Η υιοθέτηση του πρώτου πυλώνα τηςΕυρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης, δηλαδή η εκχώρηση εξουσιών εποπτείας των τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αποτελεί την πιο σημαντική πολιτική αλλαγή που συντελείται μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η Eυρωπαϊκή Τραπεζική Ενωση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Νομισματικής Ενωσης και αναγκαία προϋπόθεση της Δημοσιονομικής και Οικονομικής Ενωσης. Κυρίως όμως δρομολογεί πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ενωση θα αποτελέσει έναν μηχανισμό απορρόφησης των αναταράξεων που προκαλούν οι χρόνιες ανισορροπίες της ευρωζώνης οι οποίες πλήττουν ασύμμετρα τις περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα. Παράλληλα θα σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα αντιστρέψει τον κατακερματισμό της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς διευκολύνοντας την ελεύθερη ροή κεφαλαίων και τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
Δεύτερον, δεν μπορεί να υπάρξει ενιαίο νόμισμα χωρίς ενιαία εποπτεία των τραπεζών. Η δημιουργία χρήματος από την ΕΚΤ δεν είναι παρά μέρος της ευρύτερης κυκλοφορίας χρήματος, η οποία δημιουργείται στην ουσία από τα δάνεια των τραπεζών. Συνεπώς, αν η ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά κατακερματισθεί, όπως αυτό συνέβη στην παρούσα κρίση, το ίδιο θα συμβεί και με την κυκλοφορία του χρήματος.
Τρίτον, η σχέση μεταξύ της τραπεζικής και της δημοσιονομικής ένωσης είναι ζωτικής σημασίας. Μετά την ενίσχυση της ΕΚΤ με εξουσίες για την εποπτεία των συστημικήςσημασίας τραπεζών, η δημιουργία της Eυρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης θα εξελιχθεί με τη σύσταση Ευρωπαϊκών Ταμείων Εξυγίανσης και Εγγύησης Καταθέσεων (European Recovery and Resolution Mechanism and European Deposit Guarantee System). Επομένως οι αποφάσεις σχετικά με την κατανομή δημοσίων πόρων θα πρέπει να λαμβάνονται στο πολιτικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης προηγείται της Δημοσιονομικής, γιατί ακόμη και αν η Δημοσιονομική Ενωση ήταν σε θέση να πειθαρχήσει αποτελεσματικά αποκλίνοντες εθνικούς προϋπολογισμούς και οι οικονομίες συνέκλιναν, χωρίς σταθερό ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα δεν θα υπήρχε εγγύηση της διασυνοριακής ροής κεφαλαίων.
Τέταρτον, η αρχική έλλειψη μηχανισμών διαχείρισης της κρίσης ανάγκασε τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης να προσφύγουν –κατά παρέκκλιση της κοινοτικής μεθόδου, δηλαδή της λήψης αποφάσεων μέσω των κοινοτικών οργάνων –σε οιονεί διακυβερνητικές θεσμικές μεθοδεύσεις στις οποίες οι εταίροι έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας και τα μεγάλα κράτη κατέχουν δεσπόζουσα πολιτική θέση. Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τραπεζικής και Δημοσιονομικής Ενωσης προϋποθέτει τη λήψη τολμηρών πολιτικών αποφάσεων που θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα πολιτικού διαλόγου σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση σηματοδοτεί το τέλος της Ευρώπης του βολονταρισμού των τελευταίων 40 ετών όπου –κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους –οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ προώθησαν σε μεγαλύτερο βαθμό τη διαδικασία της οικονομικής ενοποίησης.

Επιπροσθέτως, σηματοδοτεί μια νομοτελειακή αλλαγή στη σφαίρα της ευρωπαϊκής πολιτικής: σημαντικές επιλογές και αποφάσεις που αφορούν την εξασφάλιση και παροχή των ευρωπαϊκών «δημόσιων αγαθών», όπως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τα οποία είναι ανίκανα πλέον να παράσχουν από μόνα τους τα εθνικά κράτη, πρέπει να λαμβάνονται από υπερεθνικά, ομοσπονδιακά όργανα έπειτα από διεξοδική πολιτική συζήτηση, έναν «δημόσιο (ευρωπαϊκό) διάλογο» πουθα διασφαλίζει την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων. Αν με το Μάαστριχτ η λειτουργία του νομίσματος εξέφυγε της εθνικής κυριαρχίας και εναποτέθηκε στην ΕΚΤ, με τη συμφωνία του περασμένου Δεκεμβρίου η εποπτεία των μεγάλων τραπεζών ανατίθεται στην ΕΚΤ διορθώνοντας έτσι την πιο επικίνδυνη αρχιτεκτονική ατέλεια της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης.

Ενώ οι πρωτοβουλίες της EKT, όπως οι Οριστικές Νομισματικές Συναλλαγές (OΝΣ), καθησύχασαν τις αγορές, επιβάλλεται άμεσα οι ευρωπαίοι ηγέτες να επιταχύνουν την Τραπεζική, Δημοσιονομική και Οικονομική Ενωση για τη δρομολόγηση της ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ενωσης.
Η Ευρώπη σήμερα προσπαθεί να αποκαταστήσει τη διαταραγμένη σχέση μεταξύ των αγορών και της πολιτικής (π.χ., ρύθμιση του τραπεζικού τομέα). Οι ως σήμερα αποσπασματικές ενέργειες έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας υποβάλλουν σε ισχυρή δοκιμασία την αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ενότητάς της. Αν δεν αντιστραφεί άμεσα αυτή η τάση, τα αποτελέσματα ενδέχεται να είναι καταστροφικά. Αυτό πιέζει τα μικρά κράτη, καθώς και αυτά που θεωρούν τον εαυτό τους μεγάλα, να συμμετάσχουν σε μια σταθερή ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή δομή. Μόνο αυτή μπορεί να εγγυηθεί με ασφάλεια τη δημοκρατική διακυβέρνηση, όπου θα κατανεμηθούν με βάση την αρχή της επικουρικότητας οι εξουσίες μεταξύ των ευρωπαϊκών ομοσπονδιακών οργάνων και εθνικών κρατών και θα διασφαλιστεί η ελευθερία ανάπτυξης της κουλτούρας και ταυτότητας κάθε κράτους-μέλους.
Στις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα διεξαχθούν το 2014 τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα θα πρέπει να εκλέξουν άμεσα τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επίσης το 2015 θα πρέπει να αρχίσουν οι εργασίες για μια Ευρωπαϊκή Σύμβαση που θα αποφασίσει για τα θεμελιώδη ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας.
Η Ευρώπη, ένα ζωτικής σημασίας υποσύστημα του διεθνούς συστήματος, το πρότυπο της ανοιχτής κοινωνίας, θα πρέπει να αποτελέσει τον προπομπό μιας πολιτικής ένωσης. Η μινιμαλιστική, εμποροκρατική θεώρηση της Ευρώπης μόνο ως μιας μεγάλης αγοράς είναι κοντόφθαλμη, αναχρονιστική και αγνοεί τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και τις θεμελιακές αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι οι ιδεολογικές θεωρήσεις ή συναισθηματισμοίαλλά η αδήριτη πίεση της ιστορικής πραγματικότητας που αναγκάζει την Ευρώπη να εξελιχθεί σε Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Ο Γιώργος Σ. Ζαββός διετέλεσε ευρωβουλευτής και πρεσβευτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι νομικός σύμβουλος στη Νομική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες. Οι απόψεις του είναι αυστηρά προσωπικές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ