Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο διάσημος αρχιμουσικός Ζούμπιν Μέτα, διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Ισραήλ, δήλωσε σχετικά με τον Βάγκνερ ότι η μουσική του προκαλεί τρόμο στους επιζώντες του Ολοκαυτώματος μεγαλύτερο και από εκείνον που προκαλεί το άκουσμα της Μερτσέντες ή της Βολκσβάγκεν, καθώς είναι γνωστό ότι υπό τους ήχους της τα θύματα οδηγούνταν στα κρεματόρια. Το Ολοκαύτωμα όμως παραμένει θέμα ταμπού και για την ίδια τη Γερμανία. Γι’ αυτό και παρά τις επί εξήντα χρόνια δηλώσεις συγγνώμης των γερμανικών κυβερνήσεων, οι προσπάθειες συγκάλυψης και συμψηφισμού της συγκεκριμένης βαριάς ενοχής δεν έλειψαν. Το διπλωματικό παρασκήνιο της δίκης Αϊχμαν δίνει χαρακτηριστική εικόνα της στάσης που τήρησε η διεθνής κοινότης απέναντι στον ηττημένο γίγαντα, τη Γερμανία, που με τη βοήθεια και ανοχή των Συμμάχων είδε ως διά μαγείας τα χρέη της να διαγράφονται και την ίδια να ορθώνει το ανάστημά της ως ηγετική δύναμη στην Ευρώπη με μοναδικό στόχο την ανάσχεση του κομμουνιστικού κινδύνου στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου…

Είναι γεγονός ότι στο εδώλιο του κατηγορουμένου αρχιδημίου Αϊχμαν, ο τελευταίος δεν ήταν μόνος. Σύμπασα η ανθρωπότητα διέκρινε σε μαύρο φόντο αυτήν στην οποία αφιέρωσε τις τελευταίες του λέξεις, τη Γερμανία και τη σημαία της για την οποία πολέμησε πιστά μέχρι τέλους. Δεν ήταν λοιπόν απλώς σημαντική εκείνη η δίκη για τον ακόμη απλούστερο λόγο ότι δεν αφορούσε ένα μονάχα, έστω πολύ σημαντικό πρόσωπο και εξέχουσα μορφή της πολιτικής ολετήρα που ακολούθησε η Γερμανία προκειμένου να υποτάξει τον ελεύθερο κόσμο. Εκείνη η δίκη αφορούσε την ίδια τη Γερμανία. Με τις μνήμες ωστόσο νωπές ακόμη, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου που κορυφωνόταν μέσα στην ίδια χρονιά με την έγερση του Τείχους του Βερολίνου επιβαλλόταν πάση θυσία να πέσει η δεύτερη εκ των κατηγορουμένων στα μαλακά. Στο όνομα της ασφάλειας και των γεωστρατηγικών σχεδιασμών θα έπεφτε φως στη μισή αλήθεια. Δεν ήταν η πρώτη φορά…


«Αίσθημα στενοχωρίας»
Παραστατικότερα παντός άλλου περιέγραφε ως εξής την κατάσταση ο έλληνας πρέσβης στη Βόννη Ε. Υψηλάντης: «Εχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν ότι, ως άλλωστε ανεμένετο, η δίκη του Αϊχμαν φυσικόν είναι να προκαλή παρά τω Γερμανικώ λαώ δυσθυμίαν και αίσθημα στενοχωρίας εφ’ όσον υπενθυμίζεται διά μίαν ακόμη φοράν το ένοχον αυτού παρελθόν, εκ του οποίου πολλάς κατέβαλε, κατά την αντίληψίν του δε ειλικρινείς, προσπαθείας να απαλλαγή κατά την διανυθείσαν από του πολέμου περίοδον. Ως τμήμα, έστω και λίαν επώδυνον της εξιλεωτικής ταύτης διαδικασίας, έτεινε η επίσημος και κοινή γνώμη της χώρας να αποδεχθή την δίκην του Αϊχμαν ελπίζουσα ότι τουλάχιστον δεν θα επεχειρείτο ενσυνείδητος εκμετάλλευσις της υποθέσεως επί σκοπώ ταυτίσεως της νέας Γερμανίας μετά της υπ’ αυτής της ιδίας ως και του υπολοίπου κόσμου καταδικαζομένης χιτλερικής, έτι δε ολιγώτερον επηρεασμού των διεθνών σχέσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Τούτο ούτε την δυτικήν παράταξιν θα ωφέλει εν τέλει» (ΑΠ 1552-Α/10).
Ο ίδιος, εξάλλου, έμπειρος διπλωμάτης καθώς ήταν, εκτιμούσε ότι εάν επικρατούσαν ακραίες αντιγερμανικές απόψεις, «δεδομένης της ευθιξίας των Γερμανών» ζωηρός υπήρχε ο φόβος αναβίωσης νέου αντισημιτικού ρεύματος και ενίσχυσης της εθνικιστικής Δεξιάς στις επικείμενες εκλογές. Εκανε δε μνεία της δυσφορίας που κατέκλυσε τη γερμανική κοινή γνώμη με αφορμή φυλλάδια αντιγερμανικού περιεχομένου που είχαν κυκλοφορήσει στην Ολλανδία με την έναρξη κιόλας της δίκης (οπ.π.).
Γρήγορη αντεπίθεση


Παρά τις διαβεβαιώσεις των δυτικών συμμάχων της ωστόσο ότι θα κατεβάλλοντο προσπάθειες περιορισμού του περιεχομένου της δίκης στον Αϊχμαν, η Γερμανία δεν δίστασε να περάσει γρήγορα στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με πληροφορίες που διεβίβαζε στην ελληνική κυβέρνηση ο Υψηλάντης με εμπιστευτικό έγγραφό του (ΑΠ 1165-Α/10), αξιωματούχοι στη Βόννη ήλπιζαν σε ύστατη ανάγκη που υπαγόρευε το ισραηλινό συμφέρον καθ’ όσον υπήρχαν «αρκετοί Ισραηλινοί οίτινες συνειργάσθησαν μετά των εθνικοσοσιαλιστών, η δε διεύρυνσις της διαδικασίας της δίκης θα συνεπήγετο αποκαλύψεις δυσαρέστους διά το Ισραήλ» (οπ.π.). Υπήρχε όμως και ένας πρόσθετος λόγος στον οποίο βασιζόταν η πολιτική πιέσεων που ασκούσε η Γερμανία στην κυβέρνηση του Ισραήλ και αυτή ήταν η στρατιωτική βοήθεια ύψους 240 εκατομμυρίων μάρκων που τελικώς εδόθη μετά τη συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο Μπεν Γκουριόν στα Ιεροσόλυμα ο αρχιπράκτορας των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών Ρολφ Βόγκελ ο οποίος είχε ταξιδέψει εσπευσμένα έχοντας ως προκάλυμμα δημοσιογραφική ιδιότητα ως ειδικού απεσταλμένου της εφημερίδας «Ντόιτσε Τσάιτουνγκ», σύμφωνα με πληροφορίες που έφερε στο φως το 2011 το περιοδικό «Σπίγκελ».
Ταυτόχρονα επεχειρείτο συγκάλυψη ευθυνών τόσο των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας καθόσον εν γνώσει της τελευταίας η CIA εγνώριζε ήδη από τον Μάρτιο του 1958 ότι ο Αϊχμαν είχε καταφύγει με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και με επίθετο Κλέμενς στην Αργεντινή, χωρίς καμία από τις δύο κυβερνήσεις να προχωρήσει σε αίτημα σύλληψής του. Υπό το φως των πρόσφατων αποκαλύψεων δίνεται σήμερα διαφορετική ερμηνεία στη στάση των επικεφαλής των διπλωματικών αποστολών ΗΠΑ και Βρετανίας να αρνηθούν να παραλάβουν ειδικές ταυτότητες προκειμένου να παραστούν και παρακολουθήσουν τη δίκη. «Τοιαύτας ταυτότητας δεν εδέχθησαν η Αμερικανική και Βρεττανική Πρεσβεία με την δήλωσιν ότι δεν επεθύμουν να στερήσουν από τους δημοσιογράφους δύο θέσεις, ενώ ηδύναντο κάλλιστα να παρακολουθήσουν τα της δίκης διά των εφημερίδων» πληροφορούσε ο διπλωματικός αντιπρόσωπος της χώρας μας στα Ιεροσόλυμα Γ. Παπαδόπουλος (ΑΠ 322/11/8, 12 Απριλίου 1961).
Συγκέντρωση παρατηρητών


Την εικόνα συμπλήρωνε έναν μήνα αργότερα έγγραφο της Β’ Πολιτικής Διευθύνσεως που, αναφερόμενο σε πολιτική Ισραήλ, εκτιμούσε ότι πρόθεση του τελευταίου δεν ήταν να θιγεί η «αντισημιτική δράσις των Αράβων κατά τον τελευταίον πόλεμον, ιδίως του φιλοναζιστού Μουφτή Ιεροσολύμων, ούτε να καταλογισθούν ευθύναι διά την παρεμπόδισιν υπό της τέως βρεττανικής Διοικήσεως της εισόδου εις Παλαιστίνην μεγάλου αριθμού διωκομένων εξ Ευρώπης Εβραίων, ως αρχικώς ανησύχησαν εν Λονδίνω» (ΑΠ ΒΔΓ63-9, 18 Μαΐου 1961).
Oπως πληροφορούσε η αντιπροσωπεία μας στο Ισραήλ, πάνω από 500 ανταποκριτές, πολιτικοί σχολιαστές και νομικοί που προήρχοντο από 40 χώρες, είχαν συρρεύσει στα Ιεροσόλυμα για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Πολυαριθμότερες, με 50 μέλη εκάστη, ήσαν οι αντιπροσωπείες των ΗΠΑ, της Γαλλίας, του Καναδά και της Δ. Γερμανίας, δεδομένου περί της τελευταίας του πανικού που είχε κυριεύσει τη γερμανική κυβέρνηση και προσωπικά τον Αντενάουερ ο οποίος είχε μάλιστα πρόσφατα προαγάγει σε διευθυντή του γραφείου του στην καγκελαρία τον διαβόητο συνεργάτη του Αϊχμαν Γκλόμπκε και έναν εκ των συντακτών των αντισημιτικών νόμων της Νυρεμβέργης το 1935. «Από τας κομμουνιστικάς χώρας έχουν σταλεί 16 ανταποκριταί» πληροφορούσε ο έλλην αντιπρόσωπος και συμπλήρωνε: «Η ΕΣΣΔ αντιπροσωπεύεται μόνον από τον ενταύθα μόνιμον ανταποκριτήν του ΤΑΣ. Εξ Ελλάδος έχουσιν αφιχθή ο κ. Στάγκος ως απεσταλμένος του «Βήματος», ο κ. Κοκκινάκης της «Ακροπόλεως», η κυρία Τσουδερού της «Ελευθερίας» και ο κ. Παπαδάτος ως εκπρόσωπος της Διεθνούς Ενώσεως Δικαστών. Επιπλέον, επισήμους ειδικούς παρατηρητάς διά την δίκην απέστειλεν η Δ. Γερμανία, 9 τον αριθμόν, συνδεομένους δι’ ειδικής ραδιοτηλεφωνικής γραμμής με το ιδιαίτερον γραφείον του Καγκελαρίου Αντενάουερ, καθώς και ανά ένα η Αυστρία και η Γιουγκοσλαβία».

Στη διάρκεια της δίκης
Η Ελλάδα στο επίκεντρο

Σε όλη τη διάρκεια της δίκης η χώρα μας βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς Τύπου, ιδιαιτέρως όμως του ισραηλινού, που αφιέρωνε καθημερινά σχεδόν άρθρα για την εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της και τον ρόλο του Αϊχμαν, του Μπρύνερ και του Βισλιτσένι, αφήνοντας πολλά να υπονοούνται και για όσα μεσολάβησαν προ της εκδόσεως του επίσης διαβόητου Μαξ Μέρτεν στη Γερμανία.
Ανάμεσα στα πολυάριθμα άρθρα για τη χώρα μας που ελλείψει χώρου δεν αναφέρονται εδώ συγκαταλέγονται εκείνα που αναγνώριζαν τη συνδρομή λαού και κλήρου στη διάσωση των ελλήνων εβραίων, όπως και της τότε ΥΠΕΞ, γνωστής ως σιδηράς κυρίας του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ, που στο φύλλο της εβδομαδιαίας «El Tiempo» (22 Μαΐου 1961) εξεδήλωνε την ευγνωμοσύνη εκ μέρους της ισραηλινής κυβέρνησης για την Ελλάδα, «τη μόνη χώρα που δεν εκμεταλλεύθηκε τις κατασχεθείσες εβραϊκές περιουσίες αλλά τις απέδωσε στους νόμιμους κατόχους τους» (309/ΑΕΡ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ