«Εμείς δεν τους ψηφίσαμε; Καλά να πάθουμε». Όπως και τόσο άλλα πράγματα στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου, αυτό το επιχείρημα είναι επιφανειακό. Παραμένει στο επίπεδο του τί ψηφίσαμε και όχι γιατί το ψηφίσαμε. Επίσης, σχεδόν απαλλάσσει από ευθύνες αυτούς που δεν (τους) ψήφισαν.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Η βασική κριτική στρέφεται ενάντια σε αυτούς που ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία. Κόμματα που, κακά τα ψέματα, μας πήραν από το χέρι το 1974 και μας έφεραν στο σήμερα. Η παρούσα συγκυρία μάλιστα είναι ιδιαίτερα αρνητική εξαιτίας της ουσιαστικής χρεοκοπίας του κράτους αλλά και των κρουσμάτων πολυεπίπεδης διαφθοράς. Με ένα «mea culpa», ο λαός που τους ψήφισε δέχεται μέρος της ευθύνης στα λόγια, δίχως να δεχτεί πραγματική ευθύνη για το ρόλο που διαδραμάτισε ο ίδιος. Με άλλα λόγια, αποδέχεται ότι έχει γίνει το λάθος, αλλά δεν έχει ουσιαστικά αποδεχτεί ποιά ακριβώς είναι η συμμετοχή του στο κακό.
Σίγουρα ο ψηφοφόρος των δύο πάλαι ποτέ μεγάλων κομμάτων έχει δει και θετικό έργο από τις κυβερνήσεις. Το όποιο θετικό έργο όμως δεν τον ενδιαφέρει πια, σημασία έχει κύρια ότι αυτή τη στιγμή υποφέρει η τσέπη του. Φοβάμαι όμως ότι πάντα αυτό ήταν το βασικό κριτήριο. Τα κόμματα ήταν καλά όταν υπηρετούσαν την τσέπη του και κακά όταν δεν την υπηρετούσαν. Το πραγματικό συλλογικό έργο για το σύνολο των πολιτών ήταν πάντα δευτερεύον. Ποιός πήγε ποτέ να ελέγξει τους πολιτικούς όταν πλήττονταν τρίτοι ή όταν υπήρχε παράβαση των νόμων; Το ρουσφέτι και η προσωπική χάρη ήταν το βασικό κριτήριο για την παραχώρηση της ψήφου. Αν μας έδιναν αυτό που θέλαμε, ακόμη και σε βάρος των άλλων ή του μέλλοντός μας, όλα ήταν καλά.
Δεν είναι όμως μόνο το ρουσφέτι το πρόβλημα της πολιτικής ζωής του τόπου. Η δεύτερη βασική πληγή στην οποία θα αναφερθώ είναι η νοοτροπία του ψηφοφόρου ως οπαδού. Ποιός μπορεί να ξεχάσει τις σημαίες να κυματίζουν και τον κόσμο να ξεχύνεται στους δρόμους μετά τις νίκες των κομμάτων που υποστήριζε; Ο ψηφοφόρος νιώθει καλά όταν κερδίζει η ομάδα του. Νιώθει καλά όταν βλέπει στα παράθυρα της τηλεόρασης τον «παίκτη» του να κατακεραυνώνει τους αντιπάλους με έξυπνα επιχειρήματα ή όταν οι συμπολίτες του μοιράζονται τις απόψεις του. Το πραγματικό έργο των κομμάτων εδώ παίζει μικρό ρόλο. Σημασία έχει η εικόνα.
Αυτή η οπαδική νοοτροπία δυστυχώς διέπει και τους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων. Ο «περήφανος Έλληνας» ή ο «προοδευτικός αριστερός» δεν κρίνει τον πολιτικό με βάση τα έργα του αλλά με βάση την ταυτότητα και τις ιδέες του. Μπορεί ο ρόλος της αντιπολίτευσης να είναι να ελέγξει την κυβέρνηση, αλλά ο ψηφοφόρος της δεν κρίνει συχνά με γνώμονα την άσκηση εποικοδομητικής κριτικής. Αντίθετα, απαιτεί μία κριτική που θα τον κάνει να νιώσει ότι κερδίζει τον αντίπαλο. Έτσι, δεν αναγνωρίζει ότι αυτή η οπαδική νοοτροπία, που δήθεν στρέφεται ενάντια στο «κεφάλαιο» ή στους «προδότες του έθνους», στην πραγματικότητα στρέφεται ακόμη κι ενάντια στις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας. Η ουσία έχει χαθεί.
Είτε με οδηγό το ρουσφέτι, είτε με οδηγό την οπαδική νοοτροπία, ο ψηφοφόρος δεν ελέγχει το έργο των πολιτικών για το γενικό καλό. Ο μέσος ψηφοφόρος ενδιαφέρεται αυστηρά για τη δική του τσέπη ή τη δική του ομάδα. Τώρα μάλιστα που δεν υπηρετείται η τσέπη του και οι πολιτικές ομάδες δεν πάνε καλά, τί νόημα έχει να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή; Είναι η ώρα που τους απαξιώνει και απέχει. Και συμπληρώνει: «Καλά να πάθουμε, αφού τους ψηφίζαμε».

Δυστυχώς, όμως, δεν έχει καταλάβει ότι δεν έχει σημασία τί ψηφίζει αλλά γιατί το ψηφίζει. Ακόμη χειρότερα, αν δεν ψηφίζει καν.