Ενα από τα πρώτα βράδια του Σεπτεμβρίου, έχοντας μόλις επιστρέψει με τη σύζυγό μου από τις διακοπές μας, αποφάσισα να ενταχθώ γλυκά γλυκά στο αστικό τοπίο και τις συνήθειες της πόλης. Για να γίνει αυτό δεν βρήκα καλύτερο τρόπο από μια επίσκεψη στο Αθηναϊκόν, παλιά, καλή και σταθερή γνωριμία. Μόνο που αυτή τη φορά θα πήγαινα στο καινούργιο, στη Μητροπόλεως, και όχι στο γνωστό της Θεμιστοκλέους.

Κατεβαίνοντας στο Σύνταγμα, α λα μπρατσέτα με την κόρη μου, που μου έκανε την τιμή να με συνοδεύσει, της ιστόρησα την πορεία του μαγαζιού. Ενα από τα λίγα στην Ελλάδα που άντεξε τόσα χρόνια με τον ίδιο χαρακτήρα και σταθερή πελατεία. Της εξηγούσα λοιπόν πως το πρώτο Αθηναϊκόν άνοιξε στην οδό Σανταρόζα το 1932 και μεταφέρθηκε στην οδό Θεμιστοκλέους το 1985, όπου και εξακολουθεί να βρίσκεται ως σήμερα. Από τα τραπέζια του πέρασαν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Ρίτσος, η Μελίνα Μερκούρη, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Γιώργος Ράλλης, ο Βασίλης Βασιλικός και βέβαια η ποιητική παρέα των «Λευτεριστών» αποτελούμενη από τον «πρόεδρο» Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον «αντιπρόεδρο» Νίκο Καρούζο και τα υπόλοιπα μέλη της.

Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες ακόμη ονόματα και παρέες, θρυλικές ουζοποσίες και πολύωρες συναντήσεις αλλά προτού με συνεπάρει κι άλλο η νοσταλγία, η κόρη μου με σκούντηξε ελαφρά. Είχαμε πλέον φτάσει στο καινούργιο Αθηναϊκόν, στον αριθμό 34 της οδού Μητροπόλεως, τη σύγχρονη εκδοχή της παλιάς καλής συνήθειας. Μπαίνοντας στο κομψό νεοκλασικό βρέθηκα σε μια σάλα με τοίχους σε απαλό γκρι, ξύλινα τραπέζια, δερμάτινους καναπέδες και πίνακες του Απόστολου Γιαγιάννου που εμπνέονται από την έννοια της ελληνικότητας. Εμείς όμως θέλαμε τραπεζάκια έξω και καθήσαμε σε εκείνα στον πεζόδρομο της Πετράκη. {{{ moto }}}

Περισσότερο εστιατόριο παρά μεζεδοπωλείο θα το χαρακτήριζα, με πλούσιο μενού και δυνατότητα να επιλέξεις ανάμεσα σε πολλά ενδιαφέροντα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στη βελούδινη ταραμοσαλάτα με λευκό ταραμά, στους χρυσαφένιους χορτοκεφτέδες με ξινό τραχανά, στην πικάντικη λακέρδα από παλαμίδα ενώ η κόρη μου ήθελε οπωσδήποτε να δοκιμάσει για ορεκτικό την πατσάγκα, δηλαδή την παστουρμαδόπιτα και την αγιορείτικη μελιτζανοσαλάτα. Ορεξάτοι, συνεχίσαμε εγώ με ένα κρουστό και ζουμερό φρέσκο καλαμάρι σχάρας γεμιστό με κεφαλοτύρι, φέτα, ντομάτα, πιπεριά, κάππαρη και μυρωδικά και με μπαρμπουνάκια τηγανισμένα αέρινα.
Η κόρη μου πήρε αρνάκι ψητό σε σάλτσα από κόκκινο κρασί και αρωματισμένο με αρμπαρόριζα και για αρκετή ώρα ακούγονταν ήχοι γαστριμαργικής απόλαυσης από το στόμα της.

Στο επιδόρπιο η καρυδόπιτα με τη σοκολάτα και ο μπακλαβάς με το φιστίκι Αιγίνης ήταν αφράτα και όσο έπρεπε σιροπιασμένα και συνοδεύτηκαν εξαιρετικά με λικέρ μαστίχας και ρακόμελο.
Λίγο αργότερα, ανεβαίνοντας τη Μητροπόλεως, ένιωθα ανάλαφρος και χαρούμενος.

Η επιστροφή στην Αθήνα δεν μου φάνηκε όσο βαριά πίστευα. Αντίθετα, στην καρδιά της πόλης γέμισα με γεύσεις και εικόνες.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014.