Οπως προς τόσα άλλα πράγματα, οι Ελληνες της μεταπολιτευτικής εποχής (που, παρά τα θρυλούμενα περί του αντιθέτου, συνεχίζεται ακόμη) είμαστε υπερβολικά γενναιόδωροι και προς τους ποιητές μας. Διαφορετικά δεν θα διαθέταμε τον μεγαλύτερο –όχι μόνο αναλογικά –αριθμό μεγάλων ποιητών της οικουμένης, ούτε θα μας δονούσε η βεβαιότητα ότι έχουμε την καλύτερη ποίηση του κόσμου. Αν κάναμε μια καταγραφή του αριθμού των ποιητών και των ποιητριών του εικοστού αιώνα που έχουν, στην εποχή μας, περιβληθεί με το επίθετο μεγάλος ή μεγάλη, θα βλέπαμε ότι ξεπερνά τους τριάντα. Αφήνοντας κατά μέρος τους πέντε ή έξι ποιητές που θεωρούνται –και είναι –πραγματικά μεγάλοι, διαπιστώνουμε ότι μεγάλοι έχουν επίσης προσαγορευτεί όχι μόνο σπουδαίοι ή σημαντικοί ποιητές, αλλά και μέτριοι και ασήμαντοι. Λ.χ. οι Νικόλαος Κάλας, Ρίτα Μπούμη-Παππά, Εκτωρ Κακναβάτος, Γιάννης Νεγρεπόντης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Μαντώ Αραβαντινού, παρότι δεν είναι σημαντικοί, έχουν χαρακτηριστεί μεγάλοι ποιητές· και ως τέτοιοι έχουν αναγορευτεί –και μάλιστα σε έντυπα ως επί το πλείστον όχι περιθωριακά –και οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννα Τσάτσου, Φοίβος Δέλφης, Κούλης Κάσσης, Κωστής Κοκόροβιτς, Χρυσάνθη Ζιτσαία, Δημήτρης Δημητριάδης και άλλοι (ακόμη και πεζογράφοι –η Ελλη Αλεξίου και η Λιλή Ζωγράφου –έχουν χαρακτηριστεί μεγάλες ποιήτριες, προφανώς εκ παραδρομής).
Ανάλογη είναι και η κριτική γενναιοδωρία προς τους ποιητές της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς. Εδώ η διατύπωση είναι ηπιότερη: «ο Χ. είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70». Μέχρι στιγμής έχουν καταμετρηθεί τριάντα τέσσερις τέτοιοι ποιητές. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι σημαντικότεροι είναι αναγκαστικά λιγότεροι από τους σημαντικούς, αντιλαμβάνεται ότι οι σημαντικοί ποιητές αυτής της γενιάς δεν θα πρέπει να είναι λιγότεροι από σαράντα· οι οποίοι προστιθέμενοι στους σημαντικότερους αθροίζονται σε τουλάχιστον εβδομήντα τέσσερις: δηλαδή σε δεκαέξι περισσότερους από τους πενήντα οκτώ ποιητές που περιέχονται στην ανθολογία Γενιά του ’70 του Δημήτρη Αλεξίου, η οποία είναι ογκωδέστερη από κάθε άλλη ανθολογία των ποιητών αυτής της γενιάς. Πράγμα που σημαίνει ότι η ανθολογία αυτή αποτελεί ένα κριτικό παράδοξο: Ως η περιεκτικότερη, είναι η επιεικέστερη ανθολογία αυτής της γενιάς· αλλά, συγχρόνως, αφήνοντας απ’ έξω δεκαέξι από τους σημαντικότερους και σημαντικούς ποιητές της, είναι και η αυστηρότερη.
Ο λόγος για τον οποίο στον τόπο μας μεγαλόπνοοι χαρακτηρισμοί απονέμονται και σε μικρόπνοους ποιητές με συχνότητα κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι μόνο η βαθιά φυσική μας κλίση προς μιαν υπέρμετρη (και αυτάρεσκη) φιλοδωρία. Είναι και η ακαταπόνητη φυσική μας ευγένεια, που δεν μας επιτρέπει να πληγώνουμε για πράγματα τόσο πτερόεντα όσο τα ποιητικά τον πλησίον. Καθώς η αύξηση του μέσου όρου ζωής τα τελευταία σαράντα χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση του βίου των ποιητών μας, και το να αξιολογεί κανείς τους ζώντες με επίθετα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν όχι αρκούντως τιμητικά υπάρχει κίνδυνος να προσληφθεί ως πράξη απάδουσα προς τους καλούς κριτικούς τρόπους, δεν είναι περίεργο ότι στο κριτικό μας λεξιλόγιο σπανίζουν σήμερα όροι που παλαιότερα δεν εθεωρούντο επιτιμητικοί. Λ.χ. ο όρος ελάσσων έχει περιπέσει, αναφορικά με τους ποιητές του καιρού μας, σε αχρηστία ως μειωτικός, και δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο για ποιητές των προμοντερνιστικών εποχών. Τείνει να εξαλειφθεί και ο όρος μείζων, γιατί ενδέχεται ο ποιητής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με αυτόν να θεωρηθεί λιγότερο από μεγάλος.
Υπάρχει μία ακόμη πηγή της άκρατης κριτικής μας γενναιοδωρίας: η παλλόμενη –όχι μόνο για λόγους ορθοπολιτικούς –εχθρότητα προς τους ποιητές της γενιάς του ’30, που με τη βαριά σκιά τους εμποδίζουν τους Μεσσίες της κριτικής μας να επιβάλουν το σωτήριο για την ποίησή μας μήνυμά τους. Ετσι κατασκευάζουν ένα αντίπαλο ποιητικό δέος, έναν ποιητή τον οποίο δοξολογούν ως ένα είδος Αγίου Ποιητικού Πνεύματος, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι τα ασύμμετρα με την ποιητική φυσιογνωμία του χαρακτηριστικά με τα οποία τον επιφοιτούν έχουν ως αποτέλεσμα την παραμόρφωσή του, αποτελούν δηλαδή ασέβεια προς το έργο του.
Μέχρι χθες ως ένα τέτοιο αντίπαλο δέος έναντι της «ψευδεπίγραφα νεωτερικής γενιάς του ’30» προβαλλόταν μόνο ο Καρυωτάκης, ως τεχνοτροπικά το πραγματικά μοντερνιστικό πρόταγμα του μεσοπολέμου και ως η «ελλείπουσα» και επιτέλους ανακαλυφθείσα «κριτική συνείδηση της Αριστεράς». Σήμερα, με αφορμή την αποδημία του Βύρωνα Λεοντάρη, η μεγαληγορία την οποία περιέγραψα ανακοινώνει την ανεύρεση και ενός δεύτερου επισκιαστή της γενιάς του ’30. Ο αξιόλογος αυτός ποιητής, που τον διέκριναν η σεμνότητα και η αυτογνωσία, θα τρόμαζε, γιατί θα ένιωθε απροστάτευτος, αν μπορούσε να διαβάσει τους ύμνους με τους οποίους τον έχουν κατακλύσει οι έκθαμβοι θαυμαστές του. Ο ανιχνευτής της κριτικής συνείδησης της Αριστεράς τον έχει ήδη επισήμως αναγορεύσει ισοϋψή με τον Καρυωτάκη. Ο εικονοκλάστης καθηγητής του Μίσιγκαν εμφανίζεται ριζοσπαστικότερος: «Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτοι συγγραφείς της Γενιάς του ’30», γράφει, «δεν αξίζουν ένα ποίημα του Λεοντάρη. Ο Λεοντάρης έγραψε το πιο καίριο ελληνικό ποίημα των τελευταίων αιώνων» (sic).
* Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ