Πρόσφατα επανήλθε εντονότατα στην επικαιρότητα ένα από τα μεγάλα ζητούμενα στην πολιτική ζωή της χώρας: αυτό της Εθνικής Συναίνεσης (ΕΣ). Πολλές φορές κατά το παρελθόν είχε ζητηθεί η ΕΣ για την αντιμετώπιση μεγάλων εθνικών προβλημάτων, είτε από την Κυβέρνηση είτε από την αντιπολίτευση, ελάχιστες όμως φορές επιτεύχθηκε. Κατά τη γνώμη μου αυτό δεν οφείλεται μόνο στις πολιτικές οξύτητες που ταλανίζουν συχνά τη χώρα μας, αλλά και σε μικρόνοες πολιτικούς, οι οποίοι είτε κατέχονται από εγωισμούς και ιδεοληψίες, είτε έχουν εσφαλμένη αντίληψη για το πώς θα έπρεπε η ΕΣ να πραγματωθεί, είτε διότι λειτουργούν μόνο με εσφαλμένα κομματικά κριτήρια, αγνοώντας πλήρως τα μακροπρόθεσμα οφέλη για τον τόπο. Πόσες φορές, εν ονόματι της ΕΣ, δεν έχει διαφημισθεί από την εκάστοτε Κυβέρνηση ένας «εθνικός διάλογος» με τα κόμματα και με τους «κοινωνικούς εταίρους» που αποσκοπεί στην πρόκληση εντυπώσεων και που αν δεν είναι απλά προσχηματικός, συνήθως ελάχιστα προσφέρει στο ζητούμενο. Το ίδιο συμβαίνει οσάκις η Κυβέρνηση ορίσει κάποια «Επιτροπή σοφών», χωρίς όμως προηγουμένως να ζητήσει τη συμμετοχή των κομμάτων για τη συγκρότησή της. Υπάρχουν προφανώς και θέματα που άπτονται βασικών ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων, οπότε δικαιολογημένα τότε η ΕΣ είναι μάλλον αδύνατη.

Για να είναι εφικτή και αποτελεσματική η ΕΣ στην πράξη απαιτεί κάποιους κανόνες αποδεκτούς από τα κόμματα. Διαφορετικά η οποιαδήποτε προσπάθεια, ακόμα και καλοπροαίρετη, θα εκλαμβάνεται ως προσχηματική και θα αποτυγχάνει. Η λύση που προτείνουμε εδώ μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε μείζον εθνικό θέμα, τουλάχιστον σε αυτά που λίγο επηρεάζονται από ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων, π.χ. θέματα εξωτερικής πολιτικής, μεταναστευτικό, παιδείας, μεταναστευτικό κ.α.

Η πρότασή μας είναι απλή και βασίζεται σε 2 παραδοχές: (α) κοινός στόχος όλων είναι η βέλτιστη, μακροπρόθεσμα, αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας, (β) μια ομάδα ειδικών με εμπειρία και βαθιά γνώση όλων των πτυχών του προβλήματος, μπορεί να καταλήξει σε καλύτερες προτάσεις από αυτές ενός Υπουργού, συχνά άσχετου με το πρόβλημα, και των τυχόν κομματικών συμβούλων του. Με τις παραδοχές αυτές η Κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει στη συγκρότηση ομάδας ειδικών κατά το (β) ανωτέρω, όχι διακομματική όπως γίνεται μέχρι σήμερα αλλά υπερκομματική. Προς το σκοπό αυτό, αφού καθορίσει αυστηρά ουσιαστικά κριτήρια ποιότητας, που δεν τα εγγυώνται ούτε μια πανεπιστημιακή θέση ούτε η συχνότητα εμφάνισης στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά η γενική καταξίωση και αναγνώριση από ομοτέχνους, ζητάει από τα κόμματα της βουλής να υποδείξουν ειδικούς σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια. Για την αποφυγή διαφωνιών, ο αριθμός των ειδικών που θα υποδείξει κάθε κόμμα είναι ανάλογος της εκλογικής του δύναμης (όχι του αριθμού των βουλευτών του). Στην ομάδα αυτή θα πρέπει να συμμετέχουν και τα πλέον αρμόδια Υπηρεσιακά στελέχη, όχι με κομματικά κριτήρια αλλά με κριτήρια γνώσης και εμπειρίας. Ειδικά ο Πρόεδρος της ομάδος επιλέγεται από την Κυβέρνηση με τα ίδια αυστηρά κριτήρια γνώσεων, ήθους και ικανοτήτων, ώστε να είναι ευρύτερα αποδεκτός. Η ομάδα αυτή επιφορτίζεται με τη σύνταξη του σχεδίου Νόμου που ο αρμόδιος Υπουργός θα φέρει στη βουλή για περαιτέρω επεξεργασία και ψήφιση. Για να λειτουργήσει η διαδικασία αυτή απαιτείται τα κόμματα να δεσμευθούν εκ των προτέρων ότι θα δεχθούν την πρόταση της ομάδας και ότι οι τυχόν παρεμβάσεις τους δεν θα αλλοιώνουν τα βασικά στοιχεία του προτεινόμενου Νομοσχεδίου. Τυχόν απόψεις «κοινωνικών εταίρων» γνωστοποιούνται στην ομάδα αυτή εγγράφως.

Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της προτεινόμενης διαδικασίας είναι: (α) καλύτεροι, αποτελεσματικότεροι και μακροβιότεροι νόμοι που θα ψηφίζονταν με ευρύτερες πλειοψηφίες. (β) δραστικός περιορισμός του «ράβε-ξήλωνε» της νομοθεσίας μας που αποτελεί μια από τις μεγάλες παθογένειες του Ελληνικού Κράτους και, (γ) άμβλυνση της πολιτικής οξύτητας Σημειωτέον, ειδικά για την εξωτερική πολιτική και άμυνα της χώρας, απαιτείται, κατά το πρότυπο και της εξ ανατολών γείτονος, ένα μόνιμο Εθνικό Συμβούλιο που δυστυχώς σε μας δεν μπόρεσε ακόμα να γίνει, παρά το γεγονός ότι έχει προταθεί από πολλούς. (βλ. π.χ. http://elepistole.blogspot.gr/2010/09/hellenic-academic-forum.html και Β. Μαρκεζίνη: «Η Ελλάδα στον κατήφορο», εκδόσεις Σιδέρη, 2013) . Κλείνοντας, επισημαίνουμε ότι η ειλικρινής εφαρμογή της παραπάνω λογικής και δίκαιης πρότασης, αφαιρεί οποιαδήποτε δικαιολογία από ένα κόμμα για άρνηση στην ΕΣ, είναι δε ο ΜΟΝΟΣ τρόπος να θεραπευθεί το θλιβερό Ράβε-Ξήλωνε στη νομοθεσία μας.

Ο κ. Σταύρος Α. Αναγνωστόπουλος είναι διπλωματούχος ΕΜΠ, Sc.D. ΜΙΤ, ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Πατρών