Κάθε σεζόν που σέβεται τον εαυτό της αρχίζει με αποχωρήσεις, μεταγραφές και ενίοτε μικρά σκάνδαλα. Στον χώρο της μόδας τίποτα δεν δημιουργεί μεγαλύτερη αναστάτωση και συζήτηση από τις μετακινήσεις σχεδιαστών από τον έναν οίκο στον άλλο ή ακόμα καλύτερα την επιστροφή στην ενεργό δράση ενός θρυλικού fashion house που θέλει να αναβιώσει την περασμένη, αλλά όχι και ξεχασμένη, αίγλη του. Και όλα αυτά φέτος συμβαίνουν.
Δύο είναι οι περιπτώσεις που συναντάμε στο παιχνίδι των μεταγραφών. Η πρώτη, όταν ένας σχεδιαστής παίρνει την μεγάλη απόφαση να αφήσει πίσω του ένα μεγάλο και σημαντικό οίκο, τον οποίο ο ίδιος ωστόσο έφερε σε αυτή τη θέση, για να κυνηγήσει το «μεγάλο όνειρο», που φυσικά δεν άλλο από το να επικεντρωθεί στο trademark του εαυτού του. Το είδαμε με τον Τομ Φορντ, ο οποίος τόλμησε να φύγει από τον Gucci, αφού πρώτα μεγαλούργησε για χάρη του, και να κάνει το μεγάλο βήμα, όχι μόνο δημιουργώντας ρούχα και καλλυντικά με το όνομά του, αλλά και σκηνοθετώντας τη δική του ταινία. Ο Φορντ κατάφερε να αποδεσμευτεί από την ταμπέλα «ο σχεδιαστής του Gucci» και να γίνει το απόλυτο προϊόν «Tom Ford». Είναι το ιδανικό παράδειγμα.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο Μαρκ Τζέικομπς που αποφάσισε μετά από 16 ολόκληρα χρόνια να αποχωρήσει από τον γαλλικό οίκο Louis Vuitton και να αφοσιωθεί στη δική του εταιρεία. Βέβαια η εταιρεία αυτή ήδη υπάρχει και εκεί είναι άλλωστε που ο ίδιος διοχετεύει όλη την –αστείρευτη είναι η αλήθεια- τρέλα που του περισσεύει. Ωστόσο, η λέξη κλειδί είναι η «αφοσίωση».
Ο Τζέικομπς είναι αυτός που έδωσε ζωή στον ιστορικό οίκο. Με την ανατρεπτικότητα και το ασυμβίβαστο στον χαρακτήρα του, δεν φοβήθηκε να αλλάξει ριζικά ένα brand name που ήταν σαφώς πιο αυστηρό, κλασικό και ίσως «κουρασμένο». Με θεαματικά show, συνεργασίες με pop art καλλιτέχνες και εγχειρήματα που δίχασαν, έγινε αυτός που έδειξε τον σωστό δρόμο. Και έτσι τώρα μπορεί να τα αφήσει όλα πίσω του, δοξασμένος και κερδισμένος, και να δώσει βάση αποκλειστικά και μόνο σε κομμάτια που φέρουν και επίσημα το όνομά του. Ο κόσμος σίγουρα έχει στραμμένα τα μάτια επάνω του. Τώρα που δεν «κουβαλάει» το φορτίο της Louis Vuitton, τι είναι έτοιμος να κάνει;
Ο θρίαμβος του Τζέικομπς μας οδηγεί στη δεύτερη περίπτωση που συναντάμε στα «πάρε δώσε» των σχεδιαστών. Το project «underground σχεδιαστής αναλαμβάνει να κάνει lifting σε κλασικούς οίκους». Το είδαμε με τον Ραφ Σίμονς και τον Dior, με τον Χέντι Σλιμάν και τον Saint Laurent και φυσικά με τον Αλεξάντερ Γουάνγκ και τον Balenciaga. Οπου underground εννοούμε σχεδιαστές νέους σχετικά σε ηλικία και γνωστούς για τις πιο αφαιρετικές, ροκ και γεωμετρικές γραμμές τους, η οποίες συχνά δεν συνάδουν με τα «φλύαρα» ρούχα των πιο κλασικών οίκων. Εγχειρήματα που αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη, αλλά στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία.
Και αυτό μας πηγαίνει στην είδηση που ενθουσίασε ίσως περισσότερο απ’ όλες τους λάτρεις της μόδας. Μετά από 59 χρόνια ο θρυλικός οίκος Schiaparelli αναβιώνει υπό τα ηνία του Μάρκο Ζανίνι. Ποιος είναι όμως αυτός; Τα τατουάζ και οι φαβορίτες που καταλήγουν σε μούσι είναι ικανά να ξεγελάσουν, αλλά ο 42χρονος άφησε πίσω του έναν άλλο διάσημο οίκο, τον Rochas, για να αναλάβει αυτή τη θέση. Η αποχαιρετηστήρια του κολεξιόν ήταν και η καλύτερη του, με τους κριτικούς να τον αποθεώνουν.
Το να δεχθείς αυτή τη θέση είναι ευχή και κατάρα μαζί. Η Ελσα Σκιαπαρέλι είναι μία από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες της μόδας. Οι δημιουργίες της τάραξαν τα νερά στα μέσα της δεκαετίας του ’20 μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν οι Ναζί κατέλαβαν το Παρίσι τον 1940 η ίδια έφυγε στη Νέα Υόρκη. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός όταν επέστρεψε και έτσι η επιχειρήση της έκλεισε το 1954. Μέχρι που το 2006 ο Ντιέγκο Ντέλα Βάλλε, ο διευθύνων σύμβουλος της Tod’s, την αγόρασε ξανά, προκαλώντας φήμες και ερωτηματικά.
Πώς θα συναγωνιστεί λοιπόν ο Ζανίνι έναν τέτοιο θρύλο; «Εχω την αίσθηση της μεγάλης χαράς, της περηφάνιας και της ευθύνης» αναφέρει σε συνέντευξη του. «Ο οίκος είχει μία κληρονομία που είναι πραγματικά μοναδική και υπέροχη». Εντάξει λοιπόν, όπως ήταν αναμενόμενο σέβεται το «ιερό τέρας». Το επόμενο βήμα είναι όμως να μην το φοβηθεί, να παίξει μαζί του και να το μεταμορφώσει, όπως έκαναν Σίμονς και Σλιμάν.
Ο ίδιος τονίζει ότι στόχος του είναι να μείνει πιστός στο DNA του οίκου, χωρίς ωστόσο να παρουσιάσει ρεπλίκες των σχεδίων της Σκιαπαρέλι. «Μόδα σημαίνει να μην κοιτάς πολύ πίσω. Πάντα πρέπει να πηγαίνει μπροστά» συμπληρώνει. Η πενταετής θητεία του στον Rochas, όπου αντικάτεστησε τονΟλιβιέ Τέισκενς, δείχνει πως ξέρει τι λέει, αν κρίνουμε από την ιδιόρρυθμη κομψότητα και τη μίξη των θηλυκών γραμμών με αναπάντεχα μοτίβα και χρώματα που χαρακτηρίζουν τα κομμάτια του. Αναμένει να διαπιστώσουμε λοιπόν αν και αυτό το πείραμα θα πετύχει τον ερχόμενο Απρίλιο.
Οσο για τον Rochas, δεν πρόκειται να μείνει ακέφαλος καθώς έχει ήδη βρει τον αντικαταστάτη του Ζανίνι στο πρόσωπο του Αλεσάντρο Ντελ Ακουα. Θα συνεχίσει να σχεδιάσει για το δικό του label No.21 και θα παρουσιάσει την πρώτη του κολεξιόν για τον Rochas τον Φεβρουάριο του 2014.
«Είμαι ενθουσιασμένος για αυτή τη συνεργασία. Ο Rochas είναι συνώνυμος με τη γαλλική κομψότητα και το πνεύμα της υψηλής ραπτικής και ως σχεδιαστής δεν μπορούσα να ζητήσω τίποτα πιο ιδανικό για την έμπνευσή μου» δήλωσε σχετικά ο ίδιος. «Το να δουλέψεις για έναν οίκο με τόσο ιστορική κληρονομιά είναι μια σπάνια ευκαιρία και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε».
Το μίγμα είναι εκρηκτικό και το θέαμα εθιστικό όταν βάζεις τον μινιμαλισμό, την νεωτερικότητα και αυτή την πιο σκοτεινή διάθεση των παραπάνω σχεδιαστών μαζί με την παραδοσιακή γραμμή μεγάλων οίκων για κεντήματα, στολίδια και κραυγαλέα πολυτέλεια. Το κοινό δεν χορταίνει να βλέπει ότι πίσω από τα φίνα υφάσματα, τα παστέλ χρώματα και τις αριστοτεχνικά τοποθετημένες διαφάνειες βρίσκονται άντρες με άρβυλα, μουστάκια, τατουάζ και μηδενική διάθεση για επιπόλαια λόγια. Η νέα εποχή θέλει το παιχνίδι να παίζεται διαφορετικά και όσο τα χειροκροτήματα της πρώτης σειράς στα shows ακούγονται δυνατά, οι κανόνες δεν πρόκειται να αλλάξουν.