ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΡΟΝΚΑΛΙΟΛΟ
Ο Ουρουγουανός εραστής:
Μια αληθινή ιστορία
Μετάφραση Κώστας Αθανασίου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 365, τιμή 15 ευρώ

Ο Λέων Τολστόι προέτρεπε τους συγγραφείς να αγαπούν τους ήρωες που δημιουργούν. Σε διαφορετική περίπτωση –προειδοποιούσε ισιώνοντας την πάνσοφη γενειάδα του –δεν θα βρεθεί αναγνώστης να τους συμπονέσει. Το νέο βιβλίο του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (γενν. 1975), Ο ουρουγουανός εραστής, είναι ακόμη μία μυθοπλασία βασισμένη σε «μια αληθινή ιστορία», επιλογή στην οποία μας έχει συνηθίσει ο ταλαντούχος συγγραφέας από το Περού.

Οταν ο ίδιος επισκέφθηκε την Αθήνα, στα μέσα του προηγούμενου μήνα, είπε ότι «έγραψα ένα βιβλίο για τη ζωή του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα» στον αντίποδα μιας πλούσιας βιβλιογραφίας που έχει συσσωρευθεί γύρω από τον θάνατό του (στην αρχή του ισπανικού εμφυλίου πολέμου) και κυρίως το αξεδιάλυτο ως σήμερα μυστήριο της ταφής του. Ηρωάς του είναι ο υποτιθέμενος εραστής που γνώρισε ο πληθωρικός λογοτέχνης από τη Γρανάδα σε μια από τις περιοδείες του για τον Ματωμένο γάμο στο πολυπολιτισμικό Μπουένος Αϊρες το 1933.
Ο Ενρίκε Αμορίμ, ένας φανατικός θαυμαστής του Λόρκα αλλά αμφιβόλου αξίας γραφιάς, αναγνωρισμένος μόνο για τις «γκάουτσο» ιστορίες του Ρίο ντε λα Πλάτα, έστησε το πρώτο μνημείο στον κόσμο προς τιμήν του ποιητή στη γενέτειρά του, την πόλη Σάλβο της Ουρουγουάης. Εκεί στα τέλη του 1953, στο πλαίσιο μιας τελετής που έμοιαζε με νεκρώσιμη ακολουθία, οι εργάτες άνοιξαν μια τρύπα πίσω από την επιτύμβια πλάκα –με τους εγχαραγμένους στίχους του Αντόνιο Ματσάδο –και ο Αμορίμ συντετριμμένος έθαψε ένα λευκό κουτί με διαστάσεις οστεοθήκης το οποίο υποτίθεται ότι περιείχε τα «απαχθέντα» λείψανα του Λόρκα από την Ισπανία.
Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, εκμεταλλευόμενος κατά κύριο λόγο τις αδημοσίευτες αναμνήσεις ή την αλληλογραφία του Αμορίμ και ερευνώντας το σχετικό πραγματολογικό υλικό, τοποθετεί τον αναγνώστη μπροστά σε μια σπέκουλα με μάλλον αδύναμα τεκμήρια (ως προς την ουσία της υπόθεσης), η οποία ωστόσο εξάπτει (ύπουλα και στα όρια του κουτσομπολιού ενίοτε) την περιέργεια ως ένας κόσμος απομυθοποίησης –εξανθρωπισμού αν προτιμάτε –μεγάλων προσωπικοτήτων της τέχνης και της διανόησης του 20ού αιώνα. Αλλωστε, όπως εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, «ο φθόνος, η αποστροφή, η υποκρισία και η προδοσία καθόρισαν την ιστορία της λογοτεχνίας όπως έχει φθάσει ως τις μέρες μας».
Το πρόβλημα που μεταλλάσσεται σε κινητήρια δύναμη της αφήγησης είναι η υπολογισμένη απατεωνιά, η εκκεντρική αναξιοπιστία της βασικής πηγής του συγγραφέα. Εχουμε να κάνουμε πιθανότατα με μια περίπτωση μυθομανούς υπό καθεστώς ακατάσχετης απογοήτευσης. «Στην πραγματικότητα, το μεγάλο έργο του Αμορίμ ήταν η ίδια του η ζωή. Ηταν καλύτερος μυθιστορηματικός χαρακτήρας παρά αφηγητής» γράφει ο Ρονκαλιόλο για «το χαμαιλεοντικό του ένστικτο, την ικανότητά του να μετατρέπεται κατά βούληση σε άλλα πρόσωπα».
Αν θελήσουμε μάλιστα να συντονιστούμε πλήρως με τον λεπτεπίλεπτα χλευαστικό τόνο που διαπερνά τις σελίδες, θα λέγαμε ότι ο Αμορίμ υπήρξε ένα ετερόφωτο καλλιτεχνικό τσιμπούρι με ματαιοδοξία ελέφαντα, που συνετρίβη από τα ίδια του τα καμώματα. Εκτός αυτού ξόδεψε και ένα σωρό λεφτά (ακόμη και σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ δωροδόκησε) χωρίς να γίνει ποτέ ο άνθρωπος με τη μεγάλη επιρροή που οραματίστηκε.
Μπορεί ο συγγραφέας να διαπιστώνει ότι η τακτική αυτή ήταν στο βάθος μια λανθάνουσα και «διαρκής αναζήτηση της αγάπης», δυστυχώς όμως δεν μας πείθει ούτε για μια στιγμή ότι πρέπει να τον συντρέξουμε –να γιατί έχει δίκιο ο Τολστόι.
Επαρχιώτης και εκατομμυριούχος
Ο Ενρίκε Αμορίμ ήταν ομοφυλόφιλος και παντρεμένος, εκατομμυριούχος και κομμουνιστής, ένας επαρχιώτης με κοσμοπολίτικη κλίση, μια προσωπικότητα αντιφατική την οποία σήμερα καταπλακώνει η λήθη. Ενσαρκώνει, κοντολογίς, μια θλιβερή ιστορία. Ο συγγραφέας κυριολεκτικά τον χρησιμοποιεί για να αφηγηθεί μια ολόκληρη εποχή, κάποια άλλα σπαρταριστά περιστατικά και να φτιάξει ενδιαφέροντα πορτρέτα του μνησίκακου Χόρχε Λουίς Μπόρχες, του πολυπράγμονος ελαφρόμυαλου Πάμπλο Νερούδα, του συγχυσμένου ανάμεσα στην ατομική ιδιοφυΐα και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό Πάμπλο Πικάσο, του άκαμπτου σταλινιστή Λουί Αραγκόν και του αφελούς για την εποχή του Τσάρλι Τσάπλιν –μεταξύ των άλλων ο τελευταίος πίστεψε ότι συναντήθηκε κάποια στιγμή με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Ο αδίστακτος Αμορίμ συνιστά ωστόσο τη συγκολλητική ουσία τούτης της αφήγησης. Είναι ένας «λαγός» που ξεπετάγεται κάθε τόσο για να μας υπενθυμίσει κατά τα λοιπά πόσο παρείσακτος είναι. Οποια πέτρα και αν σηκώσουμε, από την Αργεντινή ίσαμε το Παρίσι, για καμιά σαρανταριά χρόνια, από κάτω θα τον βρούμε –το πράγμα καταντά σε ορισμένα σημεία κωμικοτραγικό.
Δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο Λόρκα –τον οποίο μάλιστα ο Αμορίμ έντυσε ναυτάκι στο Μοντεβιδέο και του έκανε τα χατίρια ενός καλού αυλικού –συνήψε σχέση μαζί του. Είχε όμως τέτοια έμμονη κτητικότητα ο άλλος να διασώσει την υστεροφημία του ποιητή, που έφθασε στα όρια του παραλογισμού –αυτό, ναι, μπορούμε να το δούμε ως σύμπτωμα ενός μη ανταποδοτικού έρωτα, αλλά και ως προσωπική μάχη με ένα αίσθημα κατωτερότητας.
Ο αναγνώστης σε κάθε περίπτωση θα ευχαριστηθεί με πολλές αφορμές το βιβλίο: ο Νερούδα δρομολόγησε ένα ερωτικό τρίγωνο με μια μικρή (που είχε ερωτευθεί ο Μπόρχες), αλλά ο Λόρκα όχι μόνο το έβαλε στα πόδια, μα γκρεμίστηκε και στις σκάλες στραμπουλώντας τον αστράγαλό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ