Συγγραφέας, ακτιβίστρια, φιλόσοφος και φεμινίστρια, η Γκρέις Λι Μπογκς, που αγωνίστηκε επί επτά δεκαετίες για τα πολιτικά δικαιώματα και τα εργατικά κινήματα, πέθανε στο Ντιτρόιτ πλήρης ημερών, σε ηλικία 100 ετών.

«Αφησε αυτή τη ζωή, όπως την έζησε: ανάμεσα στα βιβλία, την πολιτική, τους ανθρώπους και τις ιδέες», δήλωσαν οι φίλοι της.

Σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στη ζωή της, η Μπογκς ασχολήθηκε με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, για τα δικαιώματα των μαύρων, για τα εργασιακά δικαιώματα, την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, και το φεμινιστικό κίνημα.

Γεννήθηκε από Κινέζους μετανάστες γονείς το 1915, και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, όπου ο πατέρας της είχε ένα κινεζικό εστιατόριο στο Μπρόντγουεϊ. Μετά τις σπουδές της μετακόμισε στο Ντιτρόϊτ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για να γράψει για μια σοσιαλιστική εφημερίδα.

Επηρεασμένη από τους Γερμανούς φιλοσόφους, τον Καντ και ιδίως τον Χέγκελ, πρόδρομο του Μαρξ, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της για να φέρει την αλλαγή σε μια χώρα ανισοτήτων και διακρίσεων κατά των μειονοτήτων και των γυναικών.

Ιδρυσε κοινοτικές οργανώσεις και πολιτικά κινήματα, έκανε πορείες κατά του ρατσισμού, έδωσε διαλέξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και έγραψε βιβλία για το εξελισσόμενο όραμά της για μια επανάσταση στην Αμερική.

Συμμετείχε στον διάλογο για την φύση του κομμουνισμού, και του αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Απο την συγκρουσιακή τακτική του Μάλκολμ X πέρασε στην μη βίαιη στρατηγική του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, και, τέλος, στο δικό της μανιφέστο για αλλαγή – που δεν βασίζεται σε πολιτικές και οικονομικές αναταραχές, αλλά στην οργάνωση της κοινότητας και στις ηθικές αξίες.

«Νομίζω ότι πολύ μεγάλο μέρος από την έμφαση που δίνουμε στην πάλη ήταν με όρους αντιπαράθεσης… δεν αναγνωρίσαμε αρκετά την πνευματική και ηθική δύναμη στους ανθρώπους που αγωνίζονται», είπε σε συνέντευξη στο PBS το 2007.

Νωρίς στην καριέρα της, η Μπογκς μετέφρασε έργα του Καρλ Μαρξ. Εντάχθηκε και αποχώρησε από το Εργατικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και το Κίνημα των Τροτσκιστών, και συμμετείχε σε διαλεκτικές αναλύσεις για την Σοβιετική Ενωση και το κομμουνιστικό σύστημά της.

Το 1953, μετακόμισε στο Ντιτρόιτ και παντρεύτηκε τον Τζέιμς Μπογκς, μαύρο εργάτη σε αυτοκινητοβιομηχανία, συγγραφέα και ριζοσπάστη ακτιβιστή. Η πόλη, με μεγάλο μαύρο πληθυσμό, φυλετικές ανισότητες και την βιομηχανία αυτοκινήτων στην μεταπολεμική περίοδο της ακμής της, έμοιαζε έτοιμη για αλλαγές, και το ζευγάρι επικεντρώθηκε στους Αφρο-Αμερικανούς, τις γυναίκες και τους νέους ως πρωτοπορίες ενός κοινωνικού κινήματος.

Λέγεται ότι το FBI παρακολουθούσε τις δραστηριότητές τους. Οταν εμπρησμοί και ταραχές ξέσπασαν στην πόλη το 1967, η Μπογκς περιέγραψε την βία ως μια εξέγερση εναντίον της αυξανόμενης ανεργίας και της αστυνομικής βαρβαρότητας.

Το 1992, ίδρυσε το Καλοκαίρι του Ντιτρόϊτ, ένα πρόγραμμα για τη νεολαία που εξακολουθεί να προσελκύει εθελοντές από όλη τη χώρα για την επισκευή κατοικιών, την οργάνωση φεστιβάλ μουσικής και την μετατροπή άδειων οικοπέδων σε κοινοτικά περιβόλια.

Στο τελευταίο βιβλίο της με τίτλο «Η επόμενη Αμερικανική Επανάσταση: Βιώσιμος Ακτιβισμός για τον 21ο αιώνα» (2001), η Μπογκς ευθυγραμμίζεται με επαναστάτες στο πνεύμα του Γκάντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. «Δεν είμαστε ανατρεπτικοί», έγραψε. «Αγωνιζόμαστε για να αλλάξει αυτή η χώρα, επειδή την αγαπάμε».