Δεν μπορεί να κάνει κάποιος εύκολα κριτική στη Χρυσή Αυγή, χωρίς κάποιος να αντιτάξει ότι οφείλει να κάνει αντίστοιχη κριτική στους κομμουνιστές. Άλλωστε Στάλιν και Χίτλερ είναι υπεύθυνοι για αντίστοιχες θηριωδίες. Δεν μπορεί κάποιος να κάνει κριτική στη Νέα Δημοκρατία δίχως να έχει αντίστοιχα την υποχρέωση να κάνει κριτική στο ΠΑΣΟΚ. Και οι δύο άλλωστε είναι υπεύθυνοι για τα δεινά του τόπου. Ο μόνος τρόπος να διασωθεί κάποιος από τέτοιες παρατηρήσεις είναι να κάνει σαρωτική και ισοπεδωτική επίθεση προς όλους. Κανείς να μη μείνει όρθιος.

Μα τι λογική είναι αυτή; Δεν μπορώ να καταδικάσω τους φόνους των Καπελώνη και Φουντούλη γιατί έτσι μπορεί να δίνω άλλοθι στους φονιάδες του Φύσσα. Δεν μπορώ να μιλήσω ενάντια στο ΚΚΕ γιατί έτσι ταυτίζομαι με την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Δεν μπορώ να κάνω κριτική στην κυβέρνηση δίχως να βαπτιστώ οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ. Ανάλογα με τη θέση που θα λάβω, κινδυνεύω να χαρακτηριστώ ναζιστής, κομμουνιστής, διεθνιστής, αντιευρωπαίος, μνημονιακός, αντιμνημονιακός.
Η αξιολόγηση των πολιτικών θέσεων σπάνια φτάνει σε βάθος, παρά μόνο αγγίζει επιφανειακά τα ζητήματα. Δεν προχωρούμε έτσι στην αξιολόγηση μίας εθνικιστικής θέσης γιατί απορρίπτεται ως «χρυσαυγίτικη», δεν συμφωνούμε με τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ γιατί είναι όλοι αναρχικοί, δεν επικυρώνουμε την αξία του πρωτογενούς πλεονάσματος γιατί ο κόσμος πεινάει. Μπορεί η κάθε θέση χωριστά να έχει σημασία να αναλυθεί από μόνη της, αλλά γρήγορα ολισθαίνουμε σε αλλαγή θεμάτων και συμψηφισμούς που διευκολύνουν τη ρητορική ή τις σκοπιμότητές μας.
Η εκτίμηση των πολιτικών θέσεων μάλιστα δε γίνεται συχνά με βάση την ουσία της επιχειρηματολογίας αλλά κύρια με την ταυτότητα του πολιτικού χώρου που υπηρετεί η θέση. Αξιολογούμε τη θέση με βάση τη γενική άποψή μας για το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Επιπλέον, αν η προϋπάρχουσα στάση μας απέναντι σε μία πολιτική δύναμη είναι αρνητική, προσπαθούμε να πολεμήσουμε τη θέση με τη σπίλωση του ατόμου που τη φέρει ή του πολιτικού χώρου στον οποίο ανήκει.
Πρόσφατο παράδειγμα σπίλωσης και απαξίωσης είναι η δημοσιοποίηση της φορολογικής παράβασης του βουλευτή Παύλου Χαϊκάλη. Πού να κάνουν εφεξής οι ΑΝΕΛ μία ουσιώδη συζήτηση για πάταξη της φοροδιαφυγής! Όσο σωστή και να είναι μία πιθανή παρέμβασή τους, έχουν σαφώς αποδυναμωθεί. Το επιχείρημα ότι οι ίδιοι οι βουλευτές του κόμματος φοροδιαφεύγουν θα κατατρέχει τους ΑΝΕΛ για αρκετό καιρό ακόμα.
Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που αντλούν υπερηφάνεια από ταμπέλες όπως του κομμουνιστή και του εθνικιστή, του φιλοευρωπαίου ή του αντιμνημονιακού, ακόμη κι από την ταμπέλα του οπαδού του ενός ή του άλλου κόμματος. Αρκεί όμως κανείς να μελετήσει τις δημοσκοπήσεις για να δει ότι η πλειοψηφία πια αρνείται να φέρει πολιτικό λόγο. Βλέπει την όποια ταμπέλα ως στίγμα και προτιμά να την αποφεύγει.
Η μόνη λύση για να διαφύγουμε τον κίνδυνο των χαρακτηρισμών είναι να αρχίσουμε κι εμείς τους συμψηφισμούς. Ναι, μπορεί η μία πολιτική δύναμη να έχει δίκιο ως προς ένα θέμα αλλά έχει άδικο ως προς ένα άλλο θέμα. Και μπορεί να έχει άδικο ως προς το άλλο θέμα αλλά η «εναλλακτική» πολιτική δύναμη έχει άδικο ως προς ένα τρίτο. Καταφεύγουμε έτσι σε ένα φαύλο κύκλο συμπληρωματικών θέσεων που αποπροσανατολίζουν από την ουσία ενός θέματος, εμποδίζουν την ουσιώδη συζήτηση και διευκολύνουν την υιοθέτηση μίας ασαφούς στάσης.
Με τη νοοτροπία των συμψηφισμών, τελικά κανείς δεν έχει δίκιο. Όλα τοποθετούνται σε μία ζυγαριά όπου το τελικό αποτέλεσμα είναι το απόλυτο μηδέν. Όλοι οι πολιτικοί είναι ανάξιοι και δεν αξίζει πια να ασχολούμαστε με αυτούς ή τις θέσεις τους. Μία συζήτηση που διεξάγεται με τέτοιους όρους είναι μία συζήτηση που δεν αξίζει καν να διεξαχθεί. Καλύτερη η αποχή.
Μπορεί κι εσείς να αναρωτιέστε ποιο πολιτικό χώρο εκπροσωπώ ώστε να δείτε με ποιο τρόπο σφάλλω σε κάποιο συναφές ή διαφορετικό θέμα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως θέλω απλά να υπερασπιστώ τη δημοκρατία, που δεν ωφελείται, παρά μόνο πλήττεται από τους συμψηφισμούς, την απαξίωση και την αποχή. Πάντα βέβαια μπορείτε να μου πείτε «Ποια δημοκρατία;» και να γελάσετε ανατρέχοντας σε πλήθος ζητημάτων όπου η δημοκρατία αποτυγχάνει.
Ίσως υπάρχει ελπίδα: μπορούμε να περιμένουμε μέχρι η οικονομική κατάσταση να βελτιωθεί. Μέσα σε ένα βελτιωμένο οικονομικό περιβάλλον, θα υπάρξουν πολιτικές δυνάμεις που με τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης θα αποκτήσουν ένα κύρος που δεν θα αποθαρρύνει πλέον τους πολίτες από το να ταυτιστούν με τις θέσεις τους. Ίσως σε τέτοιες συνθήκες ισχυροποιηθεί πάλι ο δημοκρατικός διάλογος και επανατεθεί σε βάσεις ουσίας.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι με την παρούσα απαξίωση και αποχή, δεν θα προκύψουν πολιτικές δυνάμεις που να είναι ικανές να στηρίξουν προσπάθειες πραγματικής ανάκαμψης της χώρας σε οικονομικό αλλά και σε πολιτισμικό και ηθικό επίπεδο. Έχουμε το χρέος, λοιπόν, ως πολίτες να ανατρέξουμε βαθιά μέσα μας ώστε να βρούμε το θάρρος να ενημερωθούμε, να συζητήσουμε και να υποστηρίξουμε το σωστό, ανεξάρτητα από τις ταμπέλες που το συνοδεύουν.