Οσονούπω (στις 22 Απριλίου) συμπληρώνονται ογδόντα επτά χρόνια βίου, οδεύοντας εφεξής στα δύο συνεχόμενα οκτώ, που ελπίζω να μη χωριστούν απότομα. Στο μεταξύ άρχισε και προχωρεί η μετάφραση της μεσαίας θηβαϊκής τραγωδίας του Σοφοκλή, η οποία δικαίως επέχει θέση κορυφαίου έργου της δραματικής τέχνης, ελληνικής και παγκόσμιας. Τυραννική στην εκπόνησή της η μετάφραση, που μόλις πέρασε από τον διαλογικό Πρόλογο στην Πάροδο του Χορού, γυρεύει αναγνωστική συμπαράσταση και φιλική κριτική. Για σχόλια φραστικά και μεταφραστικά, χρονολογικά και θεματικά, νοηματικά και ιδεολογικά, επιφυλάσσομαι. Η προκείμενη δισέλιδη μετάφραση του Προλόγου κόβεται προς το τέλος της για λόγους έντυπης χωρητικότητας. Μιλάμε δηλαδή για μεταφραστικό παράδειγμα ογδόντα έξι στίχων. Το επόμενο:
«ΟΙΔΙΠΟΥΣ: Νέα γενιά του Αρχαίου Κάδμου, / αναστήματά μου, ποιος ο καημός που εδώ / σας φέρνει με ικεσίας κλαδιά; / Η πόλη όλη, στο θυμίαμα πνιγμένη, / δέεται και βαριά αναστενάζει. / Αυτόκλητος, παιδιά μου, ήλθα να μάθω / ο ίδιος τι συμβαίνει, επώνυμος Οιδίπους, εύφημος. / Μίλησε όμως, γέροντα, αφού / σ’ εσένα ανήκει ο πρώτος λόγος: / ποιο κίνητρο σας φέρνει εδώ ικέτες; / η έγνοια; ο φόβος; Απονος θα ‘μουν / αν δεν συμπονούσα την πάνδημη αυτή ικεσία./
ΙΕΡΕΥΣ: Ω, κεφαλή της χώρας μου, Οιδίπου, / βλέπεις τα χρόνια μας, όσοι εδώ / ικέτες στους βωμούς προσπέφτουμε. / Αλλοι δεν άνοιξαν ακόμη τα φτερά τους, / άλλοι, που τους βαραίνουν τα γεράματα, ιερουργούν (του Δία ιερουργός κι εγώ), / κάποιοι είναι νέοι θαλεροί που ξεχωρίζουν. / Ικέτης ο λαός στις αγορές συναθροισμένος, / πολλοί στους δίδυμους ναούς της Αθηνάς, / κάποιοι στου μαντικού Ισμηνού την τέφρα./
Γιατί σαλεύει η πόλη, μόνος σου το βλέπεις, / και δεν μπορεί κεφάλι / να σηκώσει από τον σάλο του κακού: / σαπίζουν οι καρποί της γης, ψοφούν / και τα κοπάδια στις βοσκές, στείρες / των γυναικών οι μήτρες απομένουν. / Θεός πυρφόρος έπεσε στην πόλη, / την αφανίζει ο λοιμός / ερήμωσε του Κάδμου η χώρα, / μαύρος ο Χάρος πλούτισε / σε στεναγμούς και γόους. /
Δεν σ’ εξισώνω με θεό, όμως εγώ / κι αυτά τα νέα παιδιά, ικέτες σού / προσπέφτουμε, πιστεύοντας πως είσαι / ο μόνος μας προστάτης στις συμφορές του βίου / και στων δαιμόνων τις επιδρομές. / Εσύ που κάποτε, στην πόλη φτάνοντας του Κάδμου, / μας λύτρωσες από τον φόρο που πληρώναμε / στη φονική εκείνη αοιδό, άμαθος κι αυτοδίδακτος, / μόνο με του θεού τη φώτιση, / καταπώς λέει ο κόσμος και φρονεί, / εσύ ανόρθωσες την κλονισμένη μας ζωή. / Εσένα τώρα, Οιδίπου, την κορυφαία κεφαλή της πόλης, / οι πάντες ικετεύουμε, βοήθεια προσμένοντας, / αν τη φωνή θεών συνάκουσες / ή άνθρωπο με βούληση και γνώση, / γιατί οι βουλές των έμπειρων έχουν πρόσθετο κύρος. /
Ελα, ο άριστος εσύ ανάμεσά μας, / έλα, την πόλη ευσπλαχνίσου, την πόλη ανόρθωσε. / Γιατί η χώρα αυτή σωτήρα σ’ ανακράζει, / για τον σωτήριο ζήλο σου. Μην απομείνει την αρχή σου να θυμόμαστε, / πως πρώτα μας ανόρθωσες κι έπειτα γκρεμιστήκαμε. / Ανόρθωσε πάλι την πόλη, να ξαναβρούμε ασφάλεια. / Οπως όταν μας έσωσες μαντεύοντας σωστά, / έτσι και τώρα βρες τη λύση τη σωστή. / Γιατί, αν θες να κυβερνάς καταπώς πρέπει, / καλύτερη μια πόλη εύανδρη, παρότι ερείπιο. / Κανένας πύργος ή καράβι δεν αξίζει, / όταν οι άντρες και το πλήρωμά του λείψουν. /
Οιδίπους: Ερμα παιδιά μου, ήρθατε εδώ γυρεύοντας / γνωστά μου πράγματα –δεν τα αγνοώ. / Το βλέπω και το ξέρω, όλοι σας υποφέρετε, / κανείς σας όμως περισσότερο απ’ ό,τι εγώ. / Γιατί ο πόνος ο δικός σας είναι προσωπικός / και μοιρασμένος, ενώ η δική μου η ψυχή / για όλους και για όλα υποφέρει εξίσου: / για τον καθένα, για την πόλη και για μένα. Οπότε δεν με πιάνετε στον ύπνο. /
Εχυσα δάκρυα πολλά κι ο νους μου / βασανίστηκε, ψάχνοντας κάποια λύση. / Μετά από σκέψη επίμονη, κατέληξα στο μόνο / γιατρικό που βρήκα, κι αυτό εφαρμόζω: / τον γιο του Μενοικέα, τον Κρέοντα, γαμπρό μου, / τον έχω στείλει στους Δελφούς, στα δώματα του Φοίβου / χρησμό να πάρω, ν’ ακούσω τι και πώς, / δρώντας ή λέγοντας, την πόλη θα μπορούσα να λυτρώσω. / Κι όσο μετρώ τις μέρες και τις ώρες, / ανησυχώ τι του συμβαίνει. Είναι που λείπει / περισσότερο καιρό απ’ ό,τι είναι φυσικό. / Οταν ωστόσο φτάσει, θα ‘μουνα τιποτένιος, / αν αμελούσα ό,τι ο θεός μου φανερώσει.
Ιερεύς: Ο λόγος σου μας βγαίνει σε καλό: / μου κάνουν νόημα πως φάνηκε ο Κρέων. / Οιδίπους: Δόξα σοι Απόλλων, είθε σωτήριο να βγει το μήνυμά του, / όσο χαρούμενο είναι το βλέμμα του. / Ιερεύς: Καταπώς φαίνεται είναι ευχάριστο, / δεν εξηγείται αλλιώς πολύκαρπη η δάφνη, / που στεφανώνει το κεφάλι του. / Οιδίπους: Γρήγορα θα το μάθουμε / ακούγεται η φωνή του. /
Κρέων: Ευνοϊκός. Είμαι της γνώμης πως ακόμη / και τα δύσκολα έχουνε τέλος εύπορο, / υπόσχονται ανακούφιση. / Οιδίπους: Αρχοντα, γιε του Μενοικέα, φύτρα συγγενική, / ποιος είναι ο δελφικός χρησμός; Γιατί / ο λόγος σου ούτε μου δίνει θάρρος ούτε και φόβο μου προκαλεί. / Κρέων: Αν προτιμάς μπροστά στους άλλους να μιλήσω, / εγώ δεν έχω αντίρρηση, εκτός αν κρίνεις / προτιμότερο να μπούμε μέσα. / Οιδίπους: Μίλα σ’ όλους μπροστά / γιατί το πένθος / το δικό τους βαραίνει περισσότερο κι απ’ τη ζωή μου».
Συνεχίζεται. Ως τότε, εσείς κι εγώ, υπομονή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ