Hταν Ιούλιος του 1981 όταν δύο καλοί φίλοι κλείστηκαν σε ένα στούντιο του Μανχάταν για 48 ώρες φωτογραφίζοντας μια μεταμόρφωση. Ο ένας ήταν ο ελληνοαμερικανός φωτογράφος Κρίστοφερ Μάκος και ο άλλος ο βασιλιάς της ποπ αρτ Αντι Γουόρχολ. Οκτώ περούκες, μεγάλες ποσότητες πούδρας, 349 στημένες πόζες – από τις οποίες διάλεξαν τελικά 50 – ήταν ο απολογισμός εκείνου του θρυλικού διημέρου το οποίο σύστησε στον κόσμο το alter ego του Γουόρχολ: τη Lady Warhol.

Η ιστορία μας ωστόσο ξεκινάει, κατά παράδοξο τρόπο, 60 χρόνια νωρίτερα, το 1921, όταν δύο άλλοι καλλιτέχνες και επίσης καλοί φίλοι εξερευνούσαν τα όρια της τέχνης αλλά και της κοινωνίας. Ο Μαν Ρέι, εκκεντρικός αμερικανός καλλιτέχνης, ο οποίος χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία για να εκφράσει τις ιδέες του, φωτογράφισε τον Μαρσέλ Ντυσάν, γάλλο ζωγράφο και γλύπτη, ντυμένο γυναίκα. Το όνομα αυτής, Rrose Sélavy – που σαν παρήχηση ακούγεται «Eros, c’est la vie», δηλαδή «Ο έρωτας, είναι η ζωή» – έγινε στη συνέχεια ένα από τα διασημότερα ψευδώνυμα του Ντυσάν.

{{{ moto }}}
«Ο Μαν Ρέι με έμαθε να υπακούω και να καταλαβαίνω τα ένστικτά μου. Αυτό που βλέπεις με την πρώτη ματιά είναι η πιο πολύτιμη εντύπωση. Είχαμε μια σύντομη συνάντηση στη Φρέτζενε, μια μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη έξω από τη Ρώμη, αλλά με καθόρισε» δηλώνει σήμερα ο Κρίστοφερ Μάκος, ο οποίος εμπνεύστηκε ακριβώς από την περσόνα της Σελαβί και αυτήν την περίοδο παρουσιάζει στο Μουσείo Fotografiska της Στοκχόλμης για πρώτη φορά το σύνολο των ιστορικών καρέ του Γουόρχολ, στην έκθεση με τίτλο «Lady Warhol».

«Αλλά αυτές οι φωτογραφίες αφορούν ξεκάθαρα τον Γουόρχολ, έναν καλλιτέχνη που είχε εμμονή με την εικόνα» θα προσθέσει ο Μάκος. «Αυτή η έκθεση, όπου παρουσιάζονται όλες μαζί οι φωτογραφίες της σειράς, μου έδωσε την ευκαιρία να επανεξετάσω τη δουλειά μου 30 χρόνια μετά. Υπάρχει σίγουρα πολύ μέικ-απ σε αυτές, αλλά ο Αντι είναι εδώ, ο τρόπος με τον οποίο κοιτάζει, οι μικροί μορφασμοί στα χείλη του, ο τρόπος με τον οποίο απλώνει τα χέρια του. Βλέπω σε αυτές τις φωτογραφίες έναν ανοιχτό, τρωτό Αντι που ένιωθε την ανάγκη να εκφραστεί. Κομμάτια του που σπάνια έδειχνε δημόσια, αλλά τα θυμάμαι πολύ καλά» γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης ο 63χρονος σήμερα φωτογράφος.

O Μάκος γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, μεγάλωσε στην Καλιφόρνια και μετά το γυμνάσιο μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται – το στούντιό του βρίσκεται στους 20 Δρόμους του Μανχάταν.

«Οπως οι περισσότεροι Αμερικανοί, είμαστε ένα υβριδικό μοντέλο οικογένειας που έλκει την καταγωγή του από την Ευρώπη. Η μητέρα μου είναι από την Ιταλία και ο πατέρας μου από την Ελλάδα. Είναι αστείο, πάντως, το πώς ακούνε οι άνθρωποι το επίθετό σου: μόλις ακούσουν το δικό μου, αμέσως με ρωτούν αν είμαι Ελληνας». Από ποιο μέρος από την Ελλάδα, πάντως, δεν γνωρίζει. «Ηταν κάπου από τον Νότο. Το πραγματικό όνομα της οικογένειας, προτού μεταναστεύσουν στην Αμερική και εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη, ήταν Οικονομάκος. Από αυτά τα στοιχεία ίσως κάποιος μπορεί να βρει κάποια άκρη».

Ο ίδιος επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα και όταν συμβαίνει αυτό μένει στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», «σε μία σουίτα στη βορειοδυτική γωνία για να έχω θέα στην Ακρόπολη».

Ο Μάκος σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι αλλά δεν έκανε ποτέ πραγματικές σπουδές στη φωτογραφία. Ενα δώρο γενεθλίων εξελίχθηκε από χόμπι σε επάγγελμα. «Με γοήτευσε από την αρχή η αμεσότητα που μπορείς να έχεις μέσα από τις εικόνες. Βέβαια, τότε κάρφωνα το βλέμμα μου σε ένα αντικείμενο για ώρα και κάθε τόσο τραβούσα μια φωτογραφία. Σιγά σιγά εξοικειώθηκα και άρχισα να τραβάω περισσότερες».

Οσο για την αρχιτεκτονική, αποδείχθηκε πηγή έμπνευσης και πρωτοποριακής σκέψης: «Ενα όμορφο κτίριο είναι το ίδιο όμορφο με έναν σπουδαίο ζωγραφικό πίνακα. Θα μείνει για πάντα».

Ο Μάκος είναι ένας εξέχων και αυτόφωτος αστέρας στο καλλιτεχνικό σύμπαν της Νέας Υόρκης, στο ίδιο σύμπαν που ακτινοβολούσε επί δεκαετίες ο Αντι Γουόρχολ. Ο βασιλιάς της ποπ αρτ αποκαλούσε τον Μάκος «τον πιο μοντέρνο φωτογράφο στην Αμερική» – και όντως τα διάσημα κάδρα του ελληνικής καταγωγής φωτογράφου φιλοξενούνται σήμερα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου (Γκούγκενχαϊμ, Τate Modern, Γουίτνεϊ, Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη).

Σε μια στροφή της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης, ήταν ο Μάκος που διέκρινε το ταλέντο του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά και ήταν εκείνος που τον σύστησε στον Γουόρχολ. «Ο Μπασκιά ήταν ένας θαυμάσιος, τρελαμένος καλλιτέχνης, ο οποίος δυστυχώς δεν κατάλαβε ποτέ ότι ο κόσμος πραγματικά αγαπούσε την τέχνη του. Νομίζω πως πίστευε ότι για τους εμπόρους τέχνης ήταν απλώς το σύμβολο του μαύρου καλλιτέχνη στην ατζέντα τους. Τελικά πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ηταν ένα cool παιδί που πέθανε τόσο νέο…».

Ο Μάκος συνεργάστηκε με τον Γουόρχολ για σχεδόν δέκα χρόνια. «Ηταν από τις πιο όμορφες συνεργασίες και περιόδους της ζωής μου. Ο Γουόρχολ λάτρευε τη φωτογραφία και εγώ λάτρεψα αυτό που έκανε εκείνος με την τέχνη του. Δεν σταματούσε ποτέ, εκμεταλλευόταν όποια ευκαιρία τού δινόταν για να κάνει τέχνη. Μια γιορτή θα ερχόταν, όπως το Πάσχα, και θα μας έδινε την ευκαιρία να φωτογραφίσουμε αβγά. Εκτοτε εκείνος θα έκανε όλο πίνακες με αβγά. Ο Αντι ήταν ένας υπέροχος φίλος, μέντορας, αδελφός, μητέρα, πατέρας, ένα καθολικό αγόρι. Μάθαμε πολλά ο ένας από τον άλλον. Αυτός από εμένα πώς να γίνει φωτογράφος και εγώ από εκείνον πώς να γίνω επιχειρηματίας».

Οι φωτογραφίες «Lady Warhol» τραβήχτηκαν το 1981. Αυτό που εξακολουθεί να εκπλήσσει τον ίδιο τον Μάκος είναι πόση ζωή υπάρχει μέσα σε αυτήν τη δουλειά, αλλά και το γεγονός ότι το ενδιαφέρον του κόσμου για αυτήν παραμένει αμείωτο όλα αυτά τα χρόνια: «Με ρωτούν συνέχεια για αυτές τις φωτογραφίες και πραγματικά δεν ξέρω τι άλλο έχω να πω. Ωστόσο μέσα από αυτές τις ερωτήσεις έμαθα περισσότερα ο ίδιος για τη δουλειά μου και τελικά για το ποιος είμαι εγώ. Κάτι που είχε ξεκινήσει σαν ένα ημερολόγιο του ποιος είμαι, τι κάνω και πώς πορεύτηκα στη ζωή μου, τελικά έγινε το άλμπουμ της δουλειάς μου».

Ο ίδιος, όπως σε όλα τα πορτρέτα διασήμων που έχει κάνει – από τη Λιζ Τέιλορ ως τον Σαλβαδόρ Νταλί –, εστιάζει στα μάτια. «Πάντα τα μάτια. Αυτά είναι το παράθυρο της ψυχής. Να κοιτάζεις τον άλλον πάντα προσεκτικά μέσα στα μάτια, εκείνα θα σου πουν όλη την ιστορία».

Ο Μάκος είχε βέβαια ξεκινήσει τη φωτογραφία νωρίτερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. «Η δουλειά μου ήταν πάντα για μένα ένα ταξίδι. Υπήρξα μέρος της ιστορίας που γράφτηκε εκείνη την εποχή, αλλά δεν το είδα ποτέ σε σχέση με τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν. Ηταν μια εμπειρία. Χρόνος ξοδεύτηκε, χρόνος κερδήθηκε. Πάντα το θέμα είναι ο χρόνος» λέει και συνεχίζει: «Κάθε ημέρα είναι μια νέα αρχή, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισα τη ζωή μου. Επιπλέον, εγώ αισθάνομαι ότι είμαι μόνο στην αρχή».

Αυτήν την περίοδο φωτογραφίζει με μια Nikon 700, έχει υιοθετήσει με χαρά τη σύγχρονη τεχνολογία και τους υπολογιστές – «έχουν κάνει τη φωτογραφία μια πιο “καθαρή” διαδικασία, μια και δεν χρησιμοποιείς πλέον χημικά» –, ετοιμάζει την επόμενη έκθεσή του με τίτλο «Tyrants and Lederhosen», η οποία θα παρουσιαστεί στην Γκαλερί Barο, στο Σάο Πάολο τον προσεχή Νοέμβριο, και ετοιμάζει με τον αμερικανό φωτογράφο Πολ Σόλμπεργκ το βιβλίο της έκθεσης που θα εκδοθεί από τη La Fabrica.
Υστερα από αυτό το ταξίδι μπορεί άραγε να διαχωρίσει τον εαυτό του από το έργο του; «Αν είσαι καλός, δεν νομίζω ότι γίνεται. Αν έχεις φτιάξει τη ζωή σου με πράγματα που αγαπάς, δεν μπορείς να διαχωρίζεις τον εαυτό σου από τη δουλειά σου».

* H έκθεση «Lady Warhol» θα φιλοξενείται στο Μουσείο Σύγχρονης Φωτογραφίας της Στοκχόλμης, Fotografiska, ως τις 20 Μαρτίου.

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 13 Μαρτίου 2011.