«Το μόνο βέβαιο σε αυτό τον κόσμο είναι ο θάνατος και οι φόροι», έγραφε το 1789 ο επιστήμονας, πολιτικός θεωρητικός, διπλωμάτης και ιδρυτικός πατέρας των Ηνωμένων Πολιτειών Μπέντζαμιν Φράνκλιν στον γάλλο φίλο του Ζαν-Μπατίστ Λερουά. Επειδή όμως ιστορικά η βεβαιότητα του πρώτου φαινομένου έχει αμφισβητηθεί έντονα από τις απανταχού θρησκείες, αυταπόδεικτο θα πρέπει να λογίζεται τελικά μόνο το αναπόφευκτο των δεύτερων – για χάρη τους άλλωστε δεν επαναστάτησαν οι Αμερικανοί το 1776 και οι Γάλλοι το 1789; Ενδεχομένως βάσει αυτού του σκεπτικού ο γάλλος ηθοποιός Ζεράρ Ντεπαρντιέ κήρυξε την περασμένη εβδομάδα τη δική του προσωπική εξέγερση κατά της φορολογίας του 75% στα υψηλά εισοδήματα που επέβαλε πρόσφατα ο Φρανσουά Ολάντ δια της αποσκίρτησης στον γειτονικό φορολογικό παράδεισο του Βελγίου.

 Φυσικά, και οι δύο πλευρές έσπευσαν να επενδύσουν ιδεολογικά την αντιπαράθεση. Ο γάλλος πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Ερό ξιφούλκησε ενάντια στους «φορολογικούς μετανάστες» αμφισβητώντας τον πατριωτισμό τους. Ο Ντεπαρντιέ ανταπέδωσε τα ίσα υποστηρίζοντας ότι έχει πληρώσει 145 εκατ. ευρώ στο γαλλικό κράτος, το οποίο σήμερα τιμωρεί «τη δημιουργία, την επιτυχία, το ταλέντο, οτιδήποτε διαφορετικό». Η υψιπετής ρητορική αποσκοπεί στην απόσπαση των εντυπώσεων – αλλά εδώ η συμβολική διάσταση έχει και ουσιαστικό αντίκρισμα.

 Γιατί το διακύβευμα της παραπάνω ανταλλαγής πυρών είναι το δίκαιο ή μη της φορολογίας και η πρόσληψή του από την κοινή γνώμη. Η κατανομή των φορολογικών βαρών αποτελεί πάγια το χώρο τομής των πολιτισμικών αξιών με τα οικονομικά μεγέθη. Στη νεώτερη εποχή η κρατική παρέμβαση στα εισοδήματα από ανεκτή συνέπεια επιβολής ανωτέρας βίας γίνεται σταδιακά συνειδητά αποδεκτή ως αντίτιμο υπηρεσιών (ασφάλειας, επιδιαιτησίας) στον υπήκοο / πολίτη ως μέρος ενός κοινωνικού συμβολαίου, χωρίς όμως να εγκαταλείπεται ρητά μια αντίληψη που επικρατεί ευρέως ήδη από το προηγούμενο στάδιο: άγραφοι νόμοι ή θεσμοθετημένες ρυθμίσεις οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι ο καταμερισμός ευθυνών δεν γίνεται σε ηθικό κενό. Γράφοντας για την Αγγλία του 18ου αιώνα στο βιβλίο του Customs in Common (Routledge, 1993) o βρετανός μαρξιστής ιστορικός Έντουαρντ Τόμπσον αναδεικνύει την έννοια της «ηθικής οικονομίας» στο πλαίσιο της οποίας δικαιολογούνταν, για παράδειγμα, λαϊκές αντιδράσεις κατά εμπόρων που κερδοσκοπούσαν σε καιρό σιτοδείας. Μια παρόμοια περιοχή μεταξύ νόμιμου και ηθικού καταλαμβάνουν και οι σημερινές αντιδράσεις ενάντια στην όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων: η υπερσυγκέντρωση του πλούτου στη Δύση την τελευταία τριακονταετία συντελέστηκε κατά το πλείστον νομότυπα – το ερώτημα είναι κατά πόσο η τήρηση των τύπων συμβαδίζει με τις συνταγματικά διακηρυγμένες αξίες περί ισότητας και ισοπολιτείας.

 Με 3.800 γάλλους εκατομμυριούχους να φιλοξενούνται ήδη στο βελγικό χωριό των φοροανυπότακτων Γαλατών του Ζεράρ Οβελίξ (παρεμπιπτόντως, ο «Αστερίξ» Κριστιάν Κλαβιέ διέφυγε για τους ίδιους λόγους τον Οκτώβριο στο Λονδίνο) η παρέα θα είναι μεγάλη και ωραία. Ελλείψει προς το παρόν μαγικού φίλτρου του Πανοραμίξ ή άλλων παρόμοιων τεχνικών εργαλείων εξόρυξης οφειλών, η «Liberation» αποκηρύσσει τον Ντεπαρντιέ με τον φαρμακερό για τα γαλλικά δεδομένα συνδυασμό πολιτικά ορθής / ευαίσθητης εθνικά ατάκας από τον «Συρανό» στον οποίο πρωταγωνίστησε το 1990 – «μια χώρα που εγκαταλείπεις την ώρα που χρειάζεται όλες τις δυνάμεις της». Μελό επιλογή, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχει η πολύ πιο δηκτική φράση του Νταντόν, ηγέτη της Γαλλικής Επανάστασης που ο ηθοποιός είχε ενσαρκώσει στην ομώνυμη ταινία του 1983: όταν οι φίλοι του τον εξορκίζουν να αποδράσει στο εξωτερικό εν όψει της επερχόμενης καρατόμησής του, εκείνος απαντά «δεν μπορεί να κουβαλήσει κανείς την πατρίδα στις σόλες των παπουτσιών του».