Καθώς μεγαλώνουμε, λίγα πράγματα ταράζουν ευχάριστα την ολοένα και πιο βαριά καθημερινότητά μας. Ενα απο αυτα, με αναλλοίωτη νομίζω ένταση, είναι το πάντα ξαφνικό αντάμωμα με την άνοιξη, απόλυτα καθαρό και απαράλλαχτα αιφνίδιο, παρά την προβλέψιμη και μαθηματικά βέβαιη εισβολή της στη ζωή μας, προοιονιζόμεη από την αλλαγή της ώρας και το συνακόλουθο νεανικό αίσθημα έκπληξης του φωτός στο σχόλασμα από το γυμνάσιο της απογευματινής βάρδιας.

Είναι από αυτά τα πράγματα που όσο περνούν τα χρόνια, αντί να χάνουν την αρχική τους ορμή και διάσταση δυναμώνουν, ενισχυμένα από μια αίσθηση νοσταλγίας που το πέρασμα της ηλικίας επιβάλλει καθώς εξαναγκάζει το νου να ξαναβιώσει το παρελθόν μέσα από μια συλλογική μνήμη πασπαλισμένη με τα μικρα σωματίδια των συναισθημάτων, ωραιοποιώντας την έτσι στο έπακρο.

Ισως γι αυτό, ίσως για όλα αυτά, σήμερα που περπάτησα στην Κυψέλη, στον τόπο που μεγάλωσα ζώντας τις εποχές της με όλες μου τις αισθήσεις, παγιδεύτηκα μέσα στη γνώριμη εικόνα των δρόμων όταν εισέβαλε επιθετικά το άρωμα από τις νερατζιές, φυτεμένες νομίζω από πάντα, σχεδόν σ’ ολόκληρη την Κυψέλη. Σα νά’δωσε φως και χρώμα αυτή η μυρωδιά, ζωγράφισε διαφορετικά τις γιαγιάδες, που περπατάνε με τα παντοφλάκια τους στα πεζοδρόμια λες κι έφυγαν απ το σπίτι με την σπιτική τους περιβολή, ρίχνοντας μόνο βιαστικά πάνω τους ένα πανωφόρι, αρχετυπική εικόνα της βαθιά ανθρώπινης αυτής συνοικίας του κέντρου. Τους παππούδες που πηγαίνουν στη λαϊκή της Τρίτης στην Αγ Ζώνης και της Πέμπτης στην Υδρας, φορώντας το γιλέκο και τη γραβάτα τους καθώς η περίσταση- και συνακολούθως η κοινωνία- απαιτεί από αυτούς πάντα κόσμια εμφάνιση. Τον θερικό κινηματογράφο «Στέλλα» στην Τενέδου που αντιστέκεται σθεναρά στη μετατροπή του σε υπαίθριο γκαράζ, κρατώντας με πείσμα την ατμόσφαιρα από κάποια αλλοτινά καλοκαίρια. Τη Φωκίωνος που ζώντας το πεζοδρομημένο παρόν της καταφέρνει να μη ξεχνά όλους εκέινους που την περπάτησαν και την ξενύχτησαν ως πολύβοο δρόμο.

Ισως γιατί οι νερατζιές υπήρχαν πάντα εκεί, και βλέποντάς τα όλα τότε βάλθηκαν να μην ξεχάσουν. Και σήμερα, σαν απο θαύμα, σαν αυτά τα μικρά θαύματα που συντελούνται κάθε μέρα γύρω μας και περιμένουν από εμάς μονάχα να σταματήσουμε λίγο να τα δούμε, οι νερατζιές της Κυψέλης μετέφεραν με την αρτιότητα κάποιας μουσικής άριας την άνοιξη, και πάλι ατόφια και όμορφη, όπως αυτήν που ζούσαμε παιδιά.