Η μητέρα μου έχει καταγράψει ένα πολύ μεγάλο σκορ από απανωτές προσπάθειες για το επιτυχές βάψιμο των κόκκινων αβγών. Πρόκειται για ένα Βατερλό που ηθελημένα ζει και επαναλαμβάνει κάθε χρόνο. Τα πασχαλινά αβγά της έχουν κάθε φορά ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό αποτυχίας.
Τη μια φορά έσπασαν όλα. Μα όλα. Την επόμενη που είχε τον φόβο του σπασίματος τα έφτιαξε μελάτα, μιας και τα έβγαλε άρον άρον. Υπήρξε ο μέσος δρόμος, που ήταν και πάλι αδιέξοδος: τα αβγά και έσπασαν και έγιναν μελάτα, δηλαδή είχαμε μια άλλη πιο χρωματιστή άποψη των αβγών ποσέ.
Στα χρώματα δε, έχει ηττηθεί κατά κράτος. Αλλοτε έγιναν πουά, χωρίς καμιά προσπάθεια, άλλοτε βγήκαν ροζ-καφέ και μιαν ιστορική χρονιά που προσπάθησε να βάλει φυλλαράκια επάνω τους για να αφήσουν το αποτύπωμά τους, δημιουργήθηκαν στην επιφάνεια ψυχεδελικά σχέδια σαν να τα ζωγράφισε κάποιος υπό την επήρεια LSD. Ακόμη και οι χαλκομανίες αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί της.
Με ένα μυστήριο τρόπο δεν μπόρεσαν ποτέ να κολλήσουν πάνω στο κέλυφος και έφερναν βόλτες πάνω στην επιφάνεια του αβγού. Εν ολίγοις δεν κατορθώσαμε ποτέ να τσουγκρίσουμε αβγό χωρίς να μας πιάσουν τα γέλια αφού είτε δεν βρίσκαμε κανένα άσπαστο ή πασαλειβόμασταν από τα μελάτα ή προσπαθούσαμε να σταθεροποιήσουμε τις χαλκομανίες.
Πριν από μερικά χρόνια συνασπιστήκαμε και της απαγορεύσαμε να καταπιαστεί με το έθιμο. Ετσι τα πασχαλινά αβγά που μπήκαν στο σπίτι εκείνο το Πάσχα προέρχονταν από το κοντινό σουπερμάρκετ και ήταν κατακόκκινα, αράγιστα και σφιχτά. Στόλισαν μια χαρά την πιατέλα πάνω στο τραπέζι και έκαναν το χρέος τους το βράδυ της Ανάστασης. Ομως έλειπε κάτι.
Μας έλειψε η διαδικασία. Ελειψε το διάλεγμα των αβγών και της μπογιάς, οι συζητήσεις για το αν έπρεπε να πάρουμε την κλασσική ή μια καινούργια βιολογική, έλειψε η διαπεραστική μυρωδιά του ξιδιού την ώρα της βαφής, το πανάκι με το λάδι που τα έκανε να γυαλίζουν, τα σχόλια περί της επιτυχίας ή της αποτυχίας. Εγινε και αυτό άλλη μια κίνηση μηχανική, διεκπεραιωτική, βαρετή.
Κάπως έτσι, μέσα από μια παρόμοια διαδικασία, οι περισσότεροι σταματήσαμε να φτιάχνουμε τσουρέκια και κουλούρια. Ποιος ο λόγος άλλωστε αφού οι φούρνοι και τα ζαχαροπλαστεία ψήνουν νυχθημερόν. Και χάσαμε και τις απελευθερωτικές γροθιές στο ζυμάρι.
Τις στιγμές εκείνες που τα προβλήματα απομακρύνονται, κέντρο του κόσμου γίνεται το φούσκωμα του ζυμαριού και το πετυχημένο αποτέλεσμα. Και χάσαμε και εκείνη τη μυρωδιά της μαγιάς, το πλάσιμο, το φούσκωμα, το ψήσιμο, η στιγμή που κόβεις αυτό που έφτιαξες.
Διάβασα πρόσφατα πως ο αμερικανός φιλόσοφος Μάθιου Κρόφορντ εξέδωσε ένα βιβλίο που εξηγεί πως οι περισσότερες σύγχρονες μορφές εργασίας δεν ικανοποιούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να νιώθει άδειος γιατί δεν είναι χειρωνακτικές. Για τον κ. Κρόφορντ το να δουλεύει κανείς με τα χέρια του είναι το μυστικό για την ευτυχία ή τουλάχιστον για την ηρεμία.
Οι λόγοι, όπως υποστηρίζει, είναι απλοί: η χειρονακτική εργασία δίνει στον άνθρωπο μια αίσθηση αυτονομίας και τα κριτήρια επιτυχίας ή αποτυχίας είναι απολύτως εμφανή. Παρ’ όλα αυτά η αποτυχία είναι μερικές φορές πιο ενδιαφέρουσα από την πλήρη απραξία.
Γι΄ αυτό και η μητέρα μου – εκτός από εκείνο το μικρό διάλειμμα – επέστρεψε στις επάλξεις των πασχαλινών αβγών. Ενας Θεός ξέρει τι μας ετοιμάζει για φέτος, αλλά έτοιμα από το σουπερμάρκετ δεν θα πάρουμε.