Έχουν περάσει περισσότερες από δέκα ημέρες μετά την 6η Μαΐου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα την επικαιρότητα μονοπωλούν αναλύσεις επί αναλύσεων οι οποίες εξυπηρετούν συνήθως τους σκοπούς που έχουν η οιασδήποτε μορφής μηχανισμοί προπαγάνδας. Ωστόσο η ευάριθμη ποσότητα ερεθισμάτων που παράγει η πολιτικολογία των ημερών οδηγεί εκτός από την σύγχυση και σε ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία εξάγονται από την αποτύπωση του αποτελέσματος των πρόσφατων εκλογών.

Φρονώ ότι στην Ελλάδα δεν διεξήχθησαν εκλογές κομμάτων και παρατάξεων που απευθύνθηκαν με καθαρό λόγο και πειστικές προγραμματικές θέσεις στο εκλογικό σώμα, αλλά – όσο κι αν ακούγεται υπεραπλουστευμένο – εκλογές ηλικιών. Δεν ήταν η κομματική ταυτότητα το βασικό κριτήριο της εκλογικής συμπεριφοράς, αφού τα χαρακτηριστικά της, όπως φάνηκε και από το αποτέλεσμα αλλοιώθηκαν. Δεν ήταν η παραταξιακή αφετηρία εκείνη που υποδείκνυε και την ανάλογη πορεία της ψήφου.

Δεν ήταν το κοινωνικό status ή οι στερεότυπες αντιλήψεις που εμπεριέχει αυτού του είδους η «κατηγοριοποίηση», που διαμόρφωσε τη στάση των ψηφοφόρων. Δεν ήταν η ιδεολογική συνείδηση, αφού οι συνειδησιακές επιφυλάξεις που κάποτε εμπόδιζαν ορισμένους να «λοξοκοιτάξουν» και να «λοξοδρομήσουν» – έως ένα βαθμό – εξαλείφθηκαν. Κι αν μερικοί δεν συγχώρεσαν τον εαυτό τους για το «ολίσθημα» που διέπραξαν, κάποιοι άλλοι γύρισαν ανακουφισμένοι και ικανοποιημένοι από την πράξη «υπέρβασης» που έκαναν στο φόντο μάλιστα μίας κρίσης που εξαθλιώνει τις ζωές τους. Και κανείς δεν νομιμοποιείται να αδιαφορεί για αυτή την παράμετρο.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Μαΐου οι ηλικίες άνω των 40 ετών που – κακά τα ψέματα – αποτελούν και τις γενιές που κατασκεύασαν το δημιούργημα της Μεταπολίτευσης κινήθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις κατά τα κομματικά και παραταξιακά «ειωθότα», παρ’ ότι είχαν ή εξακολουθούν να έχουν την διάθεση να αποδοκιμάσουν την ισχύουσα κατάσταση .

Για κάποιους ευτυχώς, για άλλους δυστυχώς, αλλά αυτό ας μην αποτελέσει θέμα για να εξαντλήσει κάποιος την κριτική του. Καθώς όμως εξελισσόταν η εκλογική διαδικασία η δυναμική της νέας γενιάς και συγκεκριμένα των ηλικιών κάτω των 40 ετών ανέτρεψε τα δεδομένα, άλλαξε άρδην την κατάσταση, δημιουργώντας μία δυσεξήγητη κοινωνική αντίφαση. Το πολιτικό θρίλερ για ορισμένους είχε μόλις ξεκινήσει. Το «θυμικό» παρά τις συνεχείς επικλήσεις και παρακλήσεις δεν κατέπεσε. Η οργή δεν εξασθένησε και η διάθεση για παραδειγματική τιμωρία υπερίσχυσε, συμπιέζοντας τα κεντρώα σχήματα, ενισχύοντας – ανισομερώς – τα άκρα, χωρίς να αποφευχθούν και κάποιες δυσάρεστες εκπλήξεις, μετακινώντας εν τέλει τις τεκτονικές πλάκες του πολιτικού συστήματος.

Ο «σεισμός» αυτός , όπως κάθε τέτοιου είδους φαινόμενο σε αναγκάζει να σκέφτεσαι όμως και το πώς θα ξημερώσει η επόμενη ημέρα. Πολλώ δε μάλλον όταν δεν έχει επικρατήσει κανείς ξεκάθαρα, αφού το εκλογικό σώμα δεν αντάμειψε κανέναν με την περιβόητη αυτοδυναμία. Την επόμενη ημέρα η αβεβαιότητα, η σύγχυση και η ανησυχία ήταν συναισθήματα που πολλαπλασιάστηκαν. Τούτο βέβαια δεν φάνηκε να απασχόλησε – πραγματικά – σοβαρά και έως σήμερα δεν φαίνεται να αλλάζει κάτι για τους ανθρώπους που βρίσκονται στα «τιμόνια» των παρατάξεων, αφού πρόδηλα προτάσσουν το κομματικό συμφέρον έναντι του εθνικού συμφέροντος αποδεικνύοντας το πόσο αν – ώριμα αντιμετωπίζουν το ζήτημα της αντιμετώπισης της κρίσης. Ακόμη και την έσχατη αυτή στιγμή δεν μπορούν να μετουσιώσουν σε πράξη το μήνυμα που έστειλε με την ψήφο του ο κόσμος που υποφέρει.

Ο κόσμος τους είπε χωρίς πολλές περιστροφές «συνεργαστείτε» με σκοπό την άρση των αδιεξόδων. Κάποιοι ενώ το άκουσαν φλερτάρουν δεξιά και . . . δεξιά, μήπως και διεκδικήσουν την επικράτηση και την διακυβέρνηση σε μία δεύτερη ευκαιρία με πιο ευνοϊκούς όρους, πράγμα το οποίο είναι και πολιτικά θεμιτό, τηρώντας απαρέγκλιτα τους κανόνες διατήρησης της χώρας στον Ευρωπαϊκό δρόμο. Οι τριγμοί όμως στα θεμέλια της «πολυκατοικίας» αποτελούν πεδίο δόξης λαμπρόν (;) για τις φιλοδοξίες των αντιπάλων. Κάποιοι άλλοι φοβούμενοι το ενδεχόμενο περαιτέρω συρρίκνωσης της παραταξιακής οντότητας από τον εγχώριο πολιτικό «χάρτη», αφού δεν υπάρχει το χρονικό περιθώριο να ξεφορτωθεί το «καράβι» τα «νερά» της αμαρτίας, από τα οποία «βούλιαξε», συστρατεύονται στην μάχη για διατήρηση του Ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, όντας ανοικτοί σε συνεργασίες.

Αυτή όμως η αδυναμία όμως δεν είναι σεβαστή από ορισμένους πολιτικούς αντιπάλους, οι οποίοι θέλουν να σκουπίσουν και τις «στάχτες» . Κάποιοι άλλοι ενώ στην αρχή δεν έδιναν ούτε μία πιθανότητα στην συνεργασία, αφού δεν θα την επεδίωκαν ούτε νεκροί, ξαφνικά εξέφρασαν την δυσφορία τους που δεν εκλήθησαν στις συλλογικές διαβουλεύσεις, σαν τα παιδάκια που οι μεγαλύτεροι δεν τους επέτρεψαν την συμμετοχή τους στο «παιχνίδι». Η βουλιμική διάθεση για – έστω και λίγη – εξουσία και κατάληψη θέσης ρυθμιστή, δεν κρύβεται πίσω από το «προσωπείο» της όψιμης και καθ’ όλα ψευδεπίγραφης εθνικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να μην καθιστούν εαυτούς ιδιαίτερα αξιόπιστους συνομιλητές σε μία ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας. Και στην περίπτωση ορισμένων άλλων, η εκλογική επίδοση τους, παρ’ ότι αξιοπρόσεκτη, δεν τους χαρίζει την άνεση να δρομολογούν ή και να ρυθμίζουν τις εξελίξεις στο βαθμό που επεδίωκαν. Και ερχόμαστε στους «επικρατούντες» στην συνείδηση της κοινής γνώμης – ας είμαστε ειλικρινείς – και όχι της εκλογικής διαδικασίας, αυτούς που μετέτρεψαν το 4% και το 5% σε 17% !

Στους δημιουργούς του ισχυρότερου και – εκ του αποτελέσματος – πειστικότερου «αντιμνημονιακού» ρεύματος, του οποίου η δυναμική γοητεύει έως και . . . επικίνδυνα, αφού κανείς δεν γνωρίζει την διάρκεια, την ισχύ, αλλά και τις συνέπειες που θα έχει. Ο κόσμος που υποφέρει από την λαίλαπα των μέτρων και που βλέπει το βιοτικό επίπεδο να κατρακυλά στην ουσία είπε ένα «άει γ . . . . . . . » στην δυσβάσταχτη λιτότητα και στο συνεχές σφίξιμο του ζωναριού που τον κάνει να ασφυκτιά. Πολλώ δε μάλλον οι νεαρές ηλικίες, που δεν τους επιτρέπεται ούτε καν να ονειρεύονται και για τις οποίες έγινε εκτενής αναφορά προηγουμένως. Θέλουν δεν θέλουν μερικοί, πρέπει να κατανοήσουν, ότι οι νέοι είναι ο δείκτης της πορείας και τα πράγματα θα πάνε εκεί που επιθυμούν. Ορίστε λοιπόν ένα ωραίο ερώτημα. Που θέλουν(με) να πάνε τα πράγματα ;

Συμφωνούν(με) όλοι, ότι το δικομματικό μπλοκ έχασε τον τσαμπουκά του. Γουστάρουν(με) – δικαίως – που τα δύο μεγάλα κόμματα χορεύουν το σκληρό «αντιμνημονιακό ροκ» και δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να σταματήσει ο εύηχος αυτός ρυθμός. Σιγά, σιγά «τρελαίνουν» και παρασύρουν και τους μεγαλύτερους – που οι περικοπές τους έχουν «γονατίσει» και προσδοκούν σε κάποιου είδους ελάφρυνση – με τον τρόπο που «τσουρουφλίζουν» τα κόμματα που μας έφεραν στο ζοφερό σήμερα. Παραδέχονται την συνέπεια του λόγου του μεγαλύτερου – σε εκλογικό ποσοστό – «αντιμνημονιακού» πόλου κι ας παραγνωρίζουν ότι ενδεχομένως ήξεραν, ότι με το πέρας μίας προεκλογικής περιόδου θα αρχίσει κατευθείαν μία άλλη, καινούργια. Καλά όλα αυτά, αλλά τώρα ;

Τώρα το βάρος είναι επιπρόσθετο. Τα πράγματα σοβάρεψαν. Κάποιοι με την στάση τους και σε συνδυασμό με την διαφαινόμενη αδυναμία άλλων, επέλεξαν έναν δεύτερο εκλογικό γύρο, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεργαστούν. Αλλά αυτό θα τους καθιστούσε «συμβιβασμένους», «μία από τα ίδια» ή – κατά τον προσφιλή όρο – «αριστερούς Καρατζαφέρηδες». Σωστό. Αλλά συγχρόνως αναρωτιέται κανείς πόσο σίγουροι είναι πως η επιθυμία του εκλογικού σώματος και ταυτόχρονα η εθνική ανάγκη για συνεργασία δεν θα εκφραστεί – πάλι – και στις επόμενες εκλογές ; Και πόσο σίγουροι είναι ότι δεν θα επιδιώξουν αύριο την συνεργασία που βαφτίζουν με ευκολία σήμερα «άλλοθι στην Αριστερά» ;

Τελοσπάντων . . . Η ουσία είναι πως εφ’ όσον θεωρούν εαυτούς εν δυνάμει «κυβερνήτες» μάλλον έφτασε και η καταλληλότερη ώρα που θα πρέπει να πείσουν ότι διαθέτουν εφαρμόσιμη ρεαλιστική αριστερή κυβερνητική πρόταση καταγγελίας ή τροποποίησης του μνημονίου με επιβίωση της χώρας εντός (πάντα) του ευρώ, εξασφαλίζοντας μάλιστα το ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές θα δεχθούν τις προτάσεις μιας αριστερής κυβέρνησης, κοινοποιώντας επίσης και τι θα χρειαστεί. Θα χρειαστεί ένας μεγάλος ή μικρότερος συμβιβασμός ή μία ολική ρήξη με την ηγεσία της ευρωζώνης, με ότι αυτό συνεπάγεται ; Από το πόσο πειστικές είναι οι απαντήσεις που θα δώσει, θα εξαρτηθεί η εκλογική νίκη και επομένως τα ειλικρινή συγχαρητήρια από το σύνολο της κοινωνίας ή η οδυνηρή αποτυχία του.

Καταλήγοντας, τον Ιούνιο έχουμε ακόμη ένα «ημίχρονο», οπού τα χαρακτηριστικά της αναμέτρησης δεν θα έχουν σχέση με αυτά που είχε το πρώτο, αυτό της 6ης Μαΐου. Η οργή, αφού το «τέρας» του δικομματισμού αποδυναμώθηκε, θα δώσει φυσιολογικά την θέση της στην ανησυχία για το μέλλον, η οποία και θα παίξει τον βασικότερο ρόλο στην τελική απόφαση – όλων – των ψηφοφόρων.