», ο χαρακτηρισμός έλαβε το μερτικό του στην ελάσσονα πολιτικολογία, απετέλεσε ωστόσο και μείζονα αφορμή για να μάθουμε, όσοι ενδιαφερόμαστε, σε τι χρησιμεύουν οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές σπουδές» –από τα επίσημα χείλη της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας: « Αυτά τα οχυρά, όπως είναι οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, θα τα κρατήσουμε ζωντανά. Και θα τα κρατήσουμε ζωντανά για έναν και μοναδικό κυρίως λόγο: γιατί μέσα από αυτά τα οχυρά διαμορφώνονται πολίτες, αυτοί οι πολίτες που δεν θα επιτρέψουν πια στον δημόσιο χώρο ούτε ακραίες ενέργειες δολοφονίας όπως του Φύσσα αλλά ούτε και άλλες σεξιστικές ενέργειες στον δημόσιο χώρο εναντίον θεσμικών –και όχι μόνο! –προσώπων. Εκφράσεις όπως «κυρά Τασία» δείχνουν πόσο ανάγκη έχουμε αυτές τις σπουδές».
Αντιπαρέρχομαι τη στοχευμένη αναφορά στη δολοφονία Φύσσα, αφού είναι πλέον γνωστό ότι το αίμα στις αριστερές αρτηρίες είναι πάντα πιο κόκκινο, και στοχάζομαι με σεβαστική κατάνυξη τον «έναν και μοναδικό λόγο» που προβάλλει η κυρία υπουργός για τη διατήρηση των ανθρωπιστικών σπουδών. Ολο το σεπτό οικοδόμημα του ουμανισμού, από τον Κικέρωνα και τον Ερασμο ως τις σύγχρονες απολήξεις του Διαφωτισμού, υπάρχει για την πρόληψη ενός «πολιτικά μη ορθού στραβοπατήματος», διατρανώνει η κυρία υπουργός.
Μη βιαστείτε να θεωρήσετε αυτή τη θέση αποκλειστικό προϊόν των συριζαϊκών ιδεολογικών εργαστηρίων. Η απερίφραστη πρακτικότητα και η ωφελιμιστική αιχμή της αποτελούν την έσχατη συνέπεια ενός «αφηγήματος» που αντλεί την πλοκή του από την αγαστή συνεργασία της Διεθνούς των στρουκτουραλιστικών και μαρξιστικών σπουδών: αναζητώντας τα απώτατα «σημειωτικά» βάθη, οι πρώτες μπορούσαν να ξεχνούν τη διαφορά ανάμεσα στα μελό του Νίκου Φώσκολου και στην «Αννα Καρένινα»· οι δεύτερες, σταθερά μαγνητισμένες από τα ταξικά, ιδεολογικά και πολιτικοοικονομικά συμφραζόμενα, υπέθαλψαν συστηματική δυσπιστία απέναντι στην καντιανή αυτονόμηση της αισθητικής αξίας της λογοτεχνίας και λοιδόρησαν το λεγόμενο «φιλελεύθερο υποκείμενο» του κλασικού ουμανισμού, δηλαδή αυτό που μπορούσε να βλέπει, να ακροάται και να διαβάζει τέχνη ελεύθερο από ταξικούς επικαθορισμούς.
Στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, αυτή η συμμαχική επιχείρηση διαμόρφωσε και άρδευσε αποφασιστικά τις λεγόμενες «πολιτισμικές σπουδές» (cultural studies) οι οποίες ενδιαφέρονται να μελετήσουν και να κατανοήσουν ένα ευρύτατο φάσμα τρόπων παραγωγής – κατανάλωσης πολιτισμού και συγκρότησης πολιτισμικής (τόσο συλλογικής όσο και ατομικής) ταυτότητας μέσα σε ένα οικουμενικό τοπίο πρωτόγνωρης ρευστότητας όπου διασταυρώνονται τώρα συστηματικά διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις και όπου αγορά, πολυεθνικές εταιρείες και υπερτροφικά μέσα μαζικής ενημέρωσης κανοναρχούν νέους τρόπους βίου και πολιτείας. Και εδώ η λογοτεχνία, το τιμαλφές της ουμανιστικής παρακαταθήκης, δεν διεκδικεί πλέον υψηλότερο κύρος από τις άλλες «πολιτισμικές πρακτικές» που απαρτίζουν την πολυπράγμονα ατζέντα των πολιτισμικών σπουδών.
Θα ήταν άστοχο και μικρόψυχο να αρνηθούμε ότι η μελέτη της λογοτεχνίας μπορεί να κερδίσει νέα ενέργεια μέσα στο δυναμικό πεδίο αυτής της διευρυμένης πολιτισμικής γνωσιοθεωρίας και πρακτικής. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, η νεοθετικιστική αντίληψη της λογοτεχνίας ως ευρετικού εργαλείου σε μια διαδικασία απώτερης πολιτισμικής ανάλυσης τείνει να εγκαταστήσει μια πρακτική και ωφελιμιστική ιεράρχηση, όπου η «εκ του σύνεγγυς ανάγνωση» του κειμένου έχει μικρότερη σημασία από τις ευρείες εννοιολογικές και ιδεολογικές αναγωγές και όπου, συνεπώς, εκείνο το je ne sais quoi της «λογοτεχνικότητας» που κάνει τη λογοτεχνία διαφορετική από άλλα πολιτισμικά ντοκουμέντα απωθείται στην περιφέρεια της αναγνωστικής εμπειρίας.
Η ανθρωπιστική παιδεία, και ο λογοτεχνικός της πυρήνας, είναι ένα πυκνό πλέγμα γλωσσικής, αισθητικής και πολιτισμικής αγωγής. Η ωμή εξαπλούστευση της σημασίας της με όρους απτής χρηστικότητας είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα μιας αγχωτικής συγκυρίας όπου πραγματικές ανάγκες πολιτισμικής συνύπαρξης και αλληλοκατανόησης, πολιτικής ορθότητας και επανακαθορισμού των νεωτερικών κοινωνιών συχνά συνωμοτούν με στρεβλές φοβίες για τον υποτιθέμενο «ελιτισμό» της ουμανιστικής επιλογής. Η αντικατάσταση μιας ώρας μαθήματος λογοτεχνίας στο Λύκειο με μιαν ώρα ιστορίας των κοινωνικών επιστημών που σχολίαζα σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Το Βήμα», 13.3.2016) υπακούει, έστω και ανεπιγνώστως, στο είδος της πρακτικής γνωσιοθεωρίας που επιχείρησα να ιχνογραφήσω. Αλλά ο «ένας και μοναδικός λόγος» που επικαλείται η αναπληρώτρια υπουργός για να κρατήσει «ζωντανό» το ανθρωπιστικό οχυρό, εκτός από υπερβάλλουσα πρακτική εξαπλούστευση, είναι και δυσάρεστο μαντάτο για όσους γνωρίζουν ότι η αεί συρρικνούμενη ανθρωπιστική παιδεία είναι επίμοχθο σκεύασμα μακροπρόθεσμης και βραδείας αποδεσμεύσεως, ανασταλτικό, ασφαλώς, του «κυρά Τασία» αλλά και με το είδος της απροϋπόθετα ελεύθερης δραστικότητας που δεν μοιάζει να περιλαμβάνεται στην απλοϊκή και προχειρογραμμένη συνταγή της κυρίας υπουργού.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ