Σε δυο-τρεις στάσεις λεωφορείων στη λεωφόρο Κηφισιάς διάβασα με έκπληξη το σύνθημα «Αλήτες, ρουφιάνοι, ελεγκτές».

Ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι οι ελεγκτές των λεωφορείων μπορεί να προκαλούν τέτοια αισθήματα. Ούτε είχα συνειδητοποιήσει ότι το ρεύμα των «αλητών» και των «ρουφιάνων» αρχίζει να διογκώνεται τόσο επικίνδυνα στη χώρα μας. Πρώτα οι δημοσιογράφοι, τώρα οι ελεγκτές, μεθαύριο ίσως οι υδραυλικοί και οι δασοφύλακες- σε λίγο η Ελλάδα θα χωρίζεται στα δύο: από τη μια μεριά οι «αλήτες, ρουφιάνοι» και από την άλλη τα «γουρούνια, δολοφόνοι».

Η κατηγοριοποίηση προφανώς δεν είναι αθώα. Θα θυμίσω ότι ο πρώτος εντοπισμός «αλητών» και «ρουφιάνων» έγινε αρχές της δεκαετίας του ΄90 από διάφορες ομάδες αντιεξουσιαστών και φρικιών. Και δεν έγινε τυχαία. Τότε εξέπνεε ένα μοντέλο μεταπολιτευτικής δημοσιογραφίας που θεωρούσε τον δημοσιογράφο κάτι ανάμεσα σε αγωνιστή και ακτιβιστή. Ενα είδος εκπροσώπου των καταπιεσμένων και συνηγόρου των εξεγερμένων- ιδίως όταν δεν υπήρχαν ούτε καταπιεσμένοι ούτε εξεγερμένοι. Η δημοσιογραφία αυτή λειτουργούσε περίπου σαν «συνιστώσα» της Αριστεράς. Δεν ενδιαφερόταν τόσο να ενημερώσει την κοινωνία όσο να την αλλάξει.

Τότε αναδείχθηκε μια νέα δημοσιογραφία πιο επαγγελματική, πιο πεπαιδευμένη, λιγότερο ιδεολογική. Μια δημοσιογραφία που δεν θεωρούσε ότι είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με την κοινωνία ούτε με τον νόμο και την τάξη, ακόμη λιγότερο με κάθε μορφής εξουσία. Που προσπαθούσε να ενημερώσει, να αναλύσει, να εξηγήσει, χωρίς να διεκδικεί την εκπροσώπηση κανενός και χωρίς να συμπεριφέρεται σαν κομματικός ινστρούχτορας. Δημοσιογραφία παρεμβατική αλλά όχι γραμμητζίδικη.

Αίφνης, ας πούμε, η κάθε απεργία και η κάθε διεκδίκηση σταμάτησαν να βρίσκουν στο πρόσωπο του δημοσιογράφου έναν αυτονόητο υπερασπιστή. Επαψε να θεωρείται ενημέρωση η εκφώνηση λαϊκών συνθημάτων και η αναπαραγωγή παλαιοαριστερών κλισέ. Συμφωνήσαμε ότι αλήθεια δεν είναι απαραιτήτως «το δίκιο του εργάτη» . Και ότι ο αγώνας για την κοινωνική αλλαγή ή την πολιτική ανατροπή δεν αποτελεί δημοσιογραφικό αντικείμενο.

Αυτή η μεταβολή είχε συνέπειες. Οσοι δεν βλέπουν τις φαντασιώσεις ή τις επιδιώξεις τους να αναπαράγονται μονομερώς από εφημερίδες και τηλεοράσεις, όσοι έχασαν την εκπροσώπησή τους στον μιντιακό στίβο ή ακόμη χειρότερα όσοι δεν ανέχονται κάτι με το οποίο διαφωνούν αισθάνθηκαν θύματα μιας εικονικής πραγματικότητας που κάποιοι άλλοι (υποτίθεται) διαμορφώνουν ερήμην τους.

Πρώτα τα φρικιά, ύστερα οι επαγγελματίες των κοινωνικών αγώνων και από κοντά κάποιοι δημοσιογράφοι για λόγους απλής ανοησίας ή ιδιοτελούς ανταγωνισμού μετέτρεψαν τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων σε εχθρό. Βάφτισαν «αλήτη» και «ρουφιάνο» όποιον δεν μετέχει του κόσμου τους. Το πρόβλημα είναι προφανώς δικό τους. Αλλά οι ελεγκτές τι τους έφταιγαν;

jpretenteris@dolnet.gr