Κάποτε θα φτάναμε και εδώ. Στη σχιζοφρένεια, ως τρόπο ζωής. Βγήκαν πριν από λίγες ημέρες οι επιστήμονες και με καμάρι ανακοίνωσαν πως βρέθηκε ένα σκεύασμα ικανό να «εξουδετερώσει» τη δελεαστική μυρωδιά των φαγητών, βοηθώντας μας έτσι να αντισταθούμε στον πειρασμό τως εδεσμάτων. Τέτοιου είδους σκευάσματα θα μας βοηθούν να αντιστεκόμαστε στα πιάτα που αν και πολύ νόστιμα είναι εξαιρετικά παχυντικά. Ετσι λοιπόν.
Φτάσαμε στον πλήρη διχασμό της προσωπικότητάς μας. Από τη μία, οδηγοί μαγειρικής, περιοδικά, εκπομπές, σεφ -σταρ, οι πάντες να έχουν μπει σε μια φρενίτιδα μαγειρικής, και από την άλλη όλα αυτά τα γευστικά επιτεύγματα να μην πρέπει να τα φας για λόγους υγείας και αισθητικής.
Και πώς θα το κάνουμε αυτό; Πόσο περισσότερο μπορούμε να αυτοβασανιστούμε, μετά τα χάπια που κόβουν την όρεξη και τις δίαιτες παντός τύπου; Το βρήκαμε. Θα μαγειρεύουμε, θα ψάχνουμε για τα εκλεκτότερα υλικά και τις πιο λαχταριστές γεύσεις και μόλις φτιάχνουμε το αριστούργημά μας θα παίρνουμε ένα χάπι και το φαγητό θα σταματάει να μοσχοβολάει. Θα είναι απλώς μια γυαλιστερή εικόνα, τρισδιάστατη, χρωματικά ισορροπημένη αλλά δεν θα διεγείρει τη μύτη μας και δεν θα θέλουμε να το φάμε. Θα είναι ντεκόρ.
Τώρα το ερώτημα είναι γιατί να μπαίνουμε στη διαδικασία να μαγειρεύουμε. Αν θέλουμε να κάνουμε κάτι δημιουργικό ας πιάσουμε την αγγειοπλαστική, τον χορό, το τραγούδι. Κάτι που να μπορούμε να το χαρούμε από την αρχή έως το τέλος και όχι κάτι που στη μέση του θα χρειαστούμε αντίδοτο. Και τι αντίδοτο… Ενα χημικό σκεύασμα.Τέτοια πρόοδος.
Κάποτε οι γυναίκες έπρεπε να χωρέσουν σε κορσέδες τόσο στενούς που έκοβαν την αναπνοή. Αλλά αυτά γίνονταν παλιά. Τότε που κυριαρχούσε η βαναυσότητα. Ενώ τώρα έχουμε άλλα μέσα. Πιο προηγμένα, πιο επιστημονικά. Ενα χάπι, ένα χάπι, να γιατρέψει την αγάπη (για φαγητό). Πως αλλιώς θα μπορέσουμε να γίνουμε οικοδέσποινες / οικοδεσπότες χρυσοχέρηδες μεν αλλά και πολύ αδύνατοι δε.
Ηταν τόσο απλό τελικά. Βρέθηκε τρόπος να περνάμε έξω από φούρνους και να μην μας αναστατώνει η μυρωδιά του φρεσκοψημμένου ψωμιού. Να μην θέλουμε να κόψουμε μια γωνία από το καρβέλι και έτσι όπως είναι ζεστό να το ραντίσουμε με αγουρέλαιο και με τριμμένη ρίγανη. Οχι βέβαια. Και η σκέψη μόνο πρέπει να παταχθεί.
{{{ moto }}}
Η πράξη συγκαταλέγεται σε ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα του σύγχρονου πολιτισμού. Επιτέλους, να μην μας «γαργαλάνε» τα κεφτεδάκια μέσα από το τηγάνι και να μην κοιτάμε εμείς τη γάτα και η γάτα εμάς για το ποιός θα προλάβει να φάει τον πρώτο κεφτέ. Να περνάμε έξω από ψαροταβέρνες παραλιακές και να μην στρέφουμε το κεφάλι προς τις μαρίδες και τα καλαμαράκια.
Και εκείνα τα καταραμένα τσουρέκια που φουσκώνουν προκλητικά και αναδίδουν αρώματα από μαχλέπι να σταματήσουν να μας βάζουν σε πειρασμό. Θα τα βγάζουμε από τον φούρνο, θα βλέπουμε αν πήραν ωραίο χρώμα αν η ζύμη τους είναι μαστιχάτη, αν είναι αφράτα και τέλος.
Βεβαίως υπάρχει και άλλος τρόπος: Μπαχαρικά, αρωματικά φυτά, καφέδες με βουτήματα, λουκουμάδες με κανέλα, ψημένο καλαμπόκι με βούτυρο, όλα να ριχτούν στην πυρά. Αυτό είναι το ζητούμενο. Να μην υπάρχει τίποτα που να μας αναστατώνει. Μια ζωή χωρίς μυρωδιές, χωρίς επιθυμίες, χωρίς χαρά. Μια ζωή με πόζες, κενά βλέμματα, ανηδονία. Μια ζωή χωρίς ζωή εν τέλει.