Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, μεθοδικά και σταθερά, από την αναπάντεχη επιτυχία της Ερωτευμένης νεκρής του Τεοφίλ Γκοτιέ το 2007 μέχρι το ανέβασμα του Γυάλινου κόσμου του Τενεσί Ουίλιαμς σε κεντρική αθηναϊκή σκηνή, κατέκτησε το δικαίωμα να θεωρείται υπολογίσιμη δύναμη του ελληνικού θεάτρου. Το 2013 τη βρήκε ετοιμοπόλεμη. Με ένα εμβληματικό έργο του Μπρεχτ (Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν παίζεται ήδη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με πρωταγωνίστρια τη Στεφανία Γουλιώτη) ζωντανεμένο από τη ματιά της και μια επικείμενη συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο (Οι θεατές του Μάριου Ποντίκα), η 32χρονη σκηνοθέτις ξεφύλλισε για τη ΒΗΜΑdonna κάποιες σελίδες από το λεύκωμα της ζωής της.

•Άρχισα να ψάχνω έργα με αφορμή τη συγκεκριμένη πρόταση που μου έγινε από τη Στέγη να ανεβεί εκεί μια παράσταση σκηνοθετημένη από εμένα. Ο Μπρεχτ δεν ήταν ποτέ αδυναμία μου, δεν είχε τύχει να εμβαθύνω στα έργα του, δεν με τραβούσε. Όχι επειδή είχα μια εμπεριστατωμένη άποψη, από μια λάθος εντύπωση -τον είχα συνδέσει με πράγματα παλιομοδίτικα. Όμως αυτήν τη φορά το όνομά του μου ήρθε αμέσως στο μυαλό και αποφάσισα να διαβάσω κάποια έργα του. Όταν τελείωσα τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν, είπα «αυτό είναι», συνήθως έτσι μου συμβαίνει. Δεν μοιάζει με τα άλλα θεατρικά του Μπρεχτ. Είναι μια ποιητική αλληγορία, αποφεύγει το διδακτισμό, έχει στον πυρήνα του ένα ηθικό πρόβλημα με υπαρξιακές προεκτάσεις: τι είδους άνθρωπος επιλέγεις να είσαι. Μιλάει για τον έρωτα, τη μητρότητα και είναι διασκεδαστικό, διακρίνεται από πολύ χιούμορ. Φυσικά και είναι πολιτικό.

• Στη φάση που βρίσκομαι μου έχει γίνει απολύτως σαφές ότι δεν θέλω να κάνω παιδιά. Δεν νιώθω αυτή την ανάγκη και ας έχω εξαιρετική σχέση μαζί τους γενικά. Μου φαίνεται αδιανόητο να αλλάξω τη ζωή μου τώρα, την επαγγελματική και την προσωπική, για ένα παιδί, κάτι τέτοιο θα έκανε κακό και σ’ εμένα αλλά και στο παιδί. Δεν μου το υπαγορεύει και το σώμα μου καθόλου.

•Έχω ερωτευτεί κι εγώ λάθος άνθρωπο παρ’ όλο που δεν είμαι ο τύπος που έλκεται από προβληματικές καταστάσεις. Περνούσα πάρα πολύ ωραία βέβαια τότε. Νομίζω ωστόσο ότι πάντα έχεις μια συνείδηση μέσα σου, ακόμα κι όταν είσαι 20 χρόνων, ότι δεν ζεις κάτι που θα κρατήσει για πάντα. Συνήθως σου αρέσει το βάσανο που συνοδεύει αυτές τις ιστορίες, μεγαλώνοντας βαριέσαι να σπαταλήσεις το χρόνο σου, σ’ εμένα τουλάχιστον αυτό συνέβη. Τώρα πια πιστεύω ότι η έλξη πρέπει να συνοδεύεται από πνευματική επικοινωνία, ο έρωτας είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που δεν είναι εύκολο να βρεθεί κι όταν πέσεις πάνω τους παλεύεις να τα κρατήσεις. Αυτήν τη στιγμή είμαι σε μια τέτοια σχέση, πολύ ισορροπημένη και πολύ ερωτική ταυτόχρονα. Μακροχρόνια πλάνα δεν κάνω ούτε προβλέψεις. Μου αρκεί ότι με το σύντροφό μου έχουμε κοινές κατευθύνσεις και μπορώ να φανταστώ ένα μέλλον μαζί του, έστω κοντινό.

•Δεν με ενδιαφέρει πολύ το αν υπάρχει Θεός. Αντιθέτως, με απασχολεί πολύ το ερώτημα «ποιο είναι το νόημα της ζωής». Διατρέχει όλα εκείνα με τα οποία καταπιάνομαι, αν υπάρχει λόγος που συμβαίνουν τα πράγματα, αν υπάρχει σχέση αιτίου αιτιατού σε ό,τι μας συμβαίνει ή αν είναι όλα τυχαία. Αυτές οι υπαρξιακές αναζητήσεις με απασχολούν συνεχώς. Στη φάση που βρίσκομαι τώρα, μετά από τις Ψευδαισθήσεις του Βιριπάγεφ, μετά από Μπρεχτ, μάλλον βλέπω τα πράγματα με τρόπο μηδενιστικό. Δεν ξέρω από πού μπορεί να κρατηθεί κανείς. Βρίσκεις φαντάζομαι μια σταθερά και με αυτήν πορεύεσαι. Κάποιος τον έρωτα, άλλος την οικογένεια, οι πιο πολλοί την αγάπη. Καθένας βέβαια τη διοχετεύει και την τοποθετεί όπου θέλει. Η Σεν Τε, η ηρωίδα του έργου, διακρίνεται από ένα γνήσιο αλτρουισμό και υποφέρει εξαιτίας του. Σχεδόν υπάρχει το συμπέρασμα ότι ένας καλός άνθρωπος σε μια καπιταλιστική κοινωνία είναι αντιπαραγωγικός, πάει κόντρα στους μηχανισμούς και πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό.

•Ειλικρινά δεν μπορώ να αποφασίσω αν είμαι υπέρ ή κατά του μνημονίου. Είναι σαφές ότι ζούμε σε μια αδιέξοδη κατάσταση, δεν βγαίνουν οι αριθμοί, η κατάσταση είναι φρικτή και φοβάμαι ότι θα χειροτερεύσει κι άλλο. Ακόμα κι αυτά που είναι αναλυμένα στα χαρτιά, αυτά που μας λένε ότι αν τα δεχτούμε θα δούμε αποτελέσματα, τελικά ανατρέπονται. Νομίζω πως η γενιά μου το έχασε το τρένο. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον να εμπνεύσει κάποιος στους επόμενους το ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τον πολιτισμό, για τον πολιτισμό ως στάση ζωής και όχι ως κατανάλωση. Το πράγμα πάντως δεν προχωράει από μονάδες, είμαστε πολλοί που είμαστε παθιασμένοι με αυτό που κάνουμε αλλά δεν υπάρχει ένα πρόγραμμα, μια πρωτοβουλία που να προσφέρει τη δυνατότητα σε κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα να συνεργάζονται για χρόνια και να εξελίσσουν τη δουλειά τους.

• Έχει η γιαγιά μου ένα σπίτι εκεί έξω από τα Βίλια, στον Κιθαιρώνα, όπου περνούσα ως παιδί όλα μου τα Σαββατοκύριακα και ένα μεγάλο μέρος κάθε καλοκαιριού. Εκεί έμαθα ποδήλατο, γνώρισα φίλους με τους οποίους έχουμε χαθεί, έζησα την πραγματική ανεμελιά και την επαφή με τη φύση. Έχω πολλές αναμνήσεις από αυτό το μέρος και μάλιστα επανέρχεται συχνά και στα όνειρά μου. Το 1990 μια τεράστια πυρκαγιά παραλίγο να το κάνει στάχτη. Ο παππούς μου μας πήρε με τη γιαγιά και τον αδελφό μου και μας πήγε προς τη θάλασσα. Νομίζαμε ότι θα καιγόταν, θυμάμαι τόσο έντονα την αγωνία μας. Τελικά το σπίτι σώθηκε, αυτή όμως παραμένει μια συνταρακτική ανάμνηση. Τώρα πια σπάνια έχω το χρόνο να πάω. Μου έχει μείνει όμως το άγχος κάθε καλοκαίρι γιατί όλο και κάτι καίγεται προς τα εκεί.

• Δεν έχω κάνει ψυχανάλυση. Πέρασε από το μυαλό μου όταν έχασα τον αδελφό μου, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου μέχρι σήμερα, αλλά τελικά δεν πήρα την απόφαση. Σκέφτηκα πως εγώ, που είμαι ισχυρογνώμων και νιώθω ότι ξέρω πολύ καλά τι μου συμβαίνει, δεν θα δώσω εύκολα το χώρο σε κάποιον να ερμηνεύσει τι καθοδηγεί τις πράξεις μου. Πιστεύω άλλωστε πως υπάρχουν και πράγματα που δεν χρειάζεται να τα σκαλίζουμε. Άσε που αν είσαι καλλιτέχνης κάνεις αναγκαστικά μια διαρκή επεξεργασία με τον εαυτό σου.

Απο πάνω, δεξιόστροφα: Με τον αδελφό της Αντίοχο στο πατρικό τους στην Κηφισιά. Με τη μητέρα της, την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου. Με τον πατέρα της Σπύρο Ευαγγελάτο σε εκδήλωση στο Μέγαρο. Σε πρόβα από τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν με τη Στεφανία Γουλιώτη.