Με αφορμή την περιφορά των λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας και την ψήφιση του νόμου για το μουσουλμανικό τέμενος στο Βοτανικό, σημειώθηκαν τις προηγούμενες μέρες οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, θυμίζοντας τις διαφορές ιδεολογικής προέλευσης των δύο κυβερνώντων εταίρων.

Όσο, όμως, η οικονομική κρίση παρατείνεται συνεχίζοντας να περιθωριοποιεί τις μεσαίες τάξεις και να πολώνει το διχασμό ανάμεσα στους πολλαπλασιαζόμενους «μη προνομιούχους» και τους συρρικνούμενους αριθμητικά «προνομιούχους», το πιθανότερο είναι η μεταξύ τους λαϊκιστικές εκλεκτικές συγγένειες να επιβεβαιώνονται ενισχύοντας τους δεσμούς που τους συνέδεσαν στη διάρκεια των πενταετών «κοινών αντι-μνημονιακών αγώνων».

Ίσως, βέβαια, η εξουσία που σήμερα τους ενώνει, να δοκιμασθεί αύριο από τις τριβές που μάλλον αναπόφευκτα αυξηθούν σε περίπτωση εφαρμογής ενός τρίτου μνημονίου.

Πλην, όμως, το ζήτημα είναι εάν εξακολουθήσουν από κοινού να εκπέμπουν τα μηνύματα της «ευρωφοβίας» και της δυσπιστίας που σήμερα επιβαρύνουν τις σχέσεις τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την Ένωση, δηλαδή, που δημιουργήθηκε ακριβώς για να μπορέσουν οι λαοί της να απαντήσουν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Να, όμως, που από μόνη της η αναφορά στους λαούς, χωρίς περαιτέρω εννοιολογικές διακρίσεις, προκαλεί ελεύθερους, αλλά όχι αθώους, συνειρμούς. Με το ιδεολογικό φορτίο και το ιστορικό βάρος της λέξης το συλλογικό υποσυνείδητο εξάπτεται αυτομάτως ενεργοποιώντας τα ανακλαστικά και τη δυναμική του λαϊκιστικού φαινομένου. Όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη ολόκληρη.

Η θεωρητική προσπάθεια που καταβάλλεται τελευταία από τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς (βλ. Μπαλιμπάρ) είναι, άλλωστε, συμπτωματική της επιχειρούμενης αποενοχοποίησης του λαϊκισμού με το διαχωρισμό του σε «αρνητικό» (ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό) και σε «θετικό» (αντι-ελιτιστικό εκδημοκρατισμό). Ορθόδοξη και ριζοσπαστική Αριστερά δυσκολεύεται, προφανώς, να βγάλει τα συμπεράσματα από την ιστορική εμπειρία της. Της μεσοπολεμικής του ναζιστικού φαινομένου, που γιγαντώθηκε με τη συμμετοχή των λαϊκών μαζών. Της μεταπολεμικής που έστρεψε την εργατική τάξη στα αστικά κόμματα, χάρις στα οποία σταθεροποιήθηκε ο καπιταλισμός. Της πιο πρόσφατης που εμπλουτίσθηκε στις μέρες μας με την αυξανόμενη αποχή των λαϊκών στρωμάτων από τις συμμετοχικές διαδικασίες που απαξιώνουν ως στερούμενες νοήματος για τη ζωή τους.

Θα δυσκολευθεί, άραγε, και πάλι η Αριστερά να βγάλει τα συμπεράσματά της από το θρίαμβο των συντηρητικών στη Μεγάλη Βρετανία και τον καταποντισμό των Podemos στην Ισπανία παρά τις υφιστάμενες και εδώ συνθήκες της οικονομικής κρίσης;

Μιλώντας για «λαό», η Αριστερά συνήθως εννοεί το υποσύνολο που περιλαμβάνει μόνο τις ασθενέστερες τάξεις του (plebs). Δεν περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που τον αποτελούν (populus).

Το έκανε με τις αναφορές της στο «λαό των πληβείων», που, μετά τις δημοκρατικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα, οι φιλόσοφοι της αναγόρευσαν σε πολιτική αυταξία και του απόδωσαν τις υπερβατικές ιδιότητες του συλλογικού υποκείμενου μιας ιστορίας με μεσσιανικό τέλος και εσχατολογικά χαρακτηριστικά.

Το ξαναέκανε αργότερα, διευρύνοντας αυτή τη φορά το «λαό των προλεταρίων» κατά το μέγεθος της επιδιωκόμενης «πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας» αγροτών, βιομηχανικών εργατών και μικρομεσαίων επαγγελματιών. Με αυτήν, άλλωστε, την αντίληψη οι επιφανείς ηγέτες της καθοδήγησαν τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις που συντάραξαν τον 20ο αιώνα. Μόνο που αυτές κατέληξαν στην εγκαθίδρυση του ολοκληρωτισμού στις, κατά τ’ άλλα, «λαϊκές δημοκρατίες».

Οι σπάνιοι από τους κόλπους της που τον κατήγγειλαν ως «γραφειοκρατικό εκφυλισμό» των ιδεών της, δεν ευτύχισαν να τη δουν να φέρνει σε πέρας το αναθεωρητικό εγχείρημα του «ευρωκομμουνισμού». Τα κατάφερε με μεγαλύτερη επιτυχία η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία αποφεύγοντας τις οντολογικές χρήσεις του όρου «λαός». Τον αντικατέστησε με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών».

Για τη δημοκρατία η διαφορά ήταν τεράστια. Ως ουσία της πια δεν ερμηνεύονταν το προϊόν των συγκρούσεων των «από κάτω» με τους «από πάνω», αλλά η διαδικασία μέσα από την οποία και οι μεν και οι δε ως σκεπτόμενοι, συνδιαλεγόμενοι και βουλευόμενοι πολίτες μπορούσαν να συναινέσουν κάθε φορά στον ορισμό του «κοινού καλού» και του «γενικού συμφέροντος». Χωρίς να αναιρούν την ατομικότητά τους. Χωρίς να απαλλοτριώνουν την προσωπικότητά τους.

Βέβαια, και η σοσιαλδημοκρατία έμελλε να πέσει θύμα της αισιοδοξίας του Διαφωτισμού. Πίστεψε στην εφαρμογή της «θεωρίας της ορθολογικής επιχειρηματολογίας» (Χάμπερμας), υποθέτοντας ότι μέσα από αυτήν η «λαϊκή θέληση» (voluntas) θα μετασχηματίζονταν σε «ορθό λόγο» (ratio). Δεν έλαβε υπόψη της ότι εκτός από τον «ορθό λόγο» και το «γενικό συμφέρον», υπάρχει πάντα και το «πάθος των αντιθέσεων». Δημόσιων και ιδιωτικών.

Εν πολλοίς, εξαιτίας τους η Πεφωτισμένη Δεσποτεία κατέρρευσε ιστορικά και η «αόρατος χειρ» του Άνταμ Σμιθ απέτυχε στην προσπάθειά της να εξορθολογήσει τον καπιταλισμό και να (αυτο)ρυθμίσει τις αγορές. Το ίδιο συνέβη και με την «ιστορική νομοτέλεια» του Καρλ Μαρξ, που δεν οδήγησε τελικά την ανθρωπότητα από το «βασίλειο της ανάγκης» στο «βασίλειο της ελευθερίας».

Μήπως, γι’ αυτό έχει έρθει η ώρα «η επιστροφή της πολιτικής στη λαϊκότητα» να γίνει με όρους που υπερβαίνουν την αντίθεση του «αντιλαϊκισμού» με τον «λαϊκισμό»;

Μπορεί, βέβαια, να χρειασθεί… η «βοήθεια του κοινού». Του λαού, δηλαδή, που, ως αντικείμενο πια συστηματικής και συγκριτικής παρατήρησης, μπορεί να δώσει τις καλύτερες απαντήσεις για τους λόγους και τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη γνώμη, τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις του.

Η Αριστερά, βέβαια, υποψιάζεται ότι η έννοια της κοινής γνώμης ισοπεδώνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και αθωώνει τις ελίτ που επιβάλουν τις πολιτικές στις οποίες εναντιώνεται.

Μήπως, όμως, έχει έρθει και γι’ αυτήν η ώρα να παραδεχθεί ότι η κοινή γνώμη είναι η συνισταμένη της κοινωνίας των πολιτών, χάρις στην οποία η δημοκρατία έχει τη δυνατότητα να μετουσιώσει τη γνώμη των πολλών σε γνώση της εκπορευόμενης από το λαό και υπέρ αυτού ασκούμενης εξουσίας;

* Ο Γ. Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας -αναλυτής.