Στα «ψιλά» γράμματα των διατάξεων που ρυθμίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις όσων επιμένουν να ενεργούν επαγγελματικά μετά την συνταξιοδότησή τους, εξακολουθούν να υφίστανται προκλητικές διαφορές.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση ασφαλισμένων με τις ελάχιστες προδιαγραφές πλήρους σύνταξης (δηλ. τουλάχιστον 60 ετών για άνδρες ή 55 για γυναίκες), η απονομή του 100% του ποσού της συντάξεως εξακολουθεί ανέπαφη εφόσον οι επίσημες (ασφαλιστέες και φορολογούμενες ακαθάριστες αποδοχές) δεν υπερβαίνουν:

-Το 35πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδικεύτου εργάτη, εφόσον ο νομίμως εργαζόμενος έχει συνταξιοδοτηθεί με τις γενικές διατάξεις της πλειοψηφίας των Ελλήνων (δηλ. από το Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ) ή

-Το 60πλάσιο, εάν πρόκειται για ασφαλισμένο του οποίου η σύνταξη καταβάλλεται από το Γ.Λ.Κ (δηλ. προερχόμενο από τον «στενό» δημόσιο τομέα).

Με απλά λόγια, ενώ η α΄ομάδα έχει καταβάλει για όσα χρόνια ασφαλίστηκε (με συνεπή εργοδοσία), το 20% των εκάστοτε μικτών αποδοχών της, σε αντίθεση με την β΄, όπου μόλις προ 20ετίας άρχισε η καταβολή εισφοράς (μόνον από τους εργαζομένους), ανερχόμενη σήμερα στο 6,67% των βασικών αποδοχών της (δηλ. εκτός επιδομάτων θέσεως, βιβλιοθήκης, ειδικών συνθηκών κ.ά), υστερεί μακράν ως προς το δικαίωμα να αμειφθεί –εμφανώς- περισσότερο από 1.000 περίπου Ευρώ –προ φόρου- μηνιαίως.

Οι προαναφερόμενες διατάξεις αφορούν μόνον σε εξηρτημένη απασχόληση, μη έχοντας εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης «ελεύθερου» επαγγέλματος (δηλ. με έκδοση Τιμολογίου ή Απόδειξης Παροχής Υπηρεσιών) ή επ’ονόματι γ΄συγγενικού ή άλλου προσώπου.

Η υφιστάμενη διάταξη μη απονομής σύνταξης προ της ελάχιστης απαιτουμένης ηλικίας, στην περίπτωση μη ενστόλων, αναγνωρισμένης της όντως υπερβάλλουσας προσπάθειάς τους εν ενεργεία, συνιστά ή όχι δημοκρατικό «έλλειμμα» ή αντιλαμβάνομαι λανθασμένα;