Στην εφημερίδα « ΤΑ ΝΕΑ» της 14-9-2010. δημοσιεύτηκε η ανακοίνωση μιας ΕΛΜΕ, στην οποία περιλαμβάνονταν, κατά την εκτίμηση του Δ.Σ. της, και οι εξής «κατακτήσεις» : «Δεν παίρνουμε άδεια από τη διεύθυνση για να αποχωρήσουμε από το σχολείο»…», «Δεν υπάρχει υποχρεωτικό ωράριο», «οι συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων γίνονται μέσα στο ωράριο», «Δεν αναπληρώνουμε στα κενά μας άλλα κενά…εξαιτίας έλλειψης προσωπικού», «Δεν δεχόμαστε εφόδους διευθυντών και προϊσταμένων στην τάξη» «Δεν κοινοποιούμε σε σχολικούς συμβούλους ούτε σχέδια ρύθμισης ύλης, ούτε αντίγραφα θεμάτων κ.ά..»

Στην ηλεκτρονική εφημερίδα info@esos.gr 24-12-2015 σε ερώτηση σχετική με την αξιολόγηση, βουλευτής του Σύριζα δήλωσε τα εξής : « Ας αποφύγουμε τον όρο «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού» διότι είναι κάτι για το οποίο θα βρούμε απέναντί μας τις ομοσπονδίες». Κι αμέσως παρακάτω: «Η τακτική μας θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να συμφωνήσουν και οι ομοσπονδίες. Θα τις βρούμε μπροστά μας και υπάρχει τέτοια εμπειρία».

Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ο πολίτης με την ψήφο του αναθέτει στην εκλεγμένη κυβέρνηση να διαχειριστεί τα προβλήματά του, μια κυβέρνηση η οποία θα λογοδοτήσει, στο τέλος της 4/ετίας. Όπως είναι προφανές, δεν ψηφίζει τα συνδικάτα, αλλά ούτε και την εκλεγμένη κυβέρνηση εξουσιοδοτεί να εκχωρήσει αρμοδιότητες που τις ανήκουν σε ομάδες συμφερόντων, όπως είναι τα συνδικάτα. Μια τέτοια εκδοχή νοθεύει και τραυματίζει την ίδια τη δημοκρατία.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό.

Τα συνδικάτα είναι εξ ορισμού οι διαμεσολαβητές των συμφερόντων των μελών τους. Αλλά, με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, και υπό ορισμένες συνθήκες που είναι και οι συνηθέστερες, μπορούν άνετα οι λίγοι στην κορυφή, δηλαδή τα ολιγομελή στελέχη τους, να αποφασίζουν νομιμοφανώς για τους πολλούς στη βάση, αλλά χωρίς τη γνώμη τους. Έτσι, δίνεται με τον τρόπο αυτό η δυνατότητα διαμόρφωσης στην πολιτική σκηνή οργανωμένων ολιγαρχιών, που, με το πρόσχημα πλέον της αντιπροσώπευσης, προωθούν προσωπικές απόψεις αυξάνοντας παράλληλα τη δική τους πίεση και επιρροή προς την πολιτική εξουσία, με αντάλλαγμα προνόμια και διατήρηση της δύναμής τους.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο…

Το γεγονός ότι θεσμικά η διεκδίκηση του συνδικαλιστικού αξιώματος είναι διαρκής και ανεμπόδιστη, αναπότρεπτα οδηγεί στον επαγγελματισμό των αξιωμάτων, και άρα και των στελεχών τους. Καθώς δε διαχειρίζονται αθεσμοθέτητα και αναπολόγητα ουσιαστικά επιδοτούμενη εξουσία, αποκτούν επιρροή και δημιουργούν πελατειακά δίκτυα, απλωμένα κατά περίπτωση και σε όλη τη χώρα. Γίνονται δηλαδή αναγνωρίσιμοι και άρα αυξάνουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη, μειώνοντας αντιστοίχως την ισοπολιτεία, την ισηγορία, αλλά και την ισονομία, που είναι οι τρεις πυλώνες της δημοκρατίας. Στη συνέχεια τη «δύναμη» αυτή τη διαπραγματεύονται (με πολιτικά κόμματα, πολιτικούς, κ.ά,) με βασικό στόχο τη διατήρηση των αξιωμάτων τους. Έτσι, από μεσολαβητές ενός κλάδου, μεταβάλλονται σε συμμέτοχους στην πολιτική εξουσία, χωρίς τη στοιχειώδη έγκριση του φορολογούμενου πολίτη. Και όχι αποκλειστικά για τα εργασιακά και μόνον θέματα του κλάδου τους, που θα είχε νόημα, αλλά συλλήβδην για όλα τα θέματα της πολιτικής.

Τα δυσάρεστα της κατάληξης αυτής, δε σταματούν εδώ: Το σώμα των συνδικαλιστών, τουλάχιστον εκείνων που συνδιαμορφώνουν την παραπάνω κατάσταση, δημιουργούν ένα ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ βάσης και πολιτικής εξουσίας, που δεν λειτουργεί καν ως διαμεσολαβητής, αλλά ως «μονωτήρας», ο οποίος επιδεινώνει με την παρουσία του την ατελή σχέση της αντιπροσώπευσης. Και, καθώς η πολιτική εξουσία λογοδοτεί ουσιαστικά στο τέλος της τετραετίας, συμβαίνει και το ακατανόητο : Η βάση, δηλαδή η κοινωνία η ίδια, κατά τη διάρκεια της τετραετίας να περιορίζεται στο ρόλο του παρατηρητή, ενώ οι παράτυπα διασυνδεμένοι με την άσκηση της πολιτικής να έχουν λόγο και για όλα και για όλους.

Το «σώμα» αυτό, παρατύπως, αλλοιώνει την αντιπροσωπευτικότητα της πολιτικής εξουσίας. Η οποία, προκειμένου να διατηρεί αμείωτη την πολιτική της επιρροή, αναγκάζεται και συχνά συναλλάσσεται με τις συνδικαλιστικές «ολιγαρχίες», ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό την πόρτα σε ένα πλήθος από αρνητικές συνέπειες.

Όπως είναι φυσικό, όλα τα συνδικάτα δεν διαθέτουν την ίδια δύναμη κοινωνικής πίεσης. Οι προνομιούχες συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν αυξημένη διαπραγματευτική δυνατότητα, την οποία μπορούν και αξιοποιούν είτε για λογαριασμό του κλάδου που αντιπροσωπεύουν, και διασφαλίζουν υψηλότερες αμοιβές με μέσο τον εκβιασμό, ενώ ενίοτε αποκομίζουν και προσωπικό όφελος. Σε κάθε περίπτωση πάντως η διανομή και αναδιανομή των κοινών αγαθών δεν γίνεται προς την ευκταία κατεύθυνση. Αντίθετα, γίνεται υπέρ των ισχυρών και εναντίον των ανίσχυρων, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε ένα πλήθος ανισοτήτων. Έτσι, αυξάνει διαρκώς τόσο η απληστία των μεν, όσο και η οργή των δε, και η δημοκρατία να καταλήγει να είναι ένα τεχνητά συγκολλημένο μωσαϊκό, καμωμένο από τα θραύσματα του πλήθους των διαφορών. Διαφορών που συχνά οδηγούν τους πολίτες στο να αναζητούν διέξοδο στην πολιτική απάθεια, στην οργή και συχνότερα στη βία.

Για το ποιος ευθύνεται είναι προφανές: Αναλογικά δεν είναι κανένας αθώος. Τι θα μπορούσε να γίνει ;

Κάποιες σκέψεις είναι οι ακόλουθες:

-Kάθε συνδικαλιστικό στέλεχος ύστερα από δύο θητείες να επιστρέφει στη βάση του και να επανασυνδέεται με τα προβλήματά της.

-Επαναφορά του άρθρου 4 που προέβλεπε ότι για το νόμιμο της απόφασης Δ.Σ. απαιτείται συναίνεση τουλάχιστον του ενός τρίτου των εγγεγραμμένων μελών του

-Οι αιρετοί συνδικαλιστές να μην μετέχουν και μάλιστα με ψήφο στα συμβούλια επιλογής στελεχών της δημόσιας διοίκησης.

Τέλος

Η πολιτεία πρέπει να καταργήσει τα προνόμια των συνδικαλιστών με στόχο την αξιόπιστη λειτουργία της δημοκρατίας.

Η κρίση που μαστίζει την κοινωνία μας είναι πρωτίστως πρόβλημα ποιότητας της δημοκρατίας.

Καθ. Χρήστος Β. Μασσαλάς-π. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

(cmasalas@cc.uoi.gr)


Αχιλλέας Λεοντάρης-εκπαιδευτικός

(aleontaris@gmail.com)